Μπορεί να πει κάλλιστα κανείς πως έχει ζήσει δύο ζωές. Μία πριν το τρέξιμο και μία μετά. Ο λόγος για τον Δημήτρη Χρόνη. Ούτε ο ίδιος φανταζόταν πριν 25 χρόνια όταν περνούσε την πόρτα ενός γυμναστηρίου για να βελτιώσει απλά την υγεία του πως θα γινόταν ένας διακεκριμένος αθλητής.
Ο 73χρονος six star finisher και Σπαρταθλητής υπήρξε μανιώδης καπνιστής. Κάπνιζε τρία πακέτα την ημέρα, είχε φτάσει να είναι υπέρβαρος και να ακολουθεί μια ανθυγιεινή ζωή. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να εμφανίσει κρίσεις δύσνοιας και να νοσηλευτεί.
Εκείνη ήταν η χρονική στιγμή που ο 48χρονος τότε Δημήτρης Χρόνης αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Άρχισε να πηγαίνει σε ένα γυμναστήριο προκειμένου να χάσει κάποια κιλά ενώ έκοψε μια και έξω το κάπνισμα. Σιγά σιγά άρχισε να ανακαλύπτει το τρέξιμο. Ξεκίνησε να τρέχει και έκτοτε δεν έχει σταματήσει. Απεναντίας, μέχρι σήμερα συμμετέχει σε μεγάλους αγώνες κάνοντας διακρίσεις.
«Γεννήθηκα το 1951 στα Γιάννενα. Έχω καταγωγή από το Μέτσοβο και τελείωσα το μαθηματικό τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ήμουν καθηγητής για 34 χρόνια και βγήκα στη σύνταξη το 2009», εξηγεί στις πρώτες αναγνωριστικές κουβέντες.
Αναφέρεται με κάθε ευκαιρία στη σύζυγό του Ανδρομάχη, λέγοντας πως είναι ο άνθρωπος που τον έχει στηρίξει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, ενώ δεν λείπει η αναφορά στα δύο του παιδιά. Έναν γιο που είναι ερευνητής και μένει μόνιμα στην Αμερική και μία κόρη η οποία μένει στην Αθήνα και για χάρη της μετακόμισαν στην πρωτεύουσα για να βοηθήσουν στο μεγάλωμα των εγγονών τους.
Ας τα πάρουμε από την αρχή, πώς ξεκινήσατε το τρέξιμο; Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε;
«Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν 48 ετών το 1999. Ήμουν υπέρβαρός, είχα φτάσει τα 93 κιλά και ήμουν μανιώδης καπνιστής. Μοιραία, αυτές οι κακές συνήθειες προκάλεσαν κρίσεις δύσπνοιας και νοσηλεύτηκα. Ήταν κάτι που με ταρακούνησε και αποφάσισα να αλλάξω τρόπο ζωής. Εν ολίγις πήγα σε ένα γυμναστήριο, αρχικά για να χάσω μερικά κιλά. Ξεκίνησα με τρέξιμο στον διάδρομο. Από κάποιο διάστημα και έπειτα ο διάδρομος δεν με κάλυπτε και βγήκα στον δρόμο. Ο πρώτος στόχος μου που ήταν να αδυνατίσω, είχε επιτευχθεί. Παράλληλα, με τη γυμναστική έκοψα μια και έξω το κάπνισμα. Είχα αρχίσει να παίρνω πάλι πίσω τη ζωή μου».
Πώς γίνεται ένας υπέρβαρος και μανιώδης καπνιστής να ξεκινήσει τον αθλητισμό;
«Η αρχή πολύ δύσκολη για εμένα. Είχα πολλούς μυικούς πόνους λόγω των κιλών αλλά και κακή φυσική κατάσταση. Για παράδειγμα, έτρεχα δύο χιλιόμετρα και δεν αισθανόμουν καλά.
Συνεχίζοντας το τρέξιμο και αυξάνοντας την απόσταση άρχισα να βελτιώνομαι. Ειδικότερα, όταν βγήκα στον δρόμο άρχισα να νιώθω καλύτερα, καθώς άλλαζα παραστάσεις και εδάφη. Όλα αυτά συνέβησαν σε ένα διάστημα δύο ετών και η συνεχώς καλύτερη κατάστασή μου με έφερε σε ένα σημείο να σκεφτώ τον αγώνα».
Πώς αποφασίσατε να κατεβείτε σε αγώνες;
«Είχε φτάσει ένα σημείο που είχα πετύχει τους δύο στόχους που είχα θέσει: να χάσω κιλά και να κόψω το κάπνισμα. Οπότε, χρειαζόμουν κάποιο κίνητρο για να συνεχίσω τη γυμναστική. Εκείνη την περίοδο, είχα γνωρίσει ένα γυμναστή που είχε τρέξει σε μαραθώνιο και τότε εγώ τους μαραθωνοδρόμους τους θεωρούσα κάτι υπερφυσικό. Όταν τον ρώτησα εάν θα μπορέσω ποτέ να τρέξω και εγώ μαραθώνιο μου απάντησε ότι εφόσον μπορώ να τρέξω συνεχόμενα στο διάδρομο για 2,5 ώρες τότε μπορώ να τα καταφέρω. Αποφάσισα να το κάνω. Θυμάμαι ότι κόντευα να λιποθυμήσω πάνω στο διάδρομο, όμως από εγωισμό δεν εγκατέλειψα. Έτσι δύο χρόνια αφού είχα πρωτοανοίξει την πόρτα εκείνου του γυμναστηρίου δήλωσα συμμετοχή στον πρώτο μου μαραθώνιο».
Πώς αντέδρασε η οικογένειά σας και γενικότερα ο περίγυρός σας όταν αποφασίσατε να ξεκινήσετε το τρέξιμο και τους αγώνες;
«Τότε άκουσα πολλά. Όταν κοινοποίησα την απόφασή μου να πάρω μέρος στον Μαραθώνιο της Αθήνας, όλοι ήταν επιφυλακτικοί. Μου έλεγαν πως θα πάθω έμφραγμα ή θα χρειαστώ μηχανική υποστήριξη.
Η γυναίκα μου, Ανδρομάχη (που με έχει στηρίξει περισσότερο από τον καθένα), το πρώτο διάστημα, επειδή ανησυχούσε αρκετά, όταν άκουγε ασθενοφόρο ελέγε μάλλον τώρα τον μάζεψαν...
Ωστόσο, όσο μου έλεγαν αυτά εγώ πείσμωνα και ήθελα να φτάσω όσο πιο μακριά γίνεται.
Βέβαια, είχα και εγώ τους προβληματισμούς μου διότι ήξερα ότι ήμουν ανέτοιμος. Δεν υπήρχε πολλή πληροφόρηση τότε στα Γιάννενα. Τότε υπήρχαν δύο μόνο ακόμα αθλητές από την περιοχή που το είχαν δοκιμάσει. Πλέον είναι πάρα πολλοί».
Πώς ήταν ο πρώτος Μαραθώνιος της Αθήνας το 2002;
«Όλα βρίσκονται στο μυαλό μου σαν να συνέβησαν χτες. Θυμάμαι το λεωφορείο που μας μετέφερε από το Καλλιμάρμαρο στην αφετηρία του Μαραθώνα και αναρωτήθηκα προβληματισμένος: Το αυτοκίνητο χρειάζεται 50 λεπτά για αυτήν τη διαδρομή και εγώ θα πρέπει να επιστρέψω τρέχοντας;
Στο αγωνιστικό κομμάτι, η ελλειπής προετοιμασία και το γεγονός ότι δεν είχα προπονητή, φάνηκε καθώς στο 32ο χλμ της διαδρομής άρχισαν οι ενοχλήσεις στο δεξί μου γόνατο.
Όμως δεν θα ξεχάσω, μια νεαρή κοπέλα που είδε την κατάστασή μου και σηκώθηκε από εκεί που καθόταν κρατώντας ένα κλαδί ελιάς στο χέρι και μου το πρόσφερε με την ευχή να τερματίσω.
Σκεφτόμουν πως εάν εγκατέλειπα κανείς δεν θα πίστευε ότι είχα φτάσει τόσο μακριά, αλλά ούτε θα άντεχα τα ειρωνικά σχόλια από φίλους και γνωστούς. Ο χρόνος μου ήταν 05:38 αλλά δεν με ένοιαζε. Ήμουν απίστευτα χαρούμενος.
Μάλιστα, συνέβη κάτι αστείο εκείνη την ημέρα. Περίμενα να δω τη γυναίκα και την κόρη μου στον τερματισμό, όμως όταν έφτασα στο Καλλιμάρμαρο δεν τις έβλεπα πουθενά. Δανείστηκα το τηλέφωνο ενός κυρίου. ‘’Περπατάμε στο πάρκο και στους γύρω χώρους’’, ήταν η απάντηση. ‘’Δεν μας είχες πει ότι θα τερματίσεις γύρω στις πεντέμισι το απόγευμα;’’. Τους είχα πει να υπολογίζουν πέντε ώρες και νόμιζαν ότι τους είπα 5 το απόγευμα. Έτσι, ήμουν μόνος μου στον πρώτο μου τερματισμό».
Έπειτα από τον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας, σας «κόλλησε» για τα καλά το μικρόβιο και αρχίσατε να τρέχετε και στο εξωτερικό, φτάνοντας να είστε ο 13ος Έλληνας που γίνεται sixstarfinisher. Πώς το καταφέρατε αυτό;
«Όλα ξεκίνησαν το 2010 όταν πήγα στη Βοστώνη ως προσκεκλημένος για τα 2.500 χρόνια του μαραθωνίιου. Είχαν καλέσει περίπου εβδομήντα Έλληνες και ανάμεσά τους ήμουν και εγώ. Μας φιλοξένησαν για μία εβδομάδα και ήταν μία φοβερή εμπειρία. Ακολούθησε ο μαραθώνιος της Νέας Υόρκης το 2013. Εκεί, είχα δηλώσει συμμετοχή το 2012, είχα πληρώσει τα πάντα και δύο ημέρες πριν τον αγώνα οι διοργανωτές τον ακύρωσαν λόγω του τυφώνα που έπληττε την περιοχή. Ωστόσο, επέστρεψα το 2013 και τερμάτισα. Το 2018 έκανα τρεις major marathons. Έτρεξα στο Σικάγο, στο Λονδίνο και στο Τόκυο. Ήταν η πιο ‘’γεμάτη’’ μου αγωνιστική χρονιά και ήμουν 67 ετών τότε».
Έχετε τρέξει πάρα πολλούς αγώνες. Υπάρχει κάποιο περιστατικό που σας έχει χαρακτεί έντονα στη μνήμη;
«Η αλήθεια είναι ότι συμβαίνουν πολλά κατά τη διάρκεια των αγώνων και αυτά που μου έχουν τύχει είναι αμέτρητα. Είναι γεγονός πως από το Σπάρταθλον (αγώνας 246 χλμ.) προκύπτουν πολλές ιστορίες διότι εκεί τεστάρονται πραγματικά τα όρια του ανθρώπου.
Στο δεύτερο Σπάρταθλον το 2018 τρέχαμε με τον τυφώνα «Ζορμπά». Έτρεχα μέσα στα νερά συνέχεια και κάποια στιγμή όταν είδα ένα ύψωμα και αποφάσισα να ανέβω για να πάρω μια ανάσα. Ανεβάινοντας εκεί, συνειδητοποίησα πως ήταν λάσπη. Τότε γλίστρησα, έκανα τέσσερις-πέντε στροφές και κατρακύλησα πάνω σε έναν θάμνο με αγκάθια, τα οποία δεν κατάλαβα από την αδρεναλίνη πως μου μπήκαν στα χέρια και στα πόδια. Το μόνο που φοβόμουν ήταν ότι μπορεί να έπαθα διάστρεμμα. Τελικά ανέβηκα στον δρόμο και ξανασυνέχισα.
Άλλη μια ωραία ιστορία προκύπτει, στον μαραθώνιο του Τόκυο (το 2017) που πήγα αρχικά από περιέργια για να δω κάτι διαφορετικό. Εκεί, ήρθε να μου κάνει συνέντευξη μια Ιαπωνέζα, η οποία είχε πολύ υψηλό πόστο και μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Όταν τη ρώτησα αν έχει σπουδάσει στην Ελλάδα και μιλάει τόσο καλά τη γλώσσα, μου απάντησε πως είχε τεράστια αγάπη για την ελληνική μουσική και ήθελε να καταλάβει το νόημα των στίχων».
Ποιο είναι το κίνητρο για να συνεχίσετε, όταν θέλετε να τα παρατήσετε;
«Προσπαθώ να κάνω θετικές σκέψεις. Στην πρώτη συμμετοχή μου στο «Σπάρταθλον» (που περνάς από πέντε νομούς) ήμουν σε μια δύσκολη κατάσταση, είχα τρομερή αδυναμία. Τότε σκεφτόμουν τους δικούς μου ανθρώπους. Η πρώτη μου εγγονή έλεγε πως θα με περιμένει στη Σπάρτη και σκεφτόμουν ‘’Θα με περιμένει η μικρή’’.
Γενικότερα, πάντα σκέφτομαι τα κοντινά μου άτομα, αυτούς που είναι μακριά. Για παράδειγμα, ο γιος μου πολλές φορές παρακολουθεί την πορεία μου από την Αμερική.
Επιπλέον συχνά σκέφτομαι, τα συναισθήματα που θα μου προκαλέσει ένας τερματισμός. Τα συναισθήματα όταν τερματίζω είναι ισχυρότατα και ο κόσμος με αντιμετωπίζει με σεβασμό. Στον αντίποδα, η εγκατάλειψη είναι αρκετά δυσάρεστη».
Με την μεταστροφή σας, επηρεάσατε ανθρώπους από τον περίγυρο σας να ξεκινήσουν τον αθλητισμό και να αλλάξουν τρόπο ζωής;
«Πολλοί μαθητές μου εμπνεύστηκαν από την πορεία μου και άλλαξαν τρόπο ζωής. Δεν είναι λίγες οι φορές σε αγώνες που τους συναντώ μου χτυπάνε την πλάτη και με χαιρετάνε.
Ο γιος μου που είναι ερευνητής άρχισε να τρέχει για να ξεσκάει από το εργαστήριο και έχω κάνει τρεις αγώνες μαζί του. Την κόρη μου δεν κατάφερα να τη βάλω στο τρέξιμο».
Είναι δυνατόν για οποιονδήποτε σε μια πιο μεγάλη ηλικία να ξεκινήσει το τρέξιμο και δη να συμμετέχει σε αγώνες ή η δική σας περίπτωση διαφέρει επειδή έχετε καλό DNA;
«Η αλήθεια είναι ότι εάν κοιτάξω πίσω στους προγόνους μου διαπιστώνω πως πριν τον πόλεμο του 40, ο παππούς μου ήταν αθλητής μεσαίων αποστάσεων και αυτός σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Προσωπικά θεωρώ, πως κατά 99% τα αποτελέσματα που μπορεί να φέρει ένας αθλητής προέρχονται από την προπόνηση, οπότε με σωστό τρόπο όλοι μπορούν να ασχοληθούν με το τρέξιμο».
Έχετε πει πως το πρώτο διάστημα δεν κάνατε σωστές προπονήσεις. Το πληρώσατε με τραυματισμούς;
«Η αθλητική μου πορεία δεν ήταν εύκολη. Έπρεπε να πληρώσω το τίμημα των τραυματισμών. Εκτός από τους πιο συνηθισμένους αθλητικούς τραυματισμούς υπέφερα και από πολύ σοβαρότερους όπως ρήξη υποκνημιδίου μυός, είχα μειωμένη κορτιζόλη και μερική ρήξη μηνίσκου για την οποία οι γιατροί μου είπαν να κάνω επέμβαση όμως εγώ το ξεπέρασα μόνος μου σιγά-σιγά. Πάντα όταν τραυματιζόμουν έκανα επίκληση στον Θεό ότι αν αναρρώσω θα αρκεστώ να τρέχω έστω και 5 χλμ. Μόλις άρχιζα να τρέχω ξεχνούσα την υπόσχεση που είχα δώσει. Ευτυχώς μάλλον έχει ξεχάσει και Εκείνος...»
Υπάρχει ένα πολύ ωραίο σημείο στο βιβλίο σας, στο οποίο γράφετε για τα άτομα της τρίτης ηλικίας και πως αυτά πολλές φορές περιθωριοποιούνται από την κοινωνία.
«Για το αν θα συμβεί η περιθωριοποίηση μετά από μια ηλικία και έπειτα ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο το ίδιο το άτομο. Πολλοί άνθρωποι ‘’χάνονται’’ μετά τη σύνταξη γιατί δεν έχουν βρει με τι θα ασχοληθούν και από μία κατάσταση που ήταν ενεργιτικοί και είχαν πράγματα να ασχοληθούν βρίσκονται σε μια αδράνεια.
Εγώ λόγω του τρεξίματος έρχομαι σε επαφή με πολλούς νέους ανθρώπους, οι οποίοι εάν δεν είχαμε αυτό το κοινό ενδιαφέρον δεν θα μου μιλούσαν.
Δεν είμαι από τους μεγάλους ανθρώπους που κάνουν συζητήσεις σχετικά με το πόσο υψηλό ζάχαρο ή πόση χοληστερίνη μπορεί να έχουν.
Με αυτό που κάνω αποδεικνύω πως τίποτα δεν τελειώνει σε μια συγκεκριμένη ηλικία».
Πριν κάποιο διάστημα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας. Πώς αποφασίσατε να προχωρήσετε σε ένα τέτοιο εγχείρημα;
«Προσπάθησα να γράψω ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα. Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο για δύο λόγους. Αρχικά, ήθελα να αφήσω μια παρακαταθήκη στα εγγόνια μου. Μπορεί να έχω κάνει αμέτρητους αγώνες, ωστόσο πάντα μετά από κάθε αγώνα έγραφα τις εμπειρίες, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα που αποκόμιζα. Επιπλέον, ήθελα να παράσω κάποια μηνύματα και να βοηθήσω τους ανθρώπους που θέλουν να αλλάξουν τρόπο ζωής. Με την αλλαγή μου δείχνω ότι όλα είναι δυνατόν να γίνουν. Αυτό που χρειάζεται είναι να σηκωθεί ο άνθρωπος από τον καναπέ. Όχι μόνο για να τρέξει, απλά πρέπει να είναι δραστήριος.»
Το βιβλίο του κ. Δημήτρη Χρόνη κυκλοφορεί από την εκδοτική Sportbook.