Η ζωή του δεν μοιάζει με την ιστορία ενός ποδοσφαιρικού ήρωα. Στερήθηκε αρκετά και κλήθηκε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια για να καταφέρει να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Η πίστη στον εαυτό του κλονιζόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, οι σκέψεις παραίτησης έκαναν περισσότερες φορές την εμφάνιση τους στο μυαλό του από ότι ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι.
Κοιμήθηκε με αρουραίους, έκανε υπομονή και εν τέλει δικαιώθηκε. Δεν περίμενε οι οπαδοί της Ατλέτικο να τραγουδούν το όνομά του ρυθμικά ως έναν από τους θρύλους τους. Δεν πίστευε ότι θα δεχόταν κλήση από τον μεγάλο Ζουνίνιο και θα του ζητούσε να μετακομίσει στη Λυών.
Δεν περνούσε σα σκέψη από το μυαλό του ότι θα βρεθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο και ότι η Νιούκαστλ θα κινηθεί για την απόκτηση του. Όταν ήρθε η πρόταση έκανε δεύτερες σκέψεις αλλά η επιθυμία του να αγωνισθεί στο Νησί κέρδισε κάθε αμφιβολία. Ήδη, μετρά 43 συμμετοχές, εννέα γκολ και τέσσερις ασίστ και συνεχίζει να εξελίσσεται συνεχώς.
Οι επισκέψεις στο παλιό Μαρακανά και η βρώμικη χαρτοπετσέτα
Ερωτεύτηκε τη στρογγυλή θεά στα πέντε του χρόνια. Έπαιζε καθημερινά στο δρόμο φορώντας σαγιονάρες με μπάλες που ήταν φτιαγμένες από πανί ή με πέτρες που έβρισκε σε κάθε γωνιά ή με φρούτα που έπεφταν από το δένδρα. Δεν είχε σημασία τι θα κλωτσούσε, του αρκούσε που έπαιζε.
Μεγάλωσε στη Βίλα Ίσαμπελ, μια γειτονιά της μεσαίας τάξης στη Βόρεια Ζώνη του Ρίο ντε Τζανέιρο στη Βραζιλία. Το θετικό αυτού του μέρους ήταν ότι βρισκόταν στη σκιά του Μαρακανά, του παλιού και όμορφου με τα πράσινα καθίσματα και το δίχτυ που έμοιαζε με νυφικό πέπλο. Τότε, υπήρχε ο κανόνας ότι τα παιδιά κάτω των 12 ετών μπορούσαν να μπουν μέσα χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο.
Ο Μπρούνο και οι φίλοι του, τον εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρον. Δεν έχαναν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν από κοντά παιχνίδια της Φλαμένγκο, της Φλουμινένσε, της Μποταφόνκο, της Βάσκο. Δεν είχε σημασία ποιος έπαιζε, ένιωθε μαγικά κάθε φορά που έμπαινε στο γήπεδο. Οι παίκτες έμοιαζαν σαν επίγειοι θεοί, ακόμη και ο αναπληρωματικός τερματοφύλακας είχε ιδιαίτερη αξία. Έκανε σαν τρελός για να τους δει και να αποκτήσει την υπογραφή τους.
Μια φορά που οι παίκτες της Βάσκο έκαναν προπόνηση, επισκέφθηκε το στάδιο και ζήτησε αυτόγραφο από τον καθένα. Όμως, δεν είχε ούτε κινητό ούτε χαρτί. Έτρεξε σε ένα μαγαζί που βρισκόταν κοντά και πουλούσε χάμπουργκερ, πήρε μια χαρτοπετσέτα και παρακαλούσε τους παίκτες, όπως διηγήθηκε σε συνέντευξη του «Για την αγάπη του Θεού, παρακαλώ δώστε μου ένα αυτόγραφο! Δεν με νοιάζει ποιος είσαι! Απλά υπογράψτε την χαρτοπετσέτα, αδερφέ!». Η βρώμικη αυτή χαρτοπετσέτα ήταν ο θησαυρός τους, ένα ιερό αντικείμενο, το οποίο η μητέρα του ακόμη φυλάττει σε ασφαλές μέρος.
Το όνειρο της μαμάς να γίνει κολυμβητής
Βλέποντας καθημερινά ποδόσφαιρο και θαυμάζοντας κάθε Κυριακή τους παίκτες, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ακολουθούσε διαφορετικό δρόμο. Δεν ήξερε ότι αν είχε τα απαραίτητα προσόντα αλλά ονειρευόταν να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ο πατέρας του ήταν σύμφωνος γιατί και ο ίδιος τρελαινόταν για το μαγικό τόπι αλλά η μητέρα του δεν ήθελε ούτε να το ακούει. Προτιμούσε ο γιος της να γίνει κολυμβητής. Δεν έχασε χρόνο και τον έγραψε στο κολυμβητήριο. Έκανε μαθήματα κολύμβησης για έξι μήνες, ώσπου μια μέρα γύρισε σπίτι, κοίταξε τη μαμά του στα μάτια και, όπως έχει αναφέρει, της είπε: «Μαμά, το κολύμπι; Σοβαρά; Δεν κάνει για εμένα. Λυπάμαι, αλλά πρέπει να παίξω μπάλα».
Το ταξί 39
Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήμα ως εξτρέμ γιατί ήταν εξαιρετικά αδύνατος. Δεν του άρεσε και τόσο και κάθε φορά που τελείωνε ένα παιχνίδι, παρακαλούσε τη μαμά του να του αγοράσει περισσότερα χάμπουργκερ ώστε να μπορέσει να πάρει βάρος και να παίξει στη θέση του ειδώλου του, του Ροναλντίνιο. Η μητέρα του ήταν πάντα αρνητική όχι επειδή δεν ήθελε το παιδί της να αυξήσει το βάρος του αλλά είχε βάλει ένα σωρό τρόφιμα με πίστωση και περίμενε να έρθει το τέλος του μήνα για να πληρωθεί και να τα ξεχρεώσει. Ο Μπρούνο πολλές φορές έτρωγε guaravita, ζαμπόν και τυρί.
Οι γονείς του δούλευαν όλη μέρα για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στα έξοδα. Η μητέρα του εργαζόταν σε ένα μαγαζί με μοτοσικλέτες και ο πατέρας του ήταν ταξιτζής. Εκείνο το κίτρινο ταξί με τον αριθμό 39 κράτησε το όνειρο του ζωντανό. Έβλεπε τον πατέρα του ελάχιστες ώρες αφού δούλευε από το πρωί έως το βράδυ αλλά γνώριζε ότι το Σάββατο θα είχε καθίσει στην ίδια θέση στην κερκίδα για τον παρακολουθήσει να παίζει ποδόσφαιρο.
Η παρουσία του τού δημιουργούσε εκνευρισμό καθώς δεν ήθελε να τον απογοητεύσει: «Με έκανε νευρικό, για να είμαι ειλικρινής. Ο πατέρας μου ήταν ο ήρωάς μου. Δεν ήθελα να τον απογοητεύσω. Και ήταν αρκετά σκληρός μαζί μου, στην αρχή. Μερικές φορές έλεγε ακόμη και «Βαρέθηκα να σε βλέπω να χάνεις. Μπορείτε να πάρετε ένα επιπλέον χάμπουργκερ σήμερα, αλλά μόνο αν κερδίσετε».
Δυσκολεύτηκε να παίξει
Ο παππούς του μπορεί να ήταν η αιτία που αγάπησε τη μπάλα και θέλησε να γίνει ποδοσφαιριστής αλλά δεν του είχε εκμυστηρευτεί πόσο δύσκολο θα ήταν αυτό. Ήξερε καλά ότι τα οικονομικά της οικογένειας δεν ήταν και τόσο καλά και πίστευε ότι αν γινόταν επαγγελματίας θα μπορούσε να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής της οικογένειας του.
Στα 11 του χρόνια η γνωριμία του με τον προπονητή Μάριο Χόρχε έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη του. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που τον παρακολουθούσε τόσο στενά και του πρότεινε να παίξει σε μια κανονική ομάδα. Ο Μπρούνο δεν ήξερε τι να απαντήσει αλλά δεν σκόπευε να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Όταν, όμως, κλήθηκε να παίξει μακριά από τις μικρές ομάδες των συνομήλικων του, κατάλαβε ότι χρειάζεται πιο σκληρή δουλειά. Κουραζόταν πολύ, είχε πόνους στο στομάχι, έκανε εμετό, ανέβαζε πυρετό και έντονο πονοκέφαλο. Αδυνατούσε να κοιμηθεί πριν από κάθε αγώνα και όταν πατούσε στο χορτάρι άκουγε την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα. Πώς ξεπέρασε αυτό το ψυχολογικό μπλοκ; Πήγαινε στον καθρέφτη καθημερινά και προέτρεπε τον εαυτό του να σκεφτεί ότι βρίσκεται σε μια αλάνα και παίζει με τις σαγιονάρες του. Του πήρε λίγο χρόνο αλλά κατάφερε να το ξεπεράσει και να εξελιχθεί.
«Θα γίνω ταξιτζής»
Μέχρι τα 12 δοκιμάστηκε στη Μποταφόγκο και τη Φλουμινένσε αλλά δεν έγινε δεκτός. Στην πρώτη έκανε μόλις τέσσερις προπονήσεις και είδε την πόρτα της εξόδου. Στη δεύτερη έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο και αναγκαζόταν να κάνει μια διαδρομή δύο ωρών με το λεωφορείο για να προπονείται. Δεν τον ενοχλούσε καθώς πίστευε ότι είχε βρει την ομάδα που ήθελε και θα μπορούσε να εξελιχθεί.
Δυστυχώς, δεν είχαν την ίδια άποψη και οι προπονητές του καθώς τον έδιωξαν. Ήταν το δεύτερο χαστούκι που δεχόταν σαν παιδί και κάπου εκεί άρχισαν να κόβονται τα φτερά του. Ωστόσο, κάθε σκέψη παραίτησης, η μαμά του φρόντισε να την εξαλείφει λέγοντας του την ιστορία του Καφού, ο οποίος παρά τις αρχικές απογοητεύσεις έκανε μια σπουδαία καριέρα. Του υπενθύμιζε συνεχώς ότι ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής και χρειαζόταν να κάνει θυσίες, όχι να τα παρατά σε κάθε δυσκολία.
Ένα χρόνο αργότερα, άλλαξε θέση. Ο Μάριο Χόρχε τον τοποθέτησε στη θέση του αμυντικού χαφ και τον πήρε μαζί του στην Αουντάξ Ρίο. Δύο χρόνια αργότερα μετακόμισε στο Αυντάξ Σάο Πάολο. Ήταν η πρώτη φορά που έφυγε μακριά από την οικογένεια του. Οι γονείς του έκαναν ένα ταξίδι πέντε ωρών, άφησαν το μοναχοπαίδι τους σε μια παράξενη πόλη και σε ένα κοιτώνα με 18 κουκέτες και έφυγαν. Ο Μπρούνο τα έχασε. Βρισκόταν ανάμεσα σε άλλα παιδιά της ηλικίας του αλλά όπου και αν πήγαινε η μυρωδιά της μαμάς του και η οικειότητα του σπιτιού δεν υπήρχαν πουθενά.
Όπως εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος σε συνέντευξη του: «Έκλαψα το πρώτο βράδυ. Μετά έκλαιγα κάθε βράδυ. Πολλοί από εμάς κλάψαμε, για να είμαι ειλικρινής. Κάθε βράδυ, όταν έσβηναν τα φώτα, έβλεπες τα παιδιά να γυρίζουν προς τον τοίχο και μετά άκουγες τους μικρούς λυγμούς. Σε αυτή την ηλικία σου λείπει ο σκύλος σου, το κρεβάτι σου, η μυρωδιά του σπιτιού σου... Και οι συνθήκες διαβίωσης δεν είναι και οι καλύτερες».
Μερικές φορές μάζευε τα πράγματα του στη βαλίτσα, καλούσε τη μαμά του και ζητούσε να του στείλει χρήματα για να αγοράσει ένα εισιτήριο λεωφορείου και να επιστρέψει στο σπίτι του. Εκείνη, όμως, φρόντισε να τον καθησυχάζει και να του υπενθυμίζει συνεχώς ότι αυτό ήταν το όνειρο του και δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει. Μάλιστα, οι γονείς του επειδή καταλάβαιναν πόσο δύσκολο ήταν για εκείνον να μένει μόνος του, συνήθιζαν να τον επισκέπτονται τα Σαββατοκύριακα με το ταξί.
Τρία χρόνια πάλευε στην ακαδημία. Μέχρι τα 17 του, δεν είχε ακόμα επαγγελματικό συμβόλαιο και άρχισε να κάνει σχέδια να γίνει ταξιτζής. «Κέρδιζα μόνο περίπου 400 R$ το μήνα και νομίζω ότι ο λογαριασμός του κινητού μου ήταν 100 R$. Αν δεν έπαιρνα συμβόλαιο επαγγελματία στα 18, έπρεπε να γίνω ρεαλιστής. Δεν ήθελα να απογοητευτούν οι γονείς μου, οπότε είπα ψέματα και είπα ότι έκανα τεστ για την άδεια μου επειδή ονειρευόμουν να έχω ένα VW Beetle όταν υπέγραψα το συμβόλαιό μου».
Το κινητό και ο αρουραίος
Όταν έφυγε από το πατρικό του, ο μπαμπάς του τού αγόρασε ένα κινητό τηλέφωνο. Πάντα το έκρυβε κάτω από το μαξιλάρι του όταν έφευγε για προπόνηση και κάθε βράδυ το κοιτούσε για να δει ποιος τον κάλεσε. Μια μέρα, όμως, έβαλε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι και αντί να πιάσει το τηλέφωνο, ένιωσε κάτι… γούνινο. Το σήκωσε απότομα και είδε ότι ακουμπούσε την ουρά ενός αρουραίου. Άρχισε να ουρλιάζει, κατέβηκε από την επάνω κουκέτα του τόσο γρήγορα που χτύπησε το κεφάλι του και άρχισε να χοροπηδά πάνω σε καρέκλες και κρεβάτια για να αποφύγει το ζώο. Κάποιοι από τους συγκατοίκους του άρχισαν να κυνηγούν τον αρουραίο με παπούτσια και εν τέλει, κατάφεραν να τον βάλουν σε μια ντουλάπα και να τον πιάσουν. Η εικόνα του μικρού ζώου ήταν τόσο αποκρουστική που έκανε μέρες να κοιμηθεί ήσυχα στο κρεβάτι του.
Η άφιξη του Φερνάντο Ντινίζ στην Αουντάξ
Η ζωή του άλλαξε μέσα σε μια νύχτα χάρη στην απόφαση της διοίκησης να εμπιστευτεί την τεχνική ηγεσία στον Φερνάντο Ντινίζ. Ο έμπειρος τεχνικός είχε παρακολουθεί τον Μπρούνο και παρά το γεγονός ότι δεν είχε κάνει ακόμη συζητήσεις για συμβόλαιο με τον σύλλογο, τον πλησίασε και του αναπτέρωσε το ηθικό. Δεν ήταν αρκετό, όμως, καθώς ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει. Επιβεβαιώθηκε ένα χρόνο μετά καθώς δεν μέτρησε ούτε λεπτό με την πρώτη ομάδα. Αγωνιζόταν στην ομάδα Νέων μέχρι τα 19 του και σκεφτόταν πως θα μπορούσε να γίνει ο καλύτερος ταξιτζής. Όμως, μια μέρα κλήθηκε να συμμετάσχει στο πρωτάθλημα Παουλίστα.
Αυτή ήταν η αρχή μιας διαδρομής που μοιάζει με την πορεία που κάνει το τρενάκι σε ένα λούνα παρκ. Σε τέσσερα χρόνια αγωνιζόταν δανεικός στην Ατλέτικο Παραναένσε και κέρδισε το Σουνταμερικάνα. Μετακόμισε στη Λυών και έπαιξε στον ημιτελικό του Champions League και οι ικανοποιητικές του εμφανίσεις του άνοιξαν την πόρτα της Premier League. Το να αγωνισθεί στο αγγλικό πρωτάθλημα ήταν το απόλυτο όνειρο της ζωής του.
Το τυχερό 39 που δεν αλλάζει
Ο Γκιμαράες έχει την εμμονή να επιλέγει πάντα τη φανέλα με το «39». Είναι ο τυχερός του αριθμός και του υπενθυμίζει ότι χάρη στο ταξί που είχε το νούμερο αυτό μπορούσε να έχει σπίτι, φαγητό, έπιπλα, ποδοσφαιρικά παπούτσια. Όταν δόθηκε δανεικός στην Ατλέτικο Παραναένσε συνέβη κάτι περίεργο, το οποίο τον έκανε να πιστέψει ότι αυτός ο αριθμός είναι μαγικός και θα του άνοιγε κάθε πόρτα. Σκεφτόταν να πάρει το 97 γιατί ήταν γεννημένος το 1997.
Έφτασε στις εγκαταστάσεις, πέρασε τα ιατρικά με επιτυχία και κατευθύνθηκε στα γραφεία για να πάρει την ενδυμασία του. Άνοιξε το κουτί με τα ρούχα του, ξεδίπλωσε τη φανέλα που είχε μέσα, τη γύρισε ανάποδα και είδα το 39. Άρχισε να ρωτά αν υπήρχε συμφωνία με τον ατζέντη του ή ο πατέρας του είχε πάρει τηλέφωνο και είχε ζητήσει να του δοθεί αυτός. Οι απαντήσεις που έπαιρνε ήταν αρνητικές και θεώρησε ότι αυτό ήταν σημάδι της μοίρας που θα τον βοηθούσε να λάμψει.