Οι «αετοί» κατάφεραν για μια ακόμη φορά να βάλουν ένα αρκετά μεγάλο ποσό στα ταμεία τους από πώληση ποδοσφαιριστή τον οποίο είχαν μόλις έξι μήνες στο ρόστερ τους. Από την περίπτωση του Έντσο Φερνάντες και την μετακίνηση του στην Τσέλσι, η Μπενφίκα βρήκε άλλη μια γενναία πηγή... εσόδων αφού κατάφερε να πάρει 120 εκατομμύρια ευρώ την τελευταία μέρα της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου.
Ο Πορτογαλικός σύλλογος ουσιαστικά κράτησε περίπου 80-90 εκατομμύρια στα ταμεία του αφού το υπόλοιπο ποσό πήγε στην Ρίβερ Πλέιτ ως ποσοστό μεταπώλησης. Μικρή σημασία έχει ωστόσο αυτό αφού οι «αετοί» έχουν δείξει πως έχουν... μάστερ στον τομέα της πώλησης εδώ και πολλά χρόνια κάτι που επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά. O νεαρός Αργεντίνος χαφ αγωνίστηκε μόλις 6 μήνες στην Λισαβόνα αφού το καλοκαίρι αποκτήθηκε από την Ρίβερ Πλέιτ έναντι 45 εκατομμυρίων ευρώ και τον Ιανουάριο πωλήθηκε τρεις φορές πάνω από την τιμή αγοράς.
Σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε και η... τύχη για τους Πορτογάλους, αφού ο 22χρονος αναδείχθηκε καλύτερος νέος παίκτης του Μουντιάλ και έπαιξε κομβικό ρόλο στην κατάκτηση του από την Αργεντινή, κάτι που εκτόξευσε άμεσα τις μετοχές του. Ωστόσο αποτελεί τύχη κάτι που συμβαίνει με συνέπεια από το 2000 και έπειτα; Δύσκολο να το πιστέψει κανείς.
Παρακάτω θα γίνει μια καταγραφή των πέντε ακριβότερων πωλήσεων, αλλά και όχι μόνο, των «αετών», με έσοδα που αν προστεθούν προκαλούν «ίλιγγο» και δείχνουν πως έχει μάθει η Μπενφίκα να δουλεύει με τρόπο που την καθιστά την πιο επιτυχημένη ομάδα στην Ευρώπη, στο κομμάτι των πωλήσεων.
Στο νούμερο πέντε βρίσκεται ένας από τους τρεις κορυφαίους τερματοφύλακες στον πλανήτη με τον Βραζιλιάνο να είναι προϊόν των ακαδημιών των «αετών», ωστόσο η καθιέρωση του στην πρώτη ομάδα δεν ήταν εύκολη. Από την Μπενφίκα U19 έμεινε ελεύθερος, και λίγο μετά βρέθηκε στην Ρίο Άβε.
Στα 19 του κατάφερε να γίνει βασικός εκεί, και με ανέπαφη εστία στο 1/3 των συμμετοχών έδειξε πως μπορεί να σταθεί και ψηλότερα. Έτσι οι «αετοί» διόρθωσαν το... λάθος τους και δεν το μετάνιωσαν ποτέ αφού κατάφεραν να τον πάρουν πίσω μόλις με μισό εκατομμύριο. Υπεύθυνος αυτής της επιστροφής ο τωρινός τεχνικός διευθυντής του ΠΑΟΚ, Ζοσέ Μπότο.
Δύο χρόνια ήταν αρκετά για να «λάμψει» ακόμα περισσότερο, αφού κατάφερε να γίνει ο κορυφαίος κίπερ παγκοσμίως, όσο αφορά τον χειρισμό της μπάλας με τα πόδια. Αυτό κίνησε το ενδιαφέρον του Πεπ Γκουαρδιόλα και την Σίτυ που χρειάστηκε να δαπανήσει ένα ποσό γύρω στα 40 εκατομμύρια ευρώ. Τα υπόλοιπα ως και σήμερα είναι ιστορία...
Ένα ακόμη «παιδί» των ακαδημιών της Μπενφίκα ο Πορτογάλος κεντρικός αμυντικός ξεκίνησε με την ενηλικίωση του να αγωνίζεται πρώτα με τα μικρά τμήματα των «αετών» και την Μπενφίκα Β’ και περίπου στα 20 του χρόνια κατάφερε να κερδίσει θέση βασικού στην πρώτη ομάδα.
Κάθε χρονιά ο Ντίαζ ανέβαζε και παραπάνω την απόδοση του και αυτό του έδωσε μετά το 2018 που πήρε θέση και στην ομάδα του, βασικό ρόλο και στην Εθνική Πορτογαλίας. Διάφορα κλαμπ ενδιαφέρθηκαν για τον κεντρικό αμυντικό των «αετών» αλλά η Σίτυ ήταν αυτή που κέρδισε την υπογραφή του δίνοντας ένα ποσό λίγο πιο πάνω από τα 70 εκατομμύρια ευρώ.
Μάλιστα η είσοδος του στην Αγγλία ήταν εκκωφαντική αφού κέρδισε το βραβείο του καλύτερου αμυντικού στην Premier Legue την πρώτη του σεζόν στους «Πολίτες» και έκτοτε ο Πεπ Γκουαρδιόλα του έχει αλλάξει αρκετούς παρτενέρ δίπλα του, ωστόσο αυτός παραμένει «βράχος» της άμυνας των Άγγλων.
Η πρώτη περίπτωση μέσα στην πεντάδα που πρόκειται για παίκτη εκτός ακαδημιών της Μπενφίκα. Ο Ουρουγουανός «μεγάλωσε» ποδοσφαιρικά αλλού, στην Ουρουγουάη πιο συγκεκριμένα, ωστόσο γρήγορα βρέθηκε στους... γείτονες και πιο συγκεκριμένα στην Ισπανική Αλμερία. Όχι όμως στην Πριμέρα αλλά στην Σεγούντα Ντιβιζιόν. Παρ’ όλα αυτά η εκπληκτική του σεζόν εκεί «ενεργοποίησε» τα ραντάρ των «αετών».
Σε 32 συμμετοχές είχε 16 γκολ και ανάγκασε τους Πορτογάλους να βγάλουν από τα ταμεία τους 34 εκατομμύρια ευρώ και να τον κάνουν δικό τους. Δύο σεζόν ήταν αρκετές για να «ψηθεί» και να δείξει πως μπορεί να τα καταφέρει και σε πολύ υψηλότερο επίπεδο. Ο Ουρουγουανός μέτρησε 48 γκολ και 16 ασίστ σε 85 συμμετοχές και αμέσως αρκετές όμαδες της Premier League ενδιαφέρθηκαν.
Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Λίβερπουλ οι δύο διεκδικήτριες ομάδες της υπογραφής του 23χρονου ωστόσο η οι «ρεντς» τον έκανα δικό τους το περασμένο καλοκαίρι. Η πρώτη του χρονιά στο Μέρσεισαιντ δεν λογίζεται ως καταστροφική σε καμία περίπτωση ωστόσο φαίνεται πως έχει χαθεί στην γενική μετριότητα της ομάδας του Γιούργκεν Κλοπ.
Για τον Αργεντίνο μέσο γράφτηκαν αρκετά και στην εισαγωγή. Ακολούθησε λίγο πολύ την πορεία του Ντάργουιν Νούνιεζ, αφού βρέθηκε από την Λατινική Αμερική στην Ευρώπη, ωστόσο αυτός ήρθε κατευθείαν στην Μπενφίκα. Το προηγούμενο καλοκαίρι από την Ρίβερ Πλέιτ έναντι 45 εκατομμυρίων ευρώ.
Εκτοξεύτηκε τριπλασιάζοντας την αξία του μέσα σε ένα εξάμηνο. Από τα 15 τον Μάιο του 2022 έφτασε τα 55 εκατομμύρια τον Δεκέμβριο αμέσως μετά το φινάλε του Μουντιάλ. Λογικό αφού ήταν από τους παίκτες αποκαλύψεις κατά την διάρκεια του τουρνουά, αν και στην Μπενφίκα είχε καταφέρει να δώσει δείγματα του ταλέντου του. Ωστόσο το βραβείο του καλύτερου νέου παίκτη του Παγκοσμίου Κυπέλλου ήταν αυτό που τον αποκάλυψε σε όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο.
Έτσι οι Λονδρέζοι που ξόδεψαν ασύστολα τον φετινό χειμώνα με τον νέο τους ιδιοκτήτη έκλεισαν την μεταγραφική περίοδο δίνοντας ένα τεράστιο ποσό, στους Πορτογάλους για τον 22χρονο Αργεντίνο το οποίο αποτελεί ρεκόρ μεταγραφής, όσο αφορά την θέση του, την εθνικότητα του αλλά και το πρωτάθλημα. Μένει να φανεί κατά πόσο θα καταφέρει να κάνει την διαφορά στα χαφ των «μπλε».
Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται ένας ποδοσφαιριστής που ως τώρα δεν έχει σε καμία περίπτωση δικαιώσει το ποσό που είχε πίσω στο 2019 δαπανηθεί γι’ αυτόν. Ένα ακόμα παιδί των ακαδημιών των «αετών» που μοσχοπουλήθηκε και δικαίωσε την δουλειά που συμβαίνει σε όλα τα τμήματα της Μπενφίκα.
Από το 16/17 που μπήκε στην δεύτερη ομάδα χρειάστηκε δύο χρονιές για να ανέβει στην πρώτη. Στα 19 του όχι μόνο ανέβηκε, πήρε θέση βασικού και «μάγεψε». Με 43 συμμετοχές 20 γκολ και 11 ασίστ, νούμερα τρομερά αν συνυπολογίσει κανείς την ηλικία του και την θέση του(δεύτερος επιθετικός). Έτσι άρχισε να μαζεύεται πολύ γρήγορα ενδιαφέρον γύρω από το όνομα του.
Η Ατλέτικο Μαδρίτης έψαχνε αντικαταστάτη του Αντουάν Γκριεζμάν και τον βρήκε στο πρόσωπο του μεγαλύτερου εκείνη την εποχή ταλέντου του Πορτογαλικού ποδοσφαίρου. Έτσι ο Φέλιξ έγινε η ακριβότερη πώληση στην ιστορία της Μπενφίκα αλλά και η ακριβότερη αγορά στην ιστορία των Μαδριλένων, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να δικαιώσει τις προσδοκίες που υπήρχαν στον βαθμό που αναμενόταν. Πλέον βρίσκεται εκτός της Ατλέτικο, στην Τσέλσι ως δανεικός, και με κάκιστες σχέσεις με τον άνθρωπο που... κίνησε γη και ουρανό για τον αγοράσει, τον Ντιέγκο Σιμεόνε.
Συνολικά για να αγοράσει η Μπενφίκα τους πέντε αυτούς ποδοσφαιριστές, έδωσε 79.5 εκατομμύρια ευρώ και πήρε 439.8 εκατομμύρια, δηλαδή κέρδισε περίπου πέντε φορές παραπάνω από όσα δαπάνησε. Μόνο την τελευταία εξαετία από αυτές τις πέντε πωλήσεις οι «αετοί» έχουν βάλει στα ταμεία τους 360.3 εκατομμύρια ευρώ ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτοί που έχουν φέρει έσοδα στους Πορτογάλους.
Είναι και ο Ρενάτο Σάντσεζ που το 2016 πωλήθηκε στην Μπάγερν με 35 εκατ. ευρώ προερχόμενος από τις ακαδημίες, o Λίντελοφ που αγοράστηκε με 3 εκατομμύρια και πωλήθηκε με 35 στην Γιουνάιτεντ το 2017. Ακόμα ο Νέλσον Σεμέδο που αγοράστηκε από την Μπαρτσελόνα με 35.7 εκατομμύρια ευρώ και αυτός προερχόμενος από τις ακαδημίες αλλά και οι Ραούλ Χιμένεζ και Άξελ Βίτσελ που πήραν μεταγραφή για 38 και 40 εκατομμύρια, ενώ ξοδεύτηκαν γι' αυτούς 22 και 9 εκατομμύρια αντίστοιχα.
Έτσι στο σύνολο η Μπενφίκα από την κορυφαία δεκάδα πωλήσεων στην ιστορία της, έχει βγάλει περίπου μισό δις ευρώ, πιο συγκεκριμένα έχοντας ξοδέψει 113.5 εκατομμύρια έχει πάρει 623.8, και το πιο εντυπωσιακό είναι πως πρόκειται μόνο για πωλήσεις που έχουν γίνει την τελευταία δεκαετία, από το 2012 και μετά.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν πως λειτουργεί ο οργανισμός των Πορτογάλων, με ένα τρομερό πλάνο από τις ακαδημίες, ως και την πρώτη ομάδα, αλλά και ένα εξαιρετικό δίκτυο σκάουτινγκ κάτι που αποφέρει τεράστια κέρδη στον σύλλογο που συνολικά ξεπερνούν το 1 δισεκατομμύριο ευρώ από το 2010 και μετά αν υπολογιστεί το σύνολο των πωλήσεων.