Ο επιθετικός λόγος του προέδρου Μπάιντεν, που υπερβαίνει κάθε διπλωματική φόρμα, το γεγονός ότι επιστράτευσε ακραίους προσωπικούς χαρακτηρισμούς, σε συνδυασμό με απειλές, αναβιώνουν το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, αλλά κατά τρόπο σχεδόν άναρχο. Αυτό πρακτικά σημαίνει λιγότερο ελεγχόμενο και ως εκ τούτου δυνητικά πιο επικίνδυνο.
Πολύ πριν την εκλογή του στο ύψιστο αξίωμα των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν δεν είχε κρύψει την πρόθεσή του να ακολουθήσει μία αντίθετη με τον προκάτοχό του πολιτική απέναντι στη Μόσχα. Είχε φροντίσει, μάλιστα, να στείλει το μήνυμα για την αλλαγή γραμμής και κατά τη διάρκεια της πρώτης ομιλίας του για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Σ’ εκείνη την ομιλία του είχε δεσμευτεί να αντιταχθεί σθεναρά στον «απολυταρχισμό» της Ρωσίας.
Κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν λίγες οι δύσκολες στιγμές μεταξύ Λευκού Οίκου και Κρεμλίνου. Ακόμα κι αυτές, όμως, μοιάζουν σχεδόν ειδυλλιακές μπροστά σ’ αυτό που αρχίζει να ξεδιπλώνει η κυβέρνηση των Δημοκρατικών. Όταν διεφάνη ότι ο Τζο Μπάιντεν θα κέρδιζε την προεδρία, ο Βλάντιμιρ Πούτιν επιχείρησε να ρίξει γέφυρες προς τον μελλοντικό συνομιλητή του.
Παρά το γεγονός ότι ο πρώην αντιπρόεδρος και σημερινός πρόεδρος ήταν από εκείνους που είχε κατηγορήσει σκληρά τη Μόσχα για παρέμβαση στις εκλογές του 2016, ο Ρώσος πρόεδρος τον είχε χαρακτηρίσει «έμπειρο πολιτικό». Είχε εκφράσει, μάλιστα, την ελπίδα του ο νέος πρόεδρος να συμπεριλάβει στο επιτελείο του πρόσωπα που θα συμβάλουν στην ομαλοποίηση των αμερικανορωσικών σχέσεων.
Για ένα έμπειρο πολιτικό μάτι, όμως, ήταν εμφανές ότι οι δύο ηγέτες είχαν ήδη τεθεί σε τροχιά σύγκρουσης. Αυτή σηματοδοτήθηκε από μία 15σελιδη έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με το αν και ποιοί είχαν αναμιχθεί στις αμερικανικές εκλογές. Σύμφωνα με την αναφορά, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών εντόπισαν απόπειρες επιρροής των Αμερικανών ψηφοφόρων, συμπεριλαμβανομένης μιας «πολυσχιδούς μυστικής εκστρατείας επιρροής» και από το Ιράν που είχε σκοπό να μειώσει την υποστήριξη προς τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η έκθεση παραθέτει στοιχεία, βάσει των οποίων η Ρωσία παρενέβη εκτενώς στις αμερικανικές εκλογές, στοχεύοντας στη «δυσφήμιση» της υποψηφιότητας Μπάιντεν και στην υποστήριξη της υποψηφιότητας Τραμπ.
Με βάση αυτή την έκθεση, ο Τζο Μπάιντεν διέβη τον Ρουβίκωνα. Σε μία τηλεοπτική συνέντευξή του στον Τζορτζ Στεφανόπουλο (δίκτυο ABC), ο Αμερικανός πρόεδρος υιοθέτησε μία ασυνήθιστα σκληρή γλώσσα κατά της Ρωσίας. Όταν ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν πιστεύει ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι δολοφόνος, εκείνος απάντησε: «Ναι, το πιστεύω». Και δεν σταμάτησε εκεί:
«Τον γνωρίζω αρκετά καλά. Το πιο σημαντικό στη διαπραγμάτευση με ξένους ηγέτες, με βάση την εμπειρία μου, είναι να γνωρίζεις καλά τι είναι ο άλλος απέναντί σου» . Και στο σημείο αυτό πρόσθεσε ότι πιστεύει πως ο Ρώσος πρόεδρος «είναι τόσο ψυχρός σαν να μην έχει καν ψυχή».
Ο Τζο Μπάιντεν δεν περιορίστηκε στους χαρακτηρισμούς. «Θα πληρώσει το τίμημα και θα είναι βαρύ. Θα το δείτε σύντομα» απείλησε. Την ίδια απειλή επανέλαβε η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι, η οποία δήλωσε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση στις σχέσεις με τη Ρωσία από την κυβέρνηση Τραμπ. Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ θα ασκήσουν πίεση, μέσω της επιβολής κυρώσεων.
Το προσεχές διάστημα ενδέχεται η Ουάσιγκτον να πλήξει ρωσικά στρατηγικά συμφέροντα. Μόνο τυχαία δεν είναι η αποχώρηση ευρωπαϊκών εταιρειών από την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2. Θεωρείται πολύ πιθανό ότι οι ΗΠΑ θα συσφίξουν τις σχέσεις τους με κράτη στην περίμετρο της Ρωσίας, με σκοπό να την περικυκλώσουν. Έτσι, αναμένεται, εκτός από τις βαλτικές χώρες, η αμερικανική παρουσία να ενισχυθεί στην Ουκρανία, στη Μολδαβία και εάν καταστεί δυνατόν και στη Λευκορωσία.
Ο πρόεδρος Μπάϊντεν φέρεται αποφασισμένος να διαμορφώσει ένα αντιρωσικό μπλοκ στην ανατολική Ευρώπη. Επίσης, μοιάζει αποφασισμένος να εμπλέξει τις ΗΠΑ και στη Συρία και ίσως και στη Λιβύη. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μάλιστα, να δούμε πώς θα χειριστεί την Τουρκία. Προφανώς επιδιώκει να την απομακρύνει από τη Ρωσία και να την επαναφέρει σε δυτική τροχιά, αλλά μέχρι στιγμής τουλάχιστον ο Ταγίπ Ερντογάν δεν ανταποκρίνεται.
Αυτό σημαίνει ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση ή θα υιοθετήσει μία τακτική υπομονής με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα αλλάξουν όταν ο σημερινός Τούρκος πρόεδρος θα φύγει από το προσκήνιο, ή θα κλιμακώσει τις πιέσεις προς την Άγκυρα σε μία προσπάθειά πειθαναγκασμού της. Εάν κρίνουμε, όμως, από τον τρόπο που αντιδρά μέχρι τώρα το καθεστώς Ερντογάν, δεν πρόκειται να υποκύψει σε πιέσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να εισέλθουν σε τροχιά ρήξης ή να υποχωρήσουν ταπεινωμένες. Προς το παρόν το τοπίο είναι θολό σ’ αυτό το ζήτημα, αλλά σύντομα αναμένεται να αλλάξει.
Επιστρέφοντας, όμως, στη αμερικανορωσική διελκυστίνδα, ας σημειωθεί ότι μετά τη συνέντευξη Μπάιντεν, η Μόσχα ανακάλεσε τον πρέσβη της Ανατόλι Αντόνοφ στην Ουάσιγκτον για διαβουλεύσεις, προκειμένου να στείλει μήνυμα δυσαρέσκειας στον Λευκό Οίκο. Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, μάλιστα, ανέφερε ότι η απόφαση ελήφθη για να αποφευχθεί μια μη αναστρέψιμη φθορά στις σχέσεις της Ρωσίας με τις ΗΠΑ. Επισήμανε, ακόμα ότι η Μόσχα επιθυμεί να βρει πιθανούς τρόπους να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον, η οποία φέρει την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία περιήλθαν αυτές.
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook