Αγαπητή Metrosport,
Eίδα οκτώ επεισόδια από τον «Τελευταίο χορό», τη σειρά που αναφέρεται στον θρυλικό Μάικλ Τζόρνταν και πέρα από την αίσθηση ότι τα χρόνια περνούν σαν… δευτερόλεπτα, προσπάθησα να βγάλω ορισμένα συμπεράσματα κυρίως για την προσωπικότητα του κορυφαίου μπασκετμπολίστα όλων των εποχών. Εκείνο που με ενδιέφερε βασικά ήταν να καταλάβω ποια ακριβώς προσόντα βοήθησαν αυτόν τον τύπο να φτάσει στην κορυφή, έχοντας να συναγωνιστεί εξίσου σπουδαίους αθλητές.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι το βασικό όπλο του δεν ήταν ο σίγουρα αμφιλεγόμενος χαρακτήρας του, αλλά αυτό καθ’ εαυτό το ταλέντο του. Ο Τζόρνταν ήταν ανέκαθεν «μπερδεμένος», αλλά είχε γεννηθεί για να παίξει μπάσκετ κι ας άργησε να το καταλάβει, μια που όνειρό του ήταν να παίξει μπέιζ μπολ. «Μπερδεμένος» ήταν και ο Μαραντόνα, αλλά κι αυτός είχε γεννηθεί για να παίξει ποδόσφαιρο. Από εκεί και πέρα , βέβαια, το ζητούμενο είναι πώς κατάφερε να αναδείξει, να αξιοποιήσει και, τελικά, να δικαιώσει απόλυτα αυτό το έμφυτο ταλέντο.
Το πρώτο που «εισπράττεις» είναι ότι δεν δεχόταν ποτέ να χάσει. Αρχιζε το ματς και η ήττα δεν ήταν μέσα στο δικό του πρόγραμμα, ως πιθανό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό είναι και αμέτρητα τα παιχνίδια που κερδήθηκαν από τους Μπουλς χάρη κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σ’ αυτόν. Μετά, έβρισκε πάντα έναν τρόπο να… θυμώνει. Είτε με έναν αντίπαλό του, είτε με την αντίπαλη ομάδα. Όταν ένιωθε ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερο κίνητρο ενόψει ενός αγώνα, το δημιουργούσε ο ίδιος.
Μοιραία και αναπόφευκτα, δεν άργησε να γίνει αρχηγός της ομάδας και ως αρχηγός ήταν, από μία άποψη, εκνευριστικός έως και απαράδεκτος. Πρόσβαλλε τους συμπαίκτες του, τους έβριζε, τους ειρωνευόταν, τους «προγκάριζε». Τους έκανε τη ζωή δύσκολη στις προπονήσεις. Αλλά, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, το έκανε επίτηδες για να τους αφυπνίσει και να τους ζορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο, για να είναι έτοιμοι να αντιδράσουν κατάλληλα σε οποιαδήποτε πρόκληση στη διάρκεια του αγώνα. Αλλωστε, υπήρχαν δίπλα του πολύ μεγάλοι παίκτες, αλλά κι αυτοί «μπερδεμένοι», όπως, για παράδειγμα, ο Πίπεν και ο Ρόντμαν. Ο Τζόρνταν δεν περίμενε ούτε από τον κόουτς, ούτε από κανέναν άλλο στην ομάδα να βρει τα κουμπιά τους. Δεν τον ενδιέφερε καν ποια είναι τα κουμπιά τους. Ο Τζόρνταν πατούσε τα δικά του κουμπιά και απαιτούσε όλοι να συγχρονιστούν μαζί του για να του μοιάσουν και να τον ξεπεράσουν σε αυτοπεποίθηση, σε πάθος, σε μαχητικότητα. Ηξερε μέσα του ότι κανείς από τους υπόλοιπους δεν θα έφτανε ποτέ στο 10, όπου βρισκόταν ο ίδιος, αλλά, αν τους έβλεπε να έχουν βουλιάξει στο 6 και το 7, γινόταν κακός για να τους ανεβάσει στο 8 και το 9 και σχεδόν πάντα το κατάφερνε.
Με το πούρο συχνά-πυκνά στο στόμα, με εθισμό στον τζόγο, τον οποίο ομολογούσε δημόσια, αλλά και με πολλές κυκλοθυμικές αντιδράσεις, μία από τις οποίες τον οδήγησε στο να αποχωρήσει από το μπάσκετ για να προσπαθήσει να γίνει επαγγελματίας στο μπέιζ μπολ, πίστευε κανείς ότι όσο ταλέντο κι αν διέθετε, ο Τζόρνταν δεν θα μπορούσε να φτάσει εκεί που έφτασε. Τα κατάφερε, όμως, γιατί συνόδευσε το αστείρευτο ταλέντο του με τις ιδιομορφίες του χαρακτήρα του, αντλώντας απ’ αυτές κάθε τι θετικό. Δεν θα αποφάσιζες εύκολα να κάνεις παρέα μαζί του, αλλά και ποιος δεν θα τον ήθελε συμπαίκτη; Ποιος δεν θα ήθελε στην ομάδα του έναν παίκτη, που, όταν πείσμωνε, μπορούσε να πετυχαίνει 50 και 60 πόντους; Ποιος δεν θα ήθελε έναν γεννημένο νικητή, με πλήρη άγνοια κινδύνου, που χωρίς να το συζητάει με κανέναν έπαιρνε πάνω του όλο το ματς στο τελευταίο σουτ;
Οι κινήσεις του ήταν μαγικές, η ταχύτητα και η ευελιξία του εκπληκτικές, το ύφος του… δολοφονικό και όταν… έβγαινε έξω η γλώσσα του ήξερες ότι είναι έτοιμος να «ζωγραφίσει». Στεκόταν στον αέρα, σούταρε από κάθε απόσταση και με κάθε τρόπο, έβαζε καλάθια έξω από κάθε φαντασία, έκοβε, έκλεβε, μοίραζε ασίστ, έπαιρνε ριμπάουντ, τα έκανε όλα. Και ήταν πάντα θυμωμένος. Γελούσε μόνο όταν το ματς τελείωνε με νίκη και οπλιζόταν με κουράγιο για να αντιμετωπίσει αυτό που ήταν πιο κουραστικό από τον αγώνα. Τη λατρεία των θαυμαστών του που τον πολιορκούσαν για φωτογραφίες και αυτόγραφα και τη… μανία των δημοσιογράφων, τους οποίους λίγο γούσταρε αλλά πολύ τους ανεχόταν γιατί θεωρούσε αυτή την ανοχή μέρος της δουλειάς του.
ΥΓ. Ναι, δεν θα μείνει στην ιστορία ο Τζόρνταν ως πρότυπο χαρακτήρα, αλλά ένας Θεός ξέρει ποιος και πότε θα τον ξεπεράσει, όπως ξεπέρασε αυτός τον Λάρι Μπερντ και τον Μάτζικ Τζόνσον.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία,
Στέλιος Α. Γρηγοριάδης