Το
όνομά του θα μπορούσε να είναι μέσα στις
5 δημοφιλέστερες απαντήσεις στην εξής
ερώτηση: «Πείτε μας Βραζιλιάνους
ποδοσφαιριστές οι οποίοι άφησαν εποχή
στο ελληνικό ποδόσφαιρο».
Οι...
100 άνθρωποι -σίγουρα- θα ανέφεραν τον
Λουτσιάνο Ντε Σόουζα, μία από τις πρώτες
φιγούρες Βραζιλιάνων ποδοσφαιριστών,
που ήρθαν στη χώρα μας, έπαιξαν μπάλα,
καθιερώθηκαν και έμειναν στις μνήμες,
αλλά και στα βίντεο του διαδικτύου,
γιατί... κρίμα τόσα κατορθώματα να πάνε
στράφι.
Ο
Λουτσιάνο βρέθηκε για λίγες ώρες στη
Θεσσαλονίκη, την οποία επισκέπτεται
συχνά, γιατί έχει φίλους, όπως ο πρώην
συμπαίκτης του, Βεριντιάνο Μαρσέλο και
ο αντιδήμαρχος Πανοράματος, Αστέριος
Κισκίνης. Αυτή τη φορά, αφορμή του
ταξιδιού του ήταν η συμμετοχή στο
τουρνουά, που διοργάνωσε το Κέντρο
Αυτισμού «Αχτίδα». Για 50 λεπτά ο
Βραζιλιανο... Έλληνας τεχνικός μίλησε
στο Metrosport.gr για
όσα ήθελε και για όσα έπρεπε.
Για
περισσότερα... scroll down. Το
«ώπα Λουτσιάνο» και η φιλία με τον
Λουτσέσκου
Στα
52 του πλέον, στο μυαλό του Λουτσιάνο
αναβιώνει το πάθος της ευκαιρίας και
της προσφοράς στο άθλημα που τον γέννησε
στη Βραζιλία και τον μεγάλωσε στην
Ελλάδα. Όπως περίμενε την ευκαιρία, για
να κάνει μεταγραφές ως ποδοσφαιριστής,
έτσι σήμερα περιμένει να βρει την άκρη
του στην... άκρη ενός πάγκου, έχοντας
δίπλωμα UEFA PRO. Απλώς, ο
ίδιος δεν παρακαλά, δεν κάνει δημόσιες
σχέσεις και ίσως αυτός είναι ο λόγος
που οι μέχρι σήμερα δουλειές του είναι
συγκεκριμένες και μετρημένες.
Μετά
τα... αγροτικά του σε Ξάνθη, Παναιτωλικό
(σε ό,τι αφορά την Α' εθνική), πώς είναι
η τωρινή φάση του Λουτσιάνο; Τι θέλει
και τι περιμένει ο ίδιος;
«Είμαι
διατεθειμένος να εργαστώ. Έχω όρεξη και
γνώσεις, τις οποίες βελτιώνω καθημερινά.
Δέχτηκα κάποιες προτάσεις από το
εξωτερικό, αλλά δεν ήταν τέτοιες που με
έκαναν να πιστέψω ότι θα παράγω έργο.
Το οικονομικό μπαίνει τελευταίο στη
συζήτηση. Η οργάνωση και κάποιες συγκυρίες
μου χάλασαν πολλές από τις συζητήσεις
που έκανα. Έκανα τα αγροτικά μου σε
Ξάνθη, δίπλα στον Ραζβάν Λουτσέσκου,
πήγα στον Παναιτωλικό, όπου έμεινα 3,5 χρόνια και ήμουν πρώτος προπονητής για
δύο παιχνίδια. Επίσης, πέρασα και από
χαμηλότερες κατηγορίες, για να δω τις
συνθήκες και πώς ζουν οι ποδοσφαιριστές
από προπονητικής και αγωνιστικής άποψης.
Δεν είπα το... ώπα Λουτσιάνο, εκεί θα
βρεις τον τρόπο να συνεχίσεις».
Ο
Λουτσιάνο Ντε Σόουζα γνώρισε από πρώτο
χέρι τον Ραζβάν Λουτσέσκου, όταν ο
Ρουμάνος προπονητής ήρθε για πρώτη
χρονιά στην Ελλάδα. Ποια η σημερινή
σχέση των δύο και ποια η προοπτική για
δεύτερη συνεργασία;
«Με
τον Ραζβάν συνεργάστηκα σε επίπεδο Α'
εθνικής, όταν μου είχε κάνει την πρόταση
ο Χρήστος Πανόπουλος. Η συνεργασία μας
ήταν εξαιρετική, έμαθα πολλά από εκείνον
και η σχέση μας σήμερα είναι φιλική,
οικογενειακή και είναι κάτι που κρατώ.
Τον βλέπω και τον καμαρώνω, γιατί πέτυχε
πολλά από τότε. Όταν έφυγε από την Ξάνθη,
του είπα... «Μίστερ
είμαι στη διάθεσή σου για το μέλλον.
Μετά πήγε στον ΠΑΟΚ, στη Σαουδική Αραβία,
ξανά στον ΠΑΟΚ, δεν μιλήσαμε ποτέ για
συνεργασία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν
είναι λόγος να είμαστε σε απόσταση.
Γνώρισε άλλους ανθρώπους, έκανε άλλες
συνεργασίες, όπως είναι η ζωή των
προπονητών. Το θέμα είναι τι κρατάς, τι
έμαθες και πώς είναι οι σχέσεις».
«Στην
Ελλάδα πρέπει να τηλεφωνείς στους προέδρους»
Ο
Λουτσιάνο απέκτησε παραστάσεις σε
κορυφαίο επίπεδο, όντας ποδοσφαιριστής
και έχοντας συνεργασίες με
προπονητές-προσωπικότητες. Αρκούν όμως
αυτά τα στοιχεία, για να γίνεις προπονητής
στην Ελλάδα και να σταθείς... τίμια; Πιο
«στεγνή» απάντηση, δύσκολα να βρεις...
«Θα
στο πω ωμά και ξεκάθαρα. Εάν θες να γίνεις
προπονητής στην Ελλάδα, πρέπει να έχεις
σχέση με παράγοντες, να σηκώσεις το
τηλέφωνο και να πεις ''πρόεδρε, είμαι
εδώ για σένα, κάποτε σε βοήθησα...». Δεν
μπορώ να το κάνω. Ξέρω τι μπορώ να προσφέρω
και να μεταδώσω σε νεότερους επαγγελματίες
ποδοσφαιριστές. Να πάρω όμως και να
παρακαλέσω, δεν είναι του χαρακτήρα
μου, δεν το έκανα και ως ποδοσφαιριστής
και δεν θα το κάνω και ως προπονητής».
Όπως
προαναφέραμε, ο Λουτσιάνο έγινε 52 ετών
και εύκολα κάποιος θα αναρωτιόταν...
Μήπως, τελικά, καθυστέρησε το «ξεπέταγμα»
στην προπονητική; Μήπως κάτι πήγε στραβά;
Πώς το βλέπει ο ίδιος;
«Τη
στιγμή που μιλάμε, η διάθεσή μου είναι
στο 100%. Προφανώς, όσο βλέπεις τον εαυτό
σου να μην εργάζεται και γύρω σου να
δουλεύουν οι ίδιοι και οι ίδιοι, χωρίς
να αφήνουν το ποδόσφαιρο να πάρει φόρα
και να γίνει καλύτερο, η διάθεση γίνεται
μεγαλύτερη. Θα στο ξαναπώ. Δεν υπάρχει
περίπτωση να παρακαλέσω για καμία
δουλειά. Ο καλύτερος προπονητής στην
Ελλάδα είναι εκείνος που κερδίζει κάθε
Κυριακή. Θα έρθει ο καλύτερος παράγοντας
στην Ελλάδα να πει πως δεν είναι έτσι.
Όχι, είναι έτσι. Κερδίζεις, είσαι
προπονητής. Δεν κερδίζεις, φεύγεις.
Πρέπει να έχεις μαζί σου μία βαλίτσα
στο πορτ-μπαγάζ. Γιατί εδώ μιλάμε για
περίεργες καταστάσεις. Έφυγα από ομάδες
που ο προπονητής ήταν αήττητος. Μου
λείπει ο αγωνιστικός χώρος, δεν
μπορώ να κάθομαι».
Πόσο
έτοιμος είναι ο Λουτσιάνο, παρόλα αυτά,
να μπει στο αμάξι και να φύγει κάπου
εκτός Ελλάδας, για να δει και να γευτεί
κάτι διαφορετικό;
«Η
πόρτα μου είναι ανοιχτή για οπουδήποτε.
Δεν κολλάω να πάω και στο Αφγανιστάν.
Θέλω όμως τις συνθήκες, για να διδάξω
ποδόσφαιρο. Ξέρω τις δυνατότητες μου
και τι μπορώ να προσφέρω προπονητικά.
Δεν είναι στο χέρι μου όμως να αποφασίσω
πού θα πάω. Στο μυαλό μου είναι ότι ο
προπονητής ζει για το αποτέλεσμα».
Πώς
θα αντιδρούσε όμως σε πιθανές παρεμβάσεις
κάποιου προέδρου στο έργο του; Θα έμενε
ή...
«Από
τη στιγμή που ο ένας πρόεδρος πληρώνει
για την ομάδα, άρα έχει τον πρώτο λόγο.
Εάν είναι εντάξει απέναντι σε όλους
τους ποδοσφαιριστές, όχι σε λίγους, σε
όλους... έχει το πάνω χέρι. Θα του εξηγήσω,
για παράδειγμα, γιατί ένας παίκτης δεν
παίζει στα πρώτα δυο-τρία ματς. Εάν
εκείνος, τώρα, με πείσει ότι έχω λάθος,
θα το δεχτώ. Εάν πάλι μου επιβάλει να
βάλω έναν ποδοσφαιριστή, για δικούς του
λόγους, θα του πω ''ευχαριστώ πολύ, γεια
σου''».
Με τον Μάνο Χατζάκη και φόντο τα Λαδάδικα
Η
κριτική στον Ολυμπιακό και οι... πόρτες
Ο
Λουτσιάνο, γενικά, είναι άνθρωπος που
λέει ό,τι σκέφτεται, αρέσει δεν αρέσει.
Είτε μιλάει σε κάποιον φίλο του, είτε
μιλάει δημόσια. Όπως έκανε, κατά καιρούς
για τον Ολυμπιακό. Εύλογη ερώτηση.
Έκλεισαν... πόρτες;
«Δεν
πιστεύω ότι έχουν κλείσει πόρτες από
την πλευρά του Ολυμπιακού, επειδή
εξέφραζα γνώμη για τον αν παίζει ή δεν
παίζει καλό ποδόσφαιρο. Ούτε στο
ποδόσφαιρο, ούτε στη ζωή κλείνουν πόρτες.
Σήμερα μπορεί μία πόρτα να κλείσει και
αύριο να ανοίξει. Οι κριτικές μου πάντα,
όχι στον Ολυμπιακό αλλά από όπου πέρασα,
είναι ρεαλιστικές και όχι επειδή δεν
γουστάρω τον όποιον τεχνικό. Προπονητικά
μιλάω και σχολιάζω ένα παιχνίδι. Αν τους
αρέσει ή όχι, δεν μπορώ να κάνω κάτι».
Όλα
αυτά τα χρόνια, που έφυγε από το Λιμάνι,
χτύπησε ποτέ το τηλέφωνο του Λουτσιάνο,
από ανθρώπους οι οποίοι κινούνταν κοντά
στον Ολυμπιακό; Φήμες πολλές, ουσία
ελάχιστη.
«Έχω
ακούσει κατά καιρούς διάφορα, άλλα σε
μένα προσωπικά δεν πήρε κάποιος να μου
πει, Λουτσιάνο έλα να μιλήσουμε».
Ο
τραυματισμός στον ΠΑΟΚ, η παρεξήγηση
και ο Μπάγεβιτς
Ο
Λουτσιάνο ξέρει πως έχει συνδέσει τα
ποδοσφαιρικά του χρόνια με τον Ολυμπιακό,
αν και πέτυχε πολλά πράγματα στην Ξάνθη.
Μετά τους «ερυθρόλευκους» υπέγραψε
στον ΠΑΟΚ για δύο χρόνια, τελικά, έμεινε
για έναν κι έφυγε κάπως... παρεξηγημένος.
«Πολλοί
δεν γνωρίζουν πράγματα και το καταλαβαίνω.
Ήταν να υπογράψω, για να μείνω στον
Ολυμπιακό. Μάλιστα, με κάλεσαν να
επιστρέψω γρηγορότερα από τις διακοπές
μου στη Βραζιλία και, όταν πήγα στα
γραφεία, έμεινα με άδεια χέρια. Ευτυχώς,
τότε το 2001, μίλησα με τον Ντούσαν
Μπάγεβιτς, ο οποίος με ήξερε από τον
Ολυμπιακό. Έμαθε ότι έμεινα ελεύθερος
και μου τηλεφώνησε. Ακολούθησε η συμφωνία
με τους Μπατατούδη και Καλαφάτη, οπότε
πήγα στον ΠΑΟΚ, όπου είχα προϋποθέσεις
για να πετύχω κάτι. Στην Ευρώπη είχα
σκοράρει πέντε γκολ, στο πρωτάθλημα είχα
δυσκολίες, γιατί έπαιζα με δυνατούς
πόνους στη μέση. Έκανα χειρουργείο, αν
και ήθελα να το αποφύγω.
Το πρόβλημα
αποκαταστάθηκε οριστικά και το 2002 πήγα
στη Βραζιλία για θεραπείες, όπου και
γνώρισα τον Ρονάλντο το «Φαινόμενο».
Γύρισα στην Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ, αλλά
υπήρχαν πολλά οικονομικά προβλήματα.
Ποτέ δεν με εμπόδισαν τα χρήματα να
παίξω, αλλά ήμουν επτά μήνες απλήρωτος
και εγχειρισμένος. Είχα ένα χρόνο ακόμη
συμβόλαιο, ζήτησα να βρεθεί λύση για τα
χρήματα του επόμενου χρόνου του συμβολαίου και να φύγω. Μου υποσχέθηκαν
λύση και στη συνέχεια ο κύριος Μπάγεβιτς
μού είπε ότι δεν θα συνεχίσω. Ήθελα να
τηρήσω τον λόγο μου, δεν το κατάφερα και
έφυγα με προσφυγή. Ήταν σκληρό για μένα,
γιατί ποτέ άλλοτε δεν έκανα προσφυγή.
Ήθελα να παίζω ποδόσφαιρο, όχι να είμαι
στα δικαστήρια».
Ο
Λουτσιάνο και οι Big-5
Ο
βετεράνος ποδοσφαιριστής βλέπει πολύ
μπάλα και έχει άποψη για ό,τι συμβαίνει
και φαίνεται στην οθόνη ή δια ζώσης. Η
κουβέντα περιστράφηκε και γύρω από το
ελληνικό Πρωτάθλημα.
«Θα
ξεκινήσω με τον Ολυμπιακό. Πέτυχε κάτι
που έχουμε να ζήσουμε από το 2004. Μία
ελληνική ομάδα να παίζει ευρωπαϊκό
τελικό. Πολύ σημαντικό επίτευγμα κι
έφτασε εκεί γιατί άξιζε. Δεν ήταν κάτι
στην τύχη. Κατάφερε να δείξει διαφορετικό
πρόσωπο από ό,τι έδειξε στην Ελλάδα. Αν
και στο πρωτάθλημα είχε ανάλογη απόδοση,
τότε ίσως και να ήταν πρώτος».
Ο
Λουτσιάνο έχει... ανοιχτή εκτίμηση για
τον προπονητή της ΑΕΚ, Ματίας Αλμέιδα
και το λέει ανοιχτά.
«Θα
μου πουν τώρα ότι παίζω τον έξυπνο.
Βγάζω το καπέλο στον Αλμέιδα, γιατί έχει
την ομάδα του ψηλά και βλέπει τους
παίκτες του κοντά στην αντίπαλη εστία.
Οι αποστάσεις είναι κοντινές, για να
πάρουν την μπάλα και να βρεθούν κοντά στο τέρμα του αντιπάλου. Ήταν κάτι
που έκανα κι εγώ στην Κ-19 του Παναιτωλικού».
Στις
25 Μαΐου ο Άρης αντιμετωπίζει τον
Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου
Ελλάδας. Ποια η γνώμη του για τους μεν
και τους δε;
«Ο
Παναθηναϊκός είχε κάποια διαστήματα
που με έκαναν να πιστέψω ότι παραλίγο
να πάρει το πρωτάθλημα με την αλλαγή
Γιοβάνοβιτς-Τερίμ. Ίσως να μην έχει το
βάθος που έχει ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ ή ο
ΠΑΟΚ και δυσκολεύτηκε με απουσίες, που
είχε, και δεν πίστεψε ότι μπορεί το κάτι
παραπάνω. Ο Τερίμ είπε ότι θα πάρει το
πρωτάθλημα. Στον τελικό όλα είναι
ανοιχτά. Ο Άρης είναι μεγάλη ομάδα, δεν
έχει να χάσει κάτι, θα παίξει ελεύθερα,
για να πάρει το τρόπαιο και να το φέρει στη Θεσσαλονίκη, μετά από πολλά
χρόνια».
Ο Λουτσιάνο με τον ξάδερφό του Μπρούνο και ιδιοκτήτη του εστιατορίου «Picanha»
Απωθημένα...
μηδέν!
Ο
Λουτσιάνο έζησε πολλά, πρόσφερε
περισσότερα και δεν έμεινε με απωθημένα
όντας εντός των τεσσάρων γραμμών.
«Πριν
φύγει ο πατέρας μου από τη ζωή και σε
μία περίοδο που ανησυχούσε, λόγω
προβλημάτων υγείας, είπε κάτι που μου
έμεινε και μου άνοιξε τα μάτια. ''Είμαι
περήφανος για όσα πέτυχες, το μόνο που
δεν σε είδα ήταν να παίξεις στη Βάσκο
Ντα Γκάμα. Για μένα ξεπέρασες τα όνειρα
που είχα για σένα''. Ξέρεις, έφυγα από τη
Βραζιλία και ήμουν, πώς να το πω... όνομα,
αν και ήμουν νεαρός. Παρόλο που ήρθα σε
μικρομεσαία ομάδα, την Ξάνθη, όμως η
Ξάνθη πλήρωσε αρκετά για να με αγοράσει
από τη Νασιονάλ, με την οποία πήρα Κύπελλο
Βραζιλίας. Ακουγόμουν για την εθνική
Βραζιλίας».
Η
πρώτη ποδοσφαιρική αλλαγή στη ζωή του
έγινε για χάρη της «SKODA Ξάνθη»,
η οποία προηγουμένως είχε δείξει
προτίμηση στη Βραζιλία, ελέω του άλλου
παικταρά της εποχής, Βεριντιάνο Μαρσέλο.
«Τότε
υπήρχε ένας ατζέντης ο Βασίλης Μπέρτος,
ο οποίος μιλούσε πορτογαλικά. Είχα
παίξει και τότε σε τελικό Κυπέλλου και
με έδειξε στον Χρήστο Πανόπουλο και τον
τότε προπονητή, Βασίλη Δανιήλ... Τους
άρεσα και η ομάδα πλήρωσε, για να με
φέρει στην Ελλάδα».
Η
Ξάνθη, ο Ολυμπιακός και η «χάρη» του
Πανόπουλου στον Μπέο
Στην
Ξάνθη, ο Λουτσιάνο έκανε... παπάδες και
μάλλον βρέθηκε στο κατάλληλο club,
δεδομένου ότι η ακριτική
ομάδα ποτέ δε στεκόταν εμπόδιο σε
παίκτες, που ήθελαν να κάνουν το μεγαλύτερο
βήμα. Και κάπως έτσι βρέθηκε να υπογράφει
στον Ολυμπιακό του Σωκράτη Κόκκαλη και
των σταρ. Οι Πειραιώτες ήταν όμως το
high light στην
καριέρα του Λουτσιάνο;
«Πάντα
στο τέλος μένει η κατάκτηση τροπαίων.
Και στο δικό σου μυαλό και των φιλάθλων.
Νιώθω καλά με όσα πέτυχα στην καριέρα
μου. Όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό, γνώρισα
κάποιους ανθρώπους που, αν τους γνώριζα
ενώ έπαιζα εκεί, θα βρισκόμουν σε άλλο
επίπεδο στην Ευρώπη. Θα με είχαν
καθοδηγήσει διαφορετικά σε ένα τρόπο
ζωής και όσον αφορά την προπόνηση και
την ξεκούραση, γενικά θα είχα άλλη
αντίληψη των πραγμάτων. Ακόμη έτσι όμως
είμαι ικανοποιημένος. Πέρα από τα
πρωταθλήματα, υπάρχουν κι άλλα. Δεν
ξεχνώ ότι με την Ξάνθη βγήκα δύο φορές
Ευρώπη και τη μία σεζόν εκεί αναδείχτηκα
ως ο καλύτερος ξένος στην Ελλάδα. Δεν
το λες και εύκολο, όταν αγωνίζεσαι σε
μικρομεσαία ομάδα. Τότε έπαιζαν πολλοί
και καλοί ξένοι σε αρκετές ομάδες».
Ο
Λουτσιάνο κόντρα στη λογική της στιγμής
και της εποχής, βρέθηκε να παίζει στον
Πανιώνιο ως... δανεικός και μετά την
επιστροφή του στη Ξάνθη.
«Είχα
και την ''περιπέτεια'' στον Πανιώνιο, όπου
έπαιξα δανεικός, επειδή ο Χρήστος Πανόπουλος
είχε κάποια υποχρέωση στον Αχιλλέα Μπέο. Ποτέ
δεν ρώτησα λεπτομέρειες, αν αφορούσε το ποδόσφαιρο ή άλλες δικές τους συνεργασίες. Εκείνο που με
ενόχλησε ήταν πως, την προηγούμενη
σεζόν, ήμουν δεύτερος σκόρερ στο
πρωτάθλημα με την Ξάνθη, βγήκα ο καλύτερος
ξένος και μία εβδομάδα πριν ο Πανόπουλος
με κάλεσε, για να μειώσω το συμβόλαιό
μου. Και μετά μου πρότεινα να πάω στον
Πανιώνιο. Ήταν σαν να έπεσε το ταβάνι
στο κεφάλι μου. Κανείς δεν το πίστευε.
Παράλληλα, είχα σοβαρό πρόβλημα στους
κοιλιακούς μου. Κρέμονταν σε μία κλωστή.
Οφείλω να πω ότι ο Αχιλλέας Μπέος μού
συμπεριφέρθηκε άψογα, μου έδωσε όσα
ήθελα και παραλίγο να βγούμε Ευρώπη. Το
λέω γιατί ακούγονται διάφορα, κατά
καιρούς, για εκείνον».
Η
ιδέα του προπονητή και η εθνική του 2004
Συμπληρώνοντας
15 περίπου χρόνια στην Ελλάδα, ο Λουτσιάνο
γύρισε στην Ξάνθη για τρίτη φορά ως
παίκτης τη σεζόν 2009-2010 και αφού προηγήθηκε
η εξαιρετική η εξαιρετική του χρονιά
στον ΠΑΣ Γιάννενα του Γκιγιέρμο Όγιος.
Παράλληλα, ο Λουτσιάνο είχε τη σκέψη
του και κάπου αλλού.
«Στην
Ξάνθη γύρισα ξανά με σκοπό να σταματήσω
εκεί και να πάρω άλλο ρόλο, πράγματα που
δεν έγιναν. Δεν είχα σκεφτεί την
προπονητική, γιατί ο Χρήστος Πανόπουλος
ως πανέξυπνος παράγοντας είχε ήδη στο
μυαλό του να είμαι ο επόμενος προπονητής
της ομάδας. Μέσα μου όμως έβραζε το αίμα
του ποδοσφαιριστή. Δεν έπαιξα αρκετά
γυρίζοντας στην Ξάνθη, κάτι που με
ενόχλησε πολύ. Οι αλλαγές προπονητή δεν
βοήθησαν, εγώ δεν είχα χρόνο συμμετοχής
και η ομάδα δεν μπορούσε να κερδίσει.
Τι να πω; Επαγγελματίας ήμουν. Τελικά,
το μικρόβιο του προπονητή άρχισε να
μπαίνει στην Παναχαϊκή και το κατάλαβα
ακόμη καλύτερα στο τέλος, που βρέθηκα
στην Καλλονή».
Αν
κάτι δεν πέτυχε στην Ελλάδα ήταν ακριβώς
κάτι που σχετιζόταν με τη δεύτερη πατρίδα
του. Να αγωνιστεί δηλαδή στην Εθνική,
παρά το ότι είχε ξεκινήσει τη διαδικασία
για υπηκοότητα.
«Κάτι
που με πήρε από κάτω και με στεναχώρησε
ήταν πως, το 2004 που είχα πάρει βγει
καλύτερος ξένος, δεν είχα πάρει την
ελληνική υπηκοότητα. Νομίζω ότι ο Ότο
Ρεχάγκελ θα με είχε καλέσει και θα ήμουν
παρών στην Πορτογαλία. Είμαι ευγνώμων
για όσα έκανα και έζησε όπου έπαιξα. Από
την Ξάνθη μέχρι την Καλλονή. Μέχρι και
την τελευταία στιγμή ήμουν κύριος
απέναντι σε όλους».
Φινάλε με ένα ποτήρι κρασί
Ο επίλογος στη συζήτηση με τον Λουτσιάνο Ντε Σόουζα περιλάμβανε μερικές γουλιές από κόκκινο κρασί και δόθηκε με αφορμή τους πανηγυρισμούς του και τα μηνύματα με κεντρικό πρόσωπο τον Ιησού Χριστό. Ένα από εκείνα που ξεχώρισαν, έγραφε: Γιατί βία; Ο Χριστός φέρνει ειρήνη».
Κάτι λιγότερο από 30 χρόνια μετά, η βία στον ελληνικό αθλητισμό είναι ακραία και αφαιρεί ζωές.
«Μάνο, μακάρι να μπορούσα να είμαι αυτός που θα φέρει ειρήνη σε όλον τον κόσμο. Δυστυχώς δεν μπορώ. Έκανα αυτά που πίστευα πριν από κάθε αγώνα, όταν προσευχόμουν ζητούσα από τον Χριστό να μου δώσει κάποιο μήνυμα και αυτά πήγαινα και τύπωνα πριν τα παιχνίδια. Κάποια στιγμή η FIFA τα απαγόρευσε. Δεν έκανα κάτι κακό, εκείνος ήταν ο τρόπος μου».
Φωτογραφίες: ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
*Ευχαριστούμε το εστιατόριο «picanha meat and more» για τη φιλοξενία