Ζώντας σε ένα περιβάλλον που δεν είχε ποδοσφαιρικό χρώμα, επέμενε να κάνει πάσες με τον τοίχο. Προέτρεπε τους συμμαθητές της να παίξουν μπάλα στα διαλείμματα και δε δίστασε να χτυπήσει την πόρτα ενός συλλόγου και να φωνάξει «δείτε τι μπορώ να κάνω».
Η Λουθία Γκαρσία δεν είχε φανταστεί ότι θα αγωνιστεί στα γήπεδα της Αγγλίας φορώντας τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θα είναι μια από τις καλύτερες επιθετικούς και θα συμβάλλει στη βελτίωση των συνθηκών για τις γυναίκες στο ποδόσφαιρο.
Μόχθησε για να φτάσει στο υψηλό επίπεδο, έχασε τη θέση της στην Εθνική γιατί αντέδρασε στα κακώς κείμενα και πλέον, έχει βάλει στόχο να φτάσει, όπου δεν μπορεί στο νου της. Και πού να φανταζόταν την εξέλιξη αυτή, όταν έλεγε ότι δεν ήξερε τι είναι το οφσάιντ;
«Ανοίξαμε την πόρτα για να εισβάλλουν οι αγελάδες σε ολόκληρη τη γειτονιά»
Γεννήθηκε μακριά από τη La Masia, σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Αστούριας στα Βόρεια της Ισπανίας, το Pola de Pino. Η οικογένεια της δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με το ποδόσφαιρο. Πώς να είχε εξάλλου; Στο χωριό δεν υπήρχε ούτε ένα μικρό γήπεδο που να θυμίζει κάτι από το άθλημα. Ακόμη και τώρα, τα αδέρφια της δεν ξέρουν πως μπορούν να κλωτσούν το τόπι. Αν τύχει και έρθει μπροστά τους, δε δίνουν καμία σημασία και απλά στρέφουν αλλού το βλέμμα.
Το μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε δεν είχε γήπεδα, καφετέριες, μπαρ. Δεν είχε τίποτα και τα παιδιά διασκέδαζαν με ανόητες ενέργειες που έκαναν που και που. Όπως έχει αποκαλύψει η ίδια σε συνέντευξη της: «Μια μέρα είχαμε βαρεθεί με τα τρία αδέρφια μου και ανοίξαμε την πόρτα για να εισβάλλουν οι αγελάδες σε ολόκληρη τη γειτονιά. Άλλες φορές κλέβαμε αυγά και τα πετούσαμε σε άλλο σπίτι, ενοχλούσαμε ένα μικρό άλογο που θύμωνε συχνά και μου δάγκωσε το χέρι. Έχω την ουλή ακόμη (γέλια)».
Το χωριό μετρούσε κάτι λιγότερο από 100 κατοίκους, δεν υπήρχαν πολλά παιδιά και τις περισσότερες φορές παρακαλούσε τα αδέρφια της να παίξουν μαζί της. Όταν δεν της έκαναν το χατίρι, εκείνη έπαιρνε μια μπάλα και την κλωτσούσε στον τοίχο. Το έβρισκε τόσο ενδιαφέρον, της έδινε ενέργεια και διασκέδαση. Το απολάμβανε και έβαλε το «παιχνίδι» στη καθημερινότητα της. Το πρωί έπαιζε με τους συμμαθητές της στην αυλή του σχολείου και από τις έξι το απόγευμα έως και τα μεσάνυχτα κλωτσούσε την μπάλα στον τοίχο του σπιτιού. Φυσικά, έσπασε μερικά τζάμια και γλάστρες προκαλώντας εκνευρισμό στους γείτονες και τη μαμά της αλλά δεν σταμάτησε.
«Τι να έλεγα; Ότι στο χωριό μου δεν παίζαμε με οφσάιντ;»
Βαδίζοντας προς τα 13 της χρόνια, ήθελε να βρει μια ομάδα για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της. Ο δρόμος της την έφερε στο Οβιέδο. Σχεδόν δύο ώρες μακριά με το λεωφορείο. Ήθελε να δείξει πόσο καλή ήταν και να πείσει όσους βρισκόταν εκεί ότι άξιζε την ευκαιρία.
Ο προπονητής την έβαλε σε ένα παιχνίδι και εκείνη έβρισκε τον τρόπο να είναι πάντα ελεύθερη. Ζητούσε την μπάλα, περνούσε κάθε αντίπαλο και σημάδευε σωστά. Το πιο αστείο περιστατικό εκείνης της ημέρας όπως έχει διηγηθεί: «Ήμουν ελεύθερη, είχα πάει πίσω από τις άλλους και ζητούσα να μου δώσουν πάσα. Ξαφνικά το παιχνίδι σταμάτησε και απλά μου φώναξαν είσαι 30 μέτρα οφσάιντ. Έπαιζα ποδόσφαιρο με τον τοίχο και ενίοτε στην αυλή του σχολείου. Δεν ήξερα τι σήμαινε το οφσάιντ. Οι παίκτες πρέπει να σκέφτηκαν: «Από πού προέρχεται αυτή». Τι να τους έλεγα; Ότι στο χωριό μου δεν παίζαμε με οφσάιντ;».
Οι άνθρωποι κατάλαβαν το ταλέντο της και δεν έδωσαν σημασία ότι δεν γνώρισε τους κανονισμούς. Την εκπαίδευσαν βήμα βήμα και εκείνη φρόντισε να τους δικαιώνει καθημερινά. Πήγαινε τρεις φορές την εβδομάδα για προπονήσεις με το λεωφορείο ή το τρένο. Όταν μπορούσε ο μεγαλύτερος της αδερφός, Τσάβι, την πήγαινε εκείνος στις προπονήσεις.
Παράλληλα, άρχισε να μαθαίνει αγγλικά και να ασχολείται με τα μαθηματικά. Το πρόγραμμα της ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό. Ξυπνούσε κάθε πρωί στις έξι, μισή ώρα αργότερα έτρωγε πρωινό και πήγαινε σχολείο μέχρι τις 14.00. Επέστρεφε, έπαιρνε την τσάντα για την προπόνηση και τα βιβλία της και άρχιζε το μικρό της ταξιδάκι για το Οβιέδο. Τελείωνε περίπου στις εννέα το βράδυ και άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Η μαμά της την περίμενε με ζεστό φαγητό και ρωτούσε να μάθει πως ήταν η ημέρα της.
Πήρε φανέλα βασικού και πίστευε ότι ήταν τυπογραφικό λάθος
Οι επιδόσεις της άνοιξαν την πόρτα της εθνικής ομάδας. Πέρασε από όλα τα μικρά τμήματα των αντιπροσωπευτικών τμημάτων της Ισπανίας και χαιρόταν κάθε στιγμή. Οι γονείς της ήταν τόσο περήφανη που έβλεπαν τη μικρή τους κόρη να αγωνίζεται με το εθνόσημο στα αριστερά και δεν έχαναν στιγμή από τους αγώνες της. Η ίδια έβλεπε τα πάντα τόσο αθώα, δεν ένιωθε πίεση (όπως συνέβη όταν κλήθηκε στην πρώτη ομάδα), το κλίμα ήταν ευχάριστο και οι παίκτριες ήταν δεμένες σα μια μεγάλη οικογένεια.
Το 2018 κλήθηκε στην πρώτη ομάδα της Ισπανίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2019. Ήταν μόλις 20 ετών και βρισκόταν στη φάση των «16» αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ. Ήταν σίγουρη ότι θα βρισκόταν στον πάγκο. Έτσι, αποφάσισε να κοιμηθεί για περισσότερες από δύο ώρες, να ξεκουραστεί και μετά να πάει αργά αργά στην ομιλία του προπονητή πριν τη σέντρα. Τα σημάδια από το μαξιλάρι φαινόταν στο πρόσωπο της ακόμη αλλά μια λέξη του τεχνικού την ξύπνησε για τα καλά. Έγραφε την αρχική ενδεκάδα στον πίνακα των αποδυτηρίων, τα φώναζε και είδε το όνομα της γραμμένο. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πίστευε ότι είχε γίνει τυπογραφικό λάθος.
«Με θεωρούσαν ανόητη αλλά ήξερα ότι έκανα το σωστό»
Όταν αποφάσισε να αποχωρήσει από την εθνική ομάδα, ένιωσε ότι είχε χάσει τη μεγαλύτερη τιμή για όσους παίζουν ποδόσφαιρο. Τα είχε θυσιάσει όλα για να φτάσει σε αυτό το σημείο και έπρεπε να τα αφήσει όλα. Ήταν τόσο απογοητευμένη για αυτή την εξέλιξη. Ήταν τόσο επώδυνο για εκείνη αλλά είχε αποφασίσει να αντιδράσει για ό,τι συνέβη και να φέρει στην επιφάνεια με ένα email ένα θέμα. Πολλοί πίστεψαν ότι το έκανε για να έχει κάποιο κέρδος. Εκείνη, όμως, δεν το έστειλε για να δημιουργήσει πρόβλημα αλλά για να φροντίσει να αλλάξουν τα δεδομένα και να βελτιωθούν για τις επόμενες γενιές των ποδοσφαιριστριών.
«Έπρεπε να παλέψω για αυτό που ήταν σωστό. Θυμάμαι ότι όλοι μου έλεγαν ότι είμαι ηλίθια και θα καταστραφεί η καριέρα μου. Με θεωρούσαν ανόητη. Όχι δεν μιλάω για άτομα του διαδικτύου αλλά για ανθρώπους που ήταν στην καθημερινότητα μου και με ήξεραν. Ήξερα ότι είχαν δίκιο γιατί κανένας δεν θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά για εμένα».
Δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά, όμως. Ένιωθε την ανάγκη να αντιδράσει για τη συμπεριφορά του προπονητής της εθνικής, Χόρχε Βίλδα. Έμεινε εκτός από το Παγκόσμιο Κύπελλο αλλά όταν η τεχνική ηγεσία πήγε στα χέρια του Μόνσε Τομέ, κλήθηκε ξανά. Δεν ήθελε να πάει καθώς είχε προηγηθεί το φιλί του Ρουίς Λουμπιάλες στην Τζένιφερ Ερμόσο και δεν ήξερε ποιες θα ήταν οι νέες συνθήκες. Είχε αποφασίσει να μην αποδειχθεί την κλήση αλλά η μητέρα της επενέβη και της εξήγησε ότι θα έπρεπε να δώσει μια ευκαιρία για τον κόπο που έχει κάνει τόσα χρόνια. Πείσθηκε και βρέθηκε ξανά στο προπονητικό κέντρο της εθνικής ομάδας. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει πια προς το καλύτερο.