Γνώρισα τον Λάμπρο τον Γράντα το 1989, όταν άνοιξε ο δρόμος για την ελεύθερη ραδιοφωνία και εκείνος ήταν αρχικά συμ-μέτοχος του ραδιοφωνικού σταθμού Α-103 και πολύ σύντομα ιδιοκτήτης του. Ηταν μεγάλος Αρειανός, ήμουν ΠΑΟΚτσής και δεν το έκρυψα ποτέ.
Οχι μόνο με εμπιστεύτηκε ως επικεφαλής του αθλητικού τμήματος, αλλά και ποτέ, αληθινά ποτέ, δεν παρενέβη στο περιεχόμενο και το ύφος των αθλητικών εκπομπών μας. Δεν επιχείρησε ποτέ να “περάσει” προσωπική, οπαδική, ή οποιασδήποτε άλλης μορφής πολιτική, δεν προσπάθησε ποτέ να “περάσει” τη δική του γνώμη για ένα ματς, για ένα πρόσωπο, ή για ένα γεγονός της επικαιρότητας. Ηταν απλός ακροατής του δικού του ραδιοφώνου. Θεωρούσα τότε ότι αυτό αποτελούσε λαμπρό παράσημο για τον χαρακτήρα του, σήμερα ξέρω πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν τέτοιου είδους ιδιοκτήτες ΜΜΕ.
Εζησα από πρώτο χέρι την τριετία που υπήρξε πρόεδρος του Αρη. Αφοσιώθηκε στο να υπηρετήσει τον αγαπημένο του σύλλογο, διέθεσε πολλά χρήματα, τα οποία φυσικά έχασε, έκανε σίγουρα και λάθη, αλλά η εποχή ήταν πολύ δύσκολη για τον Αρη και ο πόλεμος που δέχτηκε εκ των έσω αμείλικτος. Εξ ου και η περιβόητη υπόθεση με τα “ξεχασμένα” δελτία, απαρχή της πτώσης του Αρη στη Β' Εθνική. Ολοι ξέραμε τότε τι ακριβώς συνέβη, αλλά κανείς δεν μπορούσε (και ούτε καν ο ιστορικός του μέλλοντος θα μπορέσει) να μιλήσει με ονόματα και διευθύνσεις...
Χαρακτηριστική της κιτρινόμαυρης εσωστρέφειας και... ένδειας την εποχή εκείνη ήταν η πρόκληση-πρόσκληση που απηύθυνε πολλές φορές σε άλλους (υποτιθέμενους) παράγοντες του Αρη: “Ελάτε όλοι σας και βάλτε όσα λεφτά θα βάλω εγώ μόνος μου”. Δεν ακολούθησε ποτέ κανείς...
Υπήρξε άνθρωπος ντόμπρος και ό,τι είχε να σου πει σου το έλεγε κατάμουτρα, ευθέως, χωρίς περικοκλάδες. Αυστηρός, απαιτητικός, αλλά, ταυτόχρονα, κύριος με όλη τη σημασία της λέξης. Πεισματάρης, παθιασμένος με ό,τι καταπιανόταν, είχε πάντα ως μεγαλύτερο εχθρό του την αποτυχία.
Ως επιχειρηματία είμαστε πολύ μικροί για να τον κρίνουμε όλοι όσοι δεν γίναμε ποτέ επιχειρηματίες. Ξέραμε όμως όλοι και ξέρουμε μέχρι και σήμερα ότι υπήρξε από τους πιο επιτυχημένους στη Θεσσαλονίκη και σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία διήγηση του αδελφού του: “Οταν ήμασταν μικροί εγώ και ο Λάμπρος, κάθε πρωί που φεύγαμε από το σπίτι ο παπούς μας μάς έδινε χαρτζιλίκι από μία δραχμή. Οταν γυρνούσαμε, εγώ είχα ξοδέψει τη δραχμή και ο Λάμπρος είχε δύο δραχμές...”
Οπως δεν θα ξεχάσω και την απάντηση που μου έδωσε όταν τον ρώτησα γιατί χάρισε τις μετοχές του αποχωρώντας από τον Αρη και δεν επιχείρησε να τις πουλήσει με ένα κάποιο λογικό τίμημα. “Γιατί κέρδισα αυτά που επιπλέον θα έχανα αν έμενα κι άλλο”, μου είπε.
Αιωνία του η μνήμη και θερμά συλλυπητήρια στους δικούς του ανθρώπους. Θα τον θυμάμαι πάντα με με μεγάλη αγάπη.