Τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση- δημιουργία του ΠΑΟΚ το 1926, είδε το "φως του ήλιου" στους Σιταγρούς Δράμας ο Λάμπης Κουιρουκίδης. Ο μεγαλύτερος σήμερα εν ζωή βετεράνος ποδοσφαιριστής του ιστορικού δικέφαλου, που γεννήθηκε παραμονές Χριστουγέννων, (22-12-1930) στο μικρό αγροτικό χωριό της Δράμας, και που έμελλε με την παρουσία του να δώσει στα πέτρινα χρόνια του 50, ώθηση στην ομάδα της Θεσσαλονίκης, ώστε αυτή να αποκτήσει στα μέσα αυτής της δεκαετίας, (53-56) τον τίτλο της "χρυσής ομάδας" για το βορειοελλαδικό ποδόσφαιρο. Σήμερα κάτοικος Καλαμαριάς, ο σχεδόν 90χρονος βετεράνος άσος, αναπολεί τις μέρες εκείνες της μεγάλης δόξας του, την ένδεια και φτωχική υλική συγκομιδή από την ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο, και τις πολλές διαφορές με το εντελώς διαφορετικό σήμερα.
Αν και τελείωσε πρόωρα την ποδοσφαιρική του καριέρα, το 1960, με το μεταπολεμικό ελληνικό ποδόσφαιρο να βρίσκεται σε εμβρυακή φάση, και οι σελίδες δόξας της ποδοσφαιρικής του δραστηριότητας να είναι διαμετρικά πλούσιες, για τα χρόνια της δεκαετίας του 50 η καριέρα του Λάμπη Κουϊρουκίδη περιλάμβανε "χρυσές σελίδες" πέρα από τις πυκνές πίκρες κυρίως από την φτώχεια και τους τραυματισμούς. Σήμερα, θυμάται με ζωηρές αναμνήσεις τα χρόνια της δράσης του αλλά και τις μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες στις οποίες έζησε. μέσα και έξω από τα γήπεδα.
Στον ΠΑΟΚ και τη Θεσσαλονίκη ήρθε το 1952. Εμεινε όμως ένα χρόνο τιμωρημένος και εκτός γηπέδων, με συμμετοχή μόνο στα φιλικά παιχνίδια αφού η Δόξα Δράμας, η προηγούμενη ομάδα του δεν είχε συγκατατεθεί και ήρθε στον "δικέφαλο" χωρίς κανονική μεταγραφή.
Ξεκίνησε με τον ΠΑΟΚ στο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης το 1953 τότε που συγκρότησε μαζί με τους Γιεντζή, και Παπαδάκη μία εξαιρετική τριπλέτα η οποία έμεινε ονομαστή για την επιθετική της αποτελεσματικότητα με την πάροδο των χρόνων. Από τα παιδικά του χρόνια ο πατέρας του τον απαγόρευε να παίξει ποδόσφαιρο γιατί ήταν χρησιμότερος στις αγροτικές εργασίες και στην συλλογή καπνού εκεί στους Σιταγρούς Δράμας.
Ο ίδιος όμως αγαπούσε τόσο πολύ το ποδόσφαιρο που πήγαινε και παρακολουθούσε από την παιδική ηλικία τις ομάδες της περιοχής του και κάποτε μπήκε στην διαδικασία συμμετοχής, ανέλιξης και ανάδειξης του. ."Αν έχεις το σκουλήκι μέσα σου, δεν σε αφήνει κι εγώ το είχα αυτό"" θα μας πει σχετικά.
Γύρω στο 1943 η οικογένεια του αναγκάστηκε να μετακομίσει από τους Σιταγρούς και την Δράμα, στη Βέροια, αφού μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων, και τον Βουλγαρικό στρατό στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη ως δύναμη κατοχής, ήταν δύσκολη η επιβίωση η ανάπτυξη και οικονομική πρόοδος των οικογενειών και κατοίκων. Στην Βέροια βρέθηκε μικρός και σε αναζήτηση εργασίας. Εβλεπε όμως στον ελεύθερο χρόνο του νέα παιδιά των τοπικών ομάδων να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, που το λάτρεψε και όταν γύρισε μετά από λίγα χρόνια στη Δράμα πιτσιρικάς ακόμα πήγαινε και παρακολουθούσε τους αγώνες της Ελπίδας Δράμας. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμαστεί. σε αυτήν να παίξει κιόλας και να δείξει τα χαρίσματα του.
Μετά το πρώτο φιλικό στο οποίο πήρε μέρος ένας σημαντικός παίκτης εκείνη την εποχή ο Γερμαντζίδης, τον ρώτησε: "από που είσαι εσύ μικρέ;" Αυτός απάντησε από τους Σιταγρούς, τον ρώτησε αν θέλει να παίξει στην Ελπίδα, συναίνεσε καταφατικά και του ζήτησε το βράδυ να ρθει στα γραφεία της Ελπίδας για να εκδώσει δελτίο. Οταν ο 17χρονος τότε Λάμπης πήγε, μάταια περίμενε καθώς ο Γερμαντζίδης δεν εμφανίστηκε και ο ίδιος ντράπηκε να πει σε 'άλλους για ποιο λόγο ήρθε στα στα γραφεία της Ελπίδας.
Μετά από 15 μέρες ένας φίλος του τον κάλεσε να πάνε στη γιορτή που είχε η άλλη ομάδα της Δράμας, η Δόξα. Φυσικά πήγε εκεί και αφού δεν συμπληρώνονταν δυο ενδεκάδες για το φιλικό δίτερμα, ζητήθηκε από τους παρευρισκόμενους να συμπληρώσουν την μια ομάδα. Ελαμψε από ελπίδα και χαρά εκτιμώντας ότι θα πάρει την ευκαιρία που περίμενε και πράγματι στο φιλικό δίτερμα που έγινε, έδειξε το ταλέντο του. Με τα πρώτα δυνατά σουτ που έκανε ο Λάμπης Κουιρουκίδης σε αυτό το εκπαιδευτικό δίτερμα τον επεσήμανε ο "γερόλυκος" μετέπειτα δοξασμένος προπονητής Νίκος Πάγκαλος ο οποίος σταμάτησε το δίτερμα κατευθύνθηκε στον μικρό και άγνωστο τότε Λάμπη και του ζήτησε να πάει στα γραφεία της Δόξας. Πήγε πράγματι το βράδυ όπου τον έβαλα να υπογράψει, κι επειδή δεν είχαν πραγματικά δελτία τον έβαλαν να υπογράψει σε ένα αντίγραφο δελτίου για να τον δεσμεύσουν και μετά από τρεις μέρες τον κάλεσαν να υπογράψει το κανονικό του δελτίο. Έτσι έγινε παίκτης της Δόξας στην οποία αγωνίστηκε για λίγα χρόνια και στο διάστημα αυτό ένας φίλαθλος του Παναθηναϊκού του πρότεινε να μετακινηθεί στην Αθήνα για να μεταγραφεί στο "τριφύλλι". Οι Αθηναίοι όμως αργούσαν να στείλουν τα έξοδα μετάβασης του 20χρονου πλέον Λάμπη και στο μεταξύ αυτός αγωνίζονταν με την Δόξα Δράμας όπου πήρε μέρος σε ένα φιλικό εναντίον του ΠΑΟΚ στο οποίο η Δόξα Δράμας με δυο δικά του γκολ νίκησε 2-0 τον δικέφαλο. Αυτό ήταν. Ο τότε ο γενικός αρχηγός του ΠΑΟΚ Αντώνης Τασκονίδης τον κάλεσε στη Θεσσαλονίκη να υπογράψει δελτίο, κάτι που έγινε με περιπετειώδη τρόπο.
Η θέση της Δόξας Δράμας ήταν αρνητική στην μεταγραφή του παίκτη της ο οποίος ήδη είχε ενταχθεί ατύπως στον ΠΑΟΚ και έτσι παρέμεινε για ένα χρόνο ανενεργός με συμμετοχή μόνο στα φιλικά παιχνίδια, αφού μεταγραφή δεν ολοκληρώνονταν.
Στο πρώτο φιλικό παιχνίδι που πήρε μέρος το 1952 , με την ασπρόμαυρη φανέλα ήταν ένα ματς με τον Άρη στο γήπεδο Χαριλάου όπου ο γηπεδούχος νίκησε 5-2, με τα δύο γκολ να σημειώνει ο ίδιος για την ομάδα του, όμως η μετριότατη εικόνα της ήταν αρκετή για να τον βάλει σε περίσκεψη για το αγωνιστικό προφίλ και την δυναμικότητα τότε του ΠΑΟΚ
Μάλιστα ο ίδιος είχε την πρωτοβουλία να προτείνει στους παράγοντες της ομάδας του τον Νίκο Πάγκαλο για να συνεργαστεί και να αναλάβει τις τύχες του ΠΑΟΚ όπως και έγινε. Με το Νίκο Πάγκαλο στο τιμόνι ο ΠΑΟΚ άρχισε να βρίσκει ρυθμό και τακτική και να μην είναι απλά μία ομάδα προσφύγων χωρίς αγωνιστική ισχύ και υπόληψη. Απο το 53 και μετά η πορεία του ήταν θεαματική στον ΠΑΟΚ και κατακτήθηκαν τρία διαδοχικά πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης, όμως το ποδόσφαιρο ήταν όπως και σε όλη την Ελλάδα ερασιτεχνικό. Επρεπε κάπου να εργάζεται για να ζει και με πρωτοβουλία ενός παράγοντα του ΠΑΟΚ, του κυρίου Κουλούρη βρήκε εργασία στον τοπικό φορέα αστικών συγκοινωνιών τον πρόδρομο του σημερινού ΟΑΣΘ. Ανέλαβε καθήκοντα "ελεγκτή εισιτηρίων" στην γραμμή της Ανω Πόλης- αλλά τα καθήκοντά του ήταν επίπονα αφού έπρεπε να ελέγχει μεγάλο αριθμό επιβατών σε κάθε διαδρομή. Ετσι παραιτήθηκε και αφοσιώθηκε στο ποδόσφαιρο. Ως το 1959 έπαιξε σε πλήθος παιχνιδιών, συμπληρώνοντας 161 επίσημα παιχνίδια και με συγκομιδή 91 γκολ.
Αυτή η ποδοσφαιρική του καταξίωση τον έφερε σύντομα στην Εθνική Ομάδα όπου εκεί με συμπαίκτες τους Μπέμπη και Δαρίβα έκανε μία σημαντική, αξιοπρόσεκτη πορεία αγωνιζόμενος με την γαλανόλευκη στην Ιταλία, την Ισπανία αλλά και νωρίτερα με την εθνική ομάδα των Ενόπλων στο Ισραήλ και αλλού.
Για τον Λάμπη Κουιρουκίδη το ποδόσφαιρο δεν είχε μακριά εξέλιξη καθώς ένας τραυματισμός το 1959 τον έστειλε στο χειρουργείο όπου με τα μέσα της εποχής δεν ήταν εύκολη η πλήρης και σωστή αποθεραπεία του, ενώ ακολούθησαν και άλλοι διαδοχικοί τραυματισμοί με συνέπεια να απουσιάζει για καιρό από τα γήπεδα. Εκανε μία προσπάθεια να επανέλθει από τον σοβαρό τραυματισμό που είχε στο Αίγιο στις 15 Νοεμβρίου 1959 στο παιχνίδι εναντίον του Παναιγιάλειου, και επέστρεψε μετά από 7 μήνες. Τον Ιούνιο του 1966 σε ηλικία 30 ετών έπαιξε το τελευταίο του επίσημο παιχνίδι με τον Πανιώνιο ήταν όμως αδύνατον να ξαναγίνει ο παλιός καλός Λάμπης Κουιρουκίδης και αποφάσισε να τερματίσει την καριέρα του την οποία ξεκίνησε με τη φανέλα του ΠΑΟΚ στις 18 Οκτωβρίου 1953 σε ένα παιχνίδι κυπέλλου με τον Μαραθώνα και εύκολη νίκη του ΠΑΟΚ με 6-0. Από τον ΠΑΟΚ τιμήθηκε στις 24 Νοεμβρίου του 2013, όπου ο αείμνηστος τώρα, ολυμπιονίκης της πάλης Παναγιώτης Ποικιλίδης μέλος του δ.σ. του ΠΑΟΚ τότε, του απένειμε τη σχετική διάκριση πριν λίγα χρόνια.
Τιμήθηκε και από τις αρχές του Δήμου Δράμας όπου το μικρό χωριό του, οι Σιταγροί που το έκανε ευρύτερα γνωστό στην Ελλάδα, σε μία επίσημη τελετή, έδωσαν το όνομα του στην Πλατεία και το γήπεδο με την παρουσία βετεράνων διεθνών ποδοσφαιριστών και όλης της ομάδας των Βετεράνων του ΠΑΟΚ, που δεν τον λησμόνησαν έκτοτε.
Μία ιστορία η οποία δεν έγινε ευρύτερα γνωστή σχετίζεται με τον Λάμπη Κουιρουκίδη και αφορά τον αδερφό του Γιώργο ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν δυο μήνες στα 96 του χρόνια. Ο Γιώργος Κουιρουκιδης αγωνιστής της αριστεράς στο αντάρτικο της εποχής, συνελήφθη σε ένα μπλόκο από τα τμήματα ασφαλείας του νομού Δράμας και η κατηγορία που αρχικά που αποδόθηκε ισοδυναμούσε με την ποινή του θανάτου. Ομως ένας από τους ασφαλίτες της εποχής, θερμός φίλος της Δόξας Δράμας συμπαθούσε τόσο πολύ τον Λάμπη Κουϊρουκίδη που φρόντισε να αλλάξει κρυφά το κατηγορητήριο σε βάρος του συλληφθέντος αδελφού του ποδοσφαιριστή με συνέπεια να αποφύγει την θανατική καταδίκη να καταδικαστεί σε ισόβια.
Οταν ρωτήσαμε τον Λάμπη Κουιρουκίδη για αυτήν την ιστορία μας είπε: "Εγώ δεν ανακατεύομαι να σε αυτά, ούτε εκείνα τα χρόνια. Γεγονός είναι πώς ο πατέρας μας πολλές φορές διαμαρτύρονταν και αγωνίζονταν για τα δικαιώματα που χάναμε όταν οι έμποροι έρχονταν και αγόραζαν τα καπνά σε τιμές εξευτελιστικές και ο πατέρας μου προσπαθούσε θα μας αφυπνίσει να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας. Εγώ δεν ανακατεύτηκα ποτέ".
Τον σημερινό ΠΑΟΚ ο ίδιος τον παρακολουθεί μόνο τηλεοπτικά και τα τελευταία χρόνια μόνο μερικές φορές ζωντανά, μερίμνη του Γιώργου Λυσσαρίδη, φίλου του μεγάλου άσου και όλων των Βετεράνων του ΠΑΟΚ, ο οποίος τον συνόδευσε στο γήπεδο και παρακολούθησαν μαζί κάποια από τα κομβικά παιχνίδια του ΠΑΟΚ. Ο ίδιος λέει σχετικά: "Ηταν ωραία εκείνα τα χρόνια που παίζαμε αλλά έπρεπε να δουλέψουμε για να ζήσουμε. Δεν παίρναμε τίποτα από το ποδόσφαιρο. Αν ήμασταν τώρα στα πράγματα και για τα χρήματα τα οποία παίρνουν οι ποδοσφαιριστές, θα τρώγαμε και την μπάλα. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν δυνατό να παίξουμε ποδόσφαιρο όπως θέλαμε και σήμερα με τις συνθήκες που υπάρχουν είναι άλλο το ποδόσφαιρο. Οι ποδοσφαιριστές ήμασταν εντελώς ερασιτέχνες κι εγώ θυμάμαι ότι για να βγω από την κλινική όπου είχα κάνει χειρουργείο αναγκάστηκα να πληρώσω από την τσέπη μου 10.000 δραχμές για τα έξοδα του χειρουργείου. Αλλά χαίρομαι με τις επιτυχίες του ΠΑΟΚ. Χαίρομαι με τον τίτλο που κατέκτησε και είμαι ευτυχής που πρόλαβα και το έζησα και αυτό".
Μετά την ολοκλήρωση της σύντομης ποδοσφαιρικής του καριέρας του το 1960 ο Λάμπης Κουιρουκίδης, έκανε διάφορες εργασίες για να επιβιώσει. Ξεκίνησε κάποια εποχή ως λαχειοπώλης και τα διέθετα περιφερόμενος σε γραφεία και επιχειρήσεις πριν ανοίξει ένα κατάστημα διάθεσης λαχείων και ΠΡΟΠΟ στο κέντρο της πόλης, στην οδό Βασιλέως Ηρακλείου όπου το διατήρησε μέχρι την συνταξιοδότηση του. "Επρεπε κάπως να επιβιώσουμε και το ποδόσφαιρο δεν ήταν επαγγελματικό" μας λέει ο εμβληματικός ποδοσφαιριστής που πριν λίγες μέρες έχασε την σύζυγό του Νίτσα, μια πανέμορφη στα νιάτα της κυρία, αδελφή του διεθνούς μπασκετμπολίστα του Αρη και της ΑΕΚ, Πετράκη.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ