Γράφει η Κυβέλη Μάρδα, που κατέχει Master στη «Διοίκηση Υγείας και Ηγεσία» του Παν/μιου του Sheffield και φοιτήτρια της Ιατρικής.
Tο «θέλω να ξέρεις ποια αλήθεια είσαι» είναι με ό,τι ζάλιζε το κεφάλι μου όταν ήμουν παιδί, αλλά και ό,τι έμαθα, εγώ η Κυβέλη, να εκτιμώ και να σέβομαι όταν άρχισα να εκτιμώ και να σέβομαι την αξία της καταγωγής μας, της πόλης όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου και του τρόπου που αυτή προσδιορίζει τον χαρακτήρα και τις πράξεις μας.
Οι γονείς του μπαμπά μου, άνθρωποι που γνώρισα και αγάπησα, γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και έκαναν το δικό τους σπιτικό στην Κωνσταντινούπολη. Έμεναν στο σοκάκι Resitefendi με νούμερο 11 στο Καντίκιοϋ, στην Ασιατική πλευρά της Πόλης. Εκείνων η ιστορία δεν φάνταζε στα αυτιά μου παραμύθι…, με μια διαφορά: Για κάποιον λόγο που δεν μάθαμε ποτέ η γιαγιά μου, δεν ήθελε να μιλά για την Πόλη. Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω, δεν ήθελε να θυμάται.. Ο παππούς μου, έμπορος, μπονβιβέρ και αθλητής της πάλης εκεί, μου μιλούσε πάντα με άλλη αγάπη για την Πόλη που μια νύχτα βίας του Σεπτέμβρη του 1955 τον έδιωξε από εκεί, μου μιλούσε πολύ για τον δικό του παππού, τον Γεώργιο Χρυσοβέργη.
Ένας από τους πιο σημαντικούς μεγαλέμπορους, που προμήθευε τον Οθωμανικό στρατό με κρέας και ζάχαρη, ένας άνθρωπος που έχτισε στο Καντίκιοϋ ολόκληρο οικισμό για να εγκατασταθούν οι άνθρωποι της οικογενείας του, ένας ευεργέτης που στήριξε με την περιουσία και την παρουσία του το έργο του Οικομενικού Πατριαρχείου, ένας από τους δυο κοσμικούς που έχει τον τάφο του μαζί με τους τάφους των Πατριαρχών στο Μπαλουκλί, ήταν αυτός λοιπόν ο παππούς του παππού μου, ο Χρυσοβέργης.
Όταν ήμουν παιδί άκουγα για τα Χρυσοβέργεια, όπως ονόμαζαν οι Τούρκοι τη γειτονιά με τα σπίτια στο Καντίκιοϋ. Άκουγα για τη Θεοφανώ, την υιοθετημένη κόρη του που την πάντρεψε με τον συνέταιρο του, τον Σιδερίδη, ενώνοντας με τον τρόπο αυτό την τεράστια περιουσία δυο ανθρώπων που κατέληξαν να έχουν μεγάλες επενδύσεις ακόμη και στα πετρέλαια του Βατούμ. Άκληρη η Θεοφανώ, η γυναίκα που δέχτηκε την μεγάλη περιουσία δυο δύσκολων ανθρώπων, αφήνει στο Ελληνικό ναυτικό το μεγαλύτερο μέρος αυτής. Ο δικός μου παππούς, καρπός ενός μεγάλου έρωτα –ενός Μάρδα– με την κόρη του Χρυσοβέργη έφτιαξε τη δική του απλή ζωή αφήνοντας πέντε παιδιά πολύ νωρίς ορφανά…στη γυναίκα του, τη γιαγιά τη Φρόσω, που φυλούσε δέκα χρυσές λίρες σε πουγκί κάτω από το μαξιλάρι της για τα έξοδα της κηδείας της…
Όμως η μοίρα… η ζωή, ο Θεός κάνει περίεργα παιχνίδια μαζί μας. Και ό,τι έμεινε από την περιουσία που δεν πρόλαβε να διαχειριστεί η άκληρη Θεοφανώ, γυρνά τώρα στους επιζήσαντες φυσικούς απογόνους. Επιστρέφει σ‘ ένα οικογενειακό δέντρο με παραπάνω από εκατό εν ζωή κλαδιά και παρακλάδια.
Απ’ όλο αυτό το παιχνίδι της κληρονομιάς, αλήθεια δεν ξέρω αν στο τέλος πάρει κανείς απ’ όλους εμάς κάτι. Εκείνο που ξέρω όμως είναι πως, αποφασίζοντας, μια άλλη Μάρδα, ξαφνικά να μείνω για ένα χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα στο Καντίκιοϋ, στην πραγματικότητα γυρνώ στον τόπο που βρίσκονται οι ρίζες της προσωπικής μου ιστορίας. Περπατώ στα σοκάκια που περπάτησαν οι άνθρωποι που αγάπησα και άφησε πίσω του ο μπαμπάς μου μηνών τότε, μετά τα γεγονότα του 1955. Μυρίζω το άρωμα μιας πόλης που λάτρεψαν και καταλαβαίνω γιατί οι Βυζαντινοί όταν μιλούσαν γι’ αυτήν την πόλη, την αποκαλούσαν η «μεγάλη ερώσα», η μεγάλη ερωμένη…
Πηγή: Real.gr