Κομβικής σημασίας για την σταδιακή απελευθέρωση των απολύσεων σε επιχειρήσεις που δεν κάνουν χρήση των μέτρων προστασίας, αναδεικνύεται η παράταση των αναστολών συμβάσεων, σύμφωνα και με νέα διευκρινιστική εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας. Με την ίδια εγκύκλιο δίνονται εξηγήσεις για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και ανοίγει «παράθυρο» για τη μη συνέχισή τους μετά τη λήξη της αναστολής υπό προϋποθέσεις.
Διευκρινίζονται επίσης κρίσιμα ζητήματα για το ποιοι μπορούν να μπουν στη νέα εκ περιτροπής, ενώ ειδικοί εργατολόγοι κάνουν λόγο για νέες γκρίζες ζώνες στο αμφιλεγόμενο μέτρο. Τέλος διευκρινίζονται χρήσιμες λεπτομέρειες για την καλοκαιρινή άδεια που δικαιούνται οι εργαζόμενοι γονείς που έχουν κάνει χρήση της άδειας ειδικού σκοπού.
Η επίμαχη εγκύκλιος αποσαφηνίζει το πλαίσιο των προστατευτικών μέτρων για τρεις κατηγορίες επιχειρήσεων :
- Κλειστές με κρατική εντολή και τον Μάιο
- Επαναλειτουργούσες
- Πληττόμενες βάσει ΚΑΔ
κι εφόσον κάνουν ή όχι χρήση του μέτρου της παράτασης των αναστολών συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους. Όπως διευκρινιζεται, οι επιχειρήσεις που επαναλειτουργούν μετά την προσωρινή αναστολή με κρατική εντολή κι εφόσον δεν κάνουν χρήση του μέτρου της παράτασης των αναστολών, αν δηλαδή ανακαλέσουν το 100% του προσωπικού τους πίσω σε ενεργή απασχόληση εμπίπτουν στις κοινές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, δηλαδή μπορούν κατ αρχήν να προβούν σε απολύσεις σύμφωνα με ειδικούς εργατολόγους. Αυτό δεν επιτρέπεται, αν κάνουν χρήση του μέτρου του προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας, δηλαδή της νέας εκ περιτροπής.
Άλλο πλαίσιο ισχύει για τις πληττόμενες επιχειρήσεις βάσει ΚΑΔ, οι οποίες υποχρεούνται να διατηρήσουν για 45 ημέρες μετά την αναστολή τους ίδιους εργαζόμενους και με τους ίδιους όρους εργασίας. Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο :
Επιχειρήσεις που επαναλειτουργούν κατά το Μάιο μετά την άρση της αναστολής λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής, μπορούν να παρατείνουν την αναστολή των συμβάσεων εργασίας εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή μέχρι του ποσοστού 60% αυτών και να προβούν σε οριστική ανάκληση τουλάχιστον για το 40% αυτών. Η παράταση της αναστολής διαρκεί μέχρι 31 Μαΐου 2020.
Περαιτέρω :
- Αν οι επαναλειτουργούσες επιχειρήσεις κάνουν χρήση του μέτρου της παράτασης αναστολής συμβάσεων εργασίας εμπίπτουν στις διατάξεις που αφορούν τόσο την απαγόρευση καταγγελίας σύμβασης εργασίας για το σύνολο του προσωπικού τους μέχρι την 31η Μάιου, όσο και την υποχρέωση να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας για 45 ημέρες από το χρόνο λήξης της παράτασης αναστολής συμβάσεων εργασίας. Σύμφωνα με τους ειδικούς, στο 45ήμερο της προστασίας δεν απαγορεύονται οι απολύσεις αλλά πρέπει να διατηρείται ο ίδιος αριθμός θέσεων εργασίας.
- Αν οι επαναλειτουργούσες επιχειρήσεις δεν κάνουν χρήση του μέτρου της παράτασης και συνεπώς προβούν σε οριστική ανάκληση της αναστολής του συνόλου των εργαζομένων τους, δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που αφορούν την απαγόρευση απόλυσης μέχρι 31/5 και την υποχρέωση να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης για 45 ημέρες. «Συνεπώς αυτές οι επιχειρήσεις εμπίπτουν στις κοινές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας», καταλήγει η εγκύκλιος.
Σύμφωνα με ειδικούς εργατολόγους, επιχειρήσεις που επαναλειτουργούν μετά την προσωρινή αναστολή λειτουργίας και εφόσον δεν επιλέγουν παράταση των αναστολών ούτε το προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας, μπορούν κατ αρχήν να προβούν σε απολύσεις.
Κρίσιμο ζήτημα, κατά τον δικηγόρο εργατολόγο, Γιάννη Καρούζο, προκύπτει αναφορικά με την ακριβή έννοια της ρήτρας που είχε ενσωματωθεί στα μέτρα της παράτασης των ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων και ανέφερε πως «σε περίπτωση που εργαζόμενοι, μέρος ή όλοι, τίθενται σε καθεστώς αναστολής της σύμβασης εργασίας τους και ο οικείος εργοδότης καταγγείλει αυτή, καθώς και στην περίπτωση που, μετά την ολοκλήρωση του μέτρου, οι ανωτέρω επιχειρήσεις δεν διατηρούν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας, οι παρατάσεις καταβολής παύουν αυτοδικαίως και οι οφειλές επιβαρύνονται με τόκους και προσαυξήσεις από την ημερομηνία που αυτές κατέστησαν απαιτητές». Όπως επισημαίνει ο κ. Καρούζος, «πρέπει να αποσαφηνιστεί αν η διάρκεια της προστασίας καλύπτει την λήξη του μέτρου της αναστολής ή την πάροδο της εκπλήρωσης στην καταβολή των ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων».
Αντίστοιχα, το πλαίσιο για τις επιχειρήσεις οι οποίες πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ διαμορφώνεται ως εξής :
- Αν οι επιχειρήσεις που πλήττονται βάσει ΚΑΔ κάνουν χρήση του μέτρου της παράτασης εμπίπτουν στις διατάξεις που αφορούν την απαγόρευση απολύσεων μέχρι 31/5 και την υποχρέωση να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης για 45 ημέρες από το χρόνο λήξης της παράτασης.
- Αν οι επιχειρήσεις δεν κάνουν χρήση του μέτρου της παράτασης έχουν υποχρέωση να διατηρήσουν τους ίδιους εργαζόμενους και με τους ίδιους όρους εργασίας που είχαν κατά την 21η Μαρτίου, για 45 ημέρες μετά τη λήξη του χρόνου αναστολής των συμβάσεων.
Όσον αφορά στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η ίδια εγκύκλιος ξεκαθαρίζει πως τόσο στις επιχειρήσεις που μένουν κλειστές με κρατική εντολή όσο και στις πληττόμενες και επαναλειτουργούσες μπορεί να παραταθεί η αναστολή συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Μετά το πέρας του διαστήματος παράτασης της αναστολής ή όταν η επιχείρηση επαναλειτουργήσει η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται.
Για παράδειγμα:
Σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου με συμφωνημένο χρόνο λήξης την 15η Μαΐου, που ετέθη σε αναστολή την 15η Μαρτίου, ο υπολειπόμενος χρόνος κατά τον οποίο συνεχίζεται η σύμβαση όταν η επιχείρηση επαναλειτουργήσει ή όταν ολοκληρωθεί ο χρόνος παράτασης, είναι δύο μήνες.
Ωστόσο, η υποχρέωση συνέχισης της σύμβασης εργασίας για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται δεν υφίσταται – κατά την νέα εγκύκλιο – όταν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσής της, όπως σε περίπτωση επιχειρήσεων που από τη φύση λειτουργίας τους είναι εποχικές (π.χ. θέατρα χειμερινής περιόδου, χιονοδρομικά κέντρα, φροντιστήρια ή κέντρα ξένων γλωσσών που η λειτουργία τους διαρκεί όσο και το σχολικό έτος κ.α.) ή σε περίπτωση κατά την οποία η απασχόληση του εργαζόμενου δεν είναι δυνατή διότι η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είχε συναφθεί για την εξυπηρέτηση αναγκών που δεν υφίστανται πλέον μετά τη λήξη της αναστολής ή της παράτασης της αναστολής της σύμβασης εργασίας του εργαζόμενου (π.χ. οδηγοί σχολικών λεωφορείων, η διάθεση ταξιθετριών/ταξιθετών από εταιρεία παροχής υπηρεσιών ενώ έχει απαγορευτεί η πραγματοποίηση παραστάσεων, προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού κ.α.).
Σημαντικές διευκρινήσεις δίνει η εγκύκλιος και για την εφαρμογή του «προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας», δηλαδή για την νέα εκ περιτροπής, στις επιχειρήσεις που πλήττονται σημαντικά ή επαναλειτουργούν. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στις πληττόμενες επιχειρήσεις συμπεριλαμβανομένων και αυτών που επαναλειτουργούν τον Μάιο και πάντως για όσο χρόνο αυτές συνεχίζουν να πλήττονται, μπορούν να εφαρμόσουν το μέτρο της λειτουργίας της επιχείρησης με προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Με περίοδο αναφοράς τον μήνα, κάθε εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται κατ' ελάχιστο 2 εβδομάδες, συνεχόμενα ή διακεκομμένα :
- Ως περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό της κατ' ελάχιστον απασχόλησης κάθε εργαζόμενου λογίζεται ο ημερολογιακός μήνας.
- Εντός κάθε ημερολογιακού μήνα, η κατ' ελάχιστον απασχόληση κάθε εργαζόμενου πρέπει να είναι δύο πλήρεις εβδομάδες, πέντε εργασίμων ημερών επί 5ημέρου ή έξι εργασίμων ημερών επί 6ημέρου.
- Οι ανωτέρω πλήρεις εβδομάδες μπορεί να είναι συνεχόμενες ή διακεκομμένες, για παράδειγμα μπορεί να μεσολαβήσει μια εβδομάδα πριν ο εργαζόμενος να απασχοληθεί εκ νέου για μια τουλάχιστον ακόμη πλήρη εβδομάδα.
- Στις εβδομάδες εργασίας δεν περιλαμβάνονται οι ημέρες πάσης φύσεως νόμιμης άδειας (κανονική, αναρρωτική κ.α.).
Ο τρόπος αυτός οργάνωσης της εργασίας πραγματοποιείται ανά εβδομάδα και εντάσσεται σε αυτόν τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της επιχείρησης των οποίων οι συμβάσεις δεν τελούν σε αναστολή.
- Στον ανά εβδομάδα προγραμματισμό του προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας της επιχείρησης πρέπει να εντάσσεται τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της επιχείρησης του οποίου οι συμβάσεις εργασίας δεν τελούν σε αναστολή, δηλαδή των εργαζομένων των οποίων οι συμβάσεις εργασίας είτε δεν είχαν τεθεί ποτέ σε αναστολή, είτε έχει λήξει η αναστολή, είτε αυτή έχει οριστικά ανακληθεί και αυτοί έχουν επιστρέψει στις θέσεις εργασίας τους.
- Αν η επιχείρηση δεν έχει κάνει χρήση του μέτρου της αναστολής ή της παράτασης το 50% υπολογίζεται επί του συνόλου των εργαζομένων.
- Ο εργοδότης πρέπει να προγραμματίζει ανά εβδομάδα το προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας της επιχείρησής του ενημερώνοντας σχετικά τους εργαζόμενους που υπάγονται σ' αυτό.
Ιδιαίτερη σημασία, έχει κατά τον κ. Καρούζο, η ρήτρα που αναφέρει πως στο προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας μπορούν να ενταχθούν και οι μισθωτοί των οποίων έχει λήξει η αναστολή. Ο ίδιος δηλώνει : «Μολονότι μέχρι σήμερα στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο των έκτακτων μέτρων είχε προβλεφθεί ότι στο χρονικό διάστημα των 45 ημερών που ακολουθεί την λήξη της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, ειδικώς για επιχειρήσεις που πλήττονται, ο εργοδότης θα έπρεπε να διατηρεί τους ίδιους όρους εργασίας για τον εργαζόμενο, ωστόσο με την εγκύκλιο έχουμε ανατροπή. Δίνεται το δικαίωμα στον εργοδότη να επιβάλλει μονομερώς το σύστημα του προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας, ώστε να εργάζονται κατ ελάχιστον 2 εβδομάδες το μήνα και όσοι εργαζόμενοι βγαίνουν από την αναστολή της σύμβασής τους και εντός του 45ήμερου που ακολουθεί την λήξη. Είναι δεδομένο ότι για κάτι τέτοιο δεν υπάρχει καμία νομοθετική εξουσιοδότηση και η σχετική ρήτρα της εγκυκλίου είναι στο κενό».
Σε κάθε περίπτωση, οι επιχειρήσεις που κάνουν χρήση της ρύθμισης για «Λειτουργία επιχειρήσεων με προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας», υποχρεούνται, για όσο χρόνο κάνουν χρήση του μέτρου να διατηρήσουν, τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας, δηλαδή τους ίδιους εργαζόμενους και με τους ίδιους όρους εργασίας, που σημαίνει ότι για τους εργοδότες που κάνουν χρήση της ρύθμισης αυτής, απαγορεύεται ρητά να προβούν σε απολύσεις για το σύνολο του προσωπικού τους και αν γίνουν απολύσεις αυτές είναι άκυρες. Εξαιρείται η λύση σύμβασης εργασίας με οικειοθελή αποχώρηση, η λύση σύμβασης εργασίας ένεκα συνταξιοδότησης και η λήξη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.
Αναφορικά με την θερινή άδεια, η εγκύκλιος αναφέρεται στην κατάτμηση της άδειας και στο πως οι εργαζόμενοι γονείς που έχουν κάνει χρήση σημαντικού μέρους της κανονικής τους άδειας στο πλαίσιο της άδειας ειδικού σκοπού, μπορούν να λάβουν θερινή άδεια. Σύμφωνα με ειδικούς, η εγκύκλιος αποσαφηνίζει πως οι εργαζόμενοι μπορούν να κάνουν χρήση της καλοκαιρινής τους άδειας, ακόμη κι αν δεν υπολείπονται 12 εργάσιμες για όσους απασχολούνται 6ήμερο και 10 εργάσιμες για όσους απασχολούνται 5ήμερο. Όπως αναφέρεται, η άδεια μπορεί να κατατμηθεί με απόφαση του εργαζόμενου σε περισσότερες των δύο περιόδων από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 εργάσιμες επί 6ημέρου και 10 εργάσιμες ημέρες, επί 5ημέρου. Υπενθυμίζεται πως η άδεια ειδικού σκοπού εφαρμόστηκε σε κυκλικώς επαναλαμβανόμενα 4ήμερα, με χρήση 1 ημέρας κανονικής άδειας για κάθε 3 ημέρες άδειας ειδικού σκοπού. Τώρα διευκρινίζεται πως οι διατάξεις περί ετήσιας κανονικής άδειας και κατάτμησης αυτής, εξακολουθούν να ισχύουν στο ακέραιο και στις παρούσες έκτακτες και προσωρινές συνθήκες, ενώ ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους γονείς που έχουν κάνει χρήση άδειας ειδικού σκοπού (και συνεπώς εμπίπτουν στην κατηγορία εκείνη των εργαζομένων που έχουν προβεί σε κατάτμηση του χρόνου αδείας τους σε περισσότερες των δύο περιόδων), και θέλουν να κάνουν χρήση ετήσιας κανονικής άδειας, μπορούν να το κάνουν εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις λήψης ετήσιας κανονικής άδειας και τηρούν τη νομίμως προβλεπόμενη διαδικασία. Ευνόητο είναι ότι και στην περίπτωση αυτή, η μία εκ των περιόδων κατάτμησης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 εργάσιμες επί 6ημέρου και 10 εργάσιμες επί 5ημέρου εκτός εάν οι υπολειπόμενες ημέρες αδείας των εν λόγω εργαζομένων δεν επαρκούν για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.