Σε επαγρύπνηση
βρίσκονται οι υγειονομικές Αρχές
παγκοσμίως για τις νέες μεταλλάξεις
του στελέχους Όμικρον του κορωνοϊού.
Την ίδια ώρα,
ανησυχία προκαλούν τα ακραία μέτρα που
εφαρμόζει η Κίνα για τον περιορισμό της
πανδημίας. Το ακραίο lockdown στη Σανγκάη
προκαλεί πολλά ερωτήματα και φέρνει
στο προσκήνιο δυσοίωνα σενάρια επικράτησης
νέων επικίνδυνων μεταλλάξεων.
Το «σύνδρομο
της Σανγκάης», όπως χαρακτηρίζεται η
αντιμετώπιση των κρουσμάτων κορωνοϊού
στη μεγαλούπολη της Κίνας, προσπαθούν
να αποκρυπτογραφήσουν οι επιστήμονες.
Ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, καθηγητής
Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας,
Θάνος Δημόπουλος, επισημαίνει ότι,
σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα και
τη σχετική ανακοίνωση από τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας, δεν υπάρχουν στοιχεία
που να συνηγορούν υπέρ της εμφάνισης
ενός νέου στελέχους του SARSCoV-2 στη Σανγκάη.
Σύμφωνα με
τον Θ. Δημόπουλο, οι ακραίες πρακτικές
που ακολουθούνται για τον περιορισμό
της διασποράς του ιού ερμηνεύονται από
το γεγονός ότι οι κινεζικές Αρχές
ακολουθούν πολιτική μηδενικής ανοχής
στον κορωνοϊό, ακόμα και κατά τη χρονική
περίοδο επικράτησης της άκρως μεταδοτικής
παραλλαγής Ομικρον. «Τα στοιχεία δείχνουν
ότι τα κινεζικά εμβόλια, με τα οποία
έχουν εμβολιαστεί οι Κινέζοι πολίτες,
έχουν χαμηλή ανοσιακή απάντηση έναντι
του ιού, η οποία μάλιστα φθίνει με τον
χρόνο, την ώρα που ένα σημαντικό ποσοστό
του πληθυσμού άνω των 65 ετών παραμένει
ανεμβολίαστο.
Επιπρόσθετα,
η πολιτική μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό
έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη φυσικής
ανοσίας στον πληθυσμό. Ολα αυτά συντελούν
στην απότομη αύξηση των νέων κρουσμάτων
και στη λήψη δρακόντειων μέτρων, των
οποίων η αποτελεσματικότητα και η
ορθότητα τίθενται υπό αμφισβήτηση από
τη διεθνή επιστημονική κοινότητα»,
εξηγεί ο πρύτανης του ΕΚΠΑ. Σχολιάζοντας
το ακραίο μέτρο της θανάτωσης των
κατοικιδίων όσων ανευρίσκονται θετικοί
στον SARS-CoV-2, ο Θ. Δημόπουλος επισημαίνει
ότι εφαρμόζεται με σκοπό την αποτροπή
της μετάδοσης του ιού, σύμφωνα με τους
τοπικούς υγειονομικούς φορείς.
Ωστόσο,
σύμφωνα με τα διαθέσιμα επιστημονικά
δεδομένα, δεν έχει αναφερθεί περιστατικό
μετάδοσης του ιού από κατοικίδιο ζώο
σε άνθρωπο. «Ο SARSCoV-2 μπορεί να μολύνει
τα ζώα, αλλά φαίνεται ότι η πιθανότητα
αυτή είναι μικρότερη με το στέλεχος
Ομικρον», καταλήγει ο Θ. Δημόπουλος.