Σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά στο JAMA Pediatrics, τα παιδιά και οι ενήλικες έχουν παρόμοιο κίνδυνο λοίμωξης από τον SARS-CoV-2, αλλά η μεγαλύτερη μερίδα των μολυσμένων παιδιών δεν παρουσιάζει συμπτώματα της COVID-19. Επίσης, η μελέτη δείχνει ότι όταν ένα μέλος της οικογένειας μολύνεται, υπάρχει 52% πιθανότητα να μεταδώσει τον ιό σε τουλάχιστον ένα ακόμα μέλος.
Τα ευρήματα βασίστηκαν στη μελέτη C-HeaRT της οποίας ηγήθηκαν επιστήμονες από το CDC, το Πανεπιστήμιο της Utah, το Πανεπιστήμιο Columbia και άλλα ερευνητικά κέντρα.
Στην αρχή της πανδημίας, αναφορές υποστήριζαν ότι στα παιδιά αναλογούσε η μειοψηφία των κρουσμάτων κορωνοϊού. Η επιστημονική παρατήρηση, ωστόσο, δεν κατάφερε να διακρίνει τα δύο σενάρια, το πρώτο εκ των οποίων υποστήριζε ότι τα παιδιά ήταν λιγότερο ευάλωτα στη λοίμωξη. Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, τα αναφερόμενα ποσοστά κρουσμάτων στα παιδιά ήταν πλασματικά χαμηλά, επειδή δεν παρουσίαζαν συμπτώματα και έτσι δεν ελέγχονταν.
Για να κατανοήσει, λοιπόν, καλύτερα τη δυναμική της λοίμωξης, η μελέτη C-HeaRT παρακολούθησε 310 νοικοκυριά με ένα ή περισσότερα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών σε δύο πόλεις των ΗΠΑ. Περισσότεροι από 1.236 συμμετέχοντες στη μελέτη υπέβαλαν δείγματα για εβδομαδιαίο μοριακό έλεγχο (PCR) για τον κορωνοϊό και συμπλήρωναν ερωτηματολόγια για τα συμπτώματά τους. Κατά μέσο όρο, κάθε άτομο παρατηρήθηκε για 17 εβδομάδες και η αναφορά περιελάμβανε συνολικά 21.465 άτομα-εβδομάδες χρόνου παρακολούθησης. Τα αποτελέσματα αφορούσαν στην περίοδο πριν την εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα στις ΗΠΑ.
Η μελέτη έδειξε ότι:
Τα παιδιά και οι ενήλικοι άνω των 18 ετών είχαν παρόμοια ποσοστά μολύνσεων.
Τα παιδιά διαφορετικών ηλικιακών ομάδων (από τη γέννηση έως 4 ετών, 5-11 ετών, 12-17 ετών) είχαν παρόμοια ποσοστά μολύνσεων, τα οποία κυμαίνονταν μεταξύ 4,4-6,3/1.000 άτομα-εβδομάδα.
Περίπου τα μισά περιστατικά σε παιδιά ήταν συμπτωματικά, συγκριτικά με το 88% των ενηλίκων.
Σε νοικοκυριά με περισσότερα από ένα μολυσμένα άτομα, ο συνολικός μέσος όρος κινδύνου για λοίμωξη και άλλων μελών ήταν 52%.
Σε κάθε περίπτωση, χρειάζονται περισσότερες έρευνες που θα διερευνήσουν αν οι διαφορές στον αριθμό των μελών της οικογένειας, τον χρόνο εμφάνισης της μετάλλαξης Δέλτα ή άλλοι παράγοντες συνεισφέρουν σε διαφορές στα ποσοστά ενδοοικογενειακής μετάδοσης. Επιπλέον, τα ποσοστά λοιμώξεων και κινδύνου ενδοοικογενειακής μετάδοσης μπορεί να είναι υψηλότερα στον γενικό πληθυσμό, καθώς οι συμμετέχοντες στη μελέτη ενδεχομένως να είχαν καλύτερη συμπεριφορά όσον αφορά στην πρόληψη της νόσου.
Πηγή: ygeiamou.gr