Ο 23χρονος
εγγονός παραδέχθηκε πως χτυπούσε
ανελέητα τη γιαγιά του μέχρι που αυτή
άφησε την τελευταία της πνοή.
Όπως ανέφερε
στην απολογία του: «Παραδέχομαι ότι την
χτύπησα το πρωί. Πολλές φορές μαλώναμε
με τη γιαγιά για τα λεφτά και τη χτυπούσα
γιατί δεν μου έδινε, δεν με τάιζε και με
κορόιδευε. Τελευταία είχε βγάλει απόφαση
το δικαστήριο να μην είμαι κοντά στη
γιαγιά γιατί τη χτυπούσα και την έβριζα,
αλλά εγώ δεν είχα που αλλού να μείνω,
όποτε παρέμεινα εκεί. Εκείνο το απόγευμα
βγήκα μια βόλτα στο χωριό. Γύρισα στο
σπίτι περίπου στις 20:30 και έκατσα στο
δωμάτιο μου να δω τηλεόραση».
Και η αφήγηση
του 23χρονου για όσα έγιναν συνεχίζει:
«Με πήρε ο ύπνος περίπου 23:40-23:45 πριν τα
μεσάνυχτα, και τα ξημερώματα γύρω στις
05:00 με ξύπνησε η γιαγιά μου φωνάζοντας
“φέρε με γρήγορα νερό”. Εγώ μέσα στον
ύπνο μου νευρίασα πολύ και της είπα όχι
και αυτή συνέχισε να φωνάζει με μια φωνή
που είναι εκνευριστική, ακούγεται πολύ.
Νευρίασα ακόμα περισσότερο και σηκώθηκα
και πήγα σε αυτήν. Αυτή καθόταν στον
καναπέ και εγώ στάθηκα όρθιος ακριβώς
μπροστά της. Με είχε θυμώσει τόσο πολύ
που άρχισα να την χτυπάω δυνατά με
μπουνιές στα μάτια και στο δεξί πόδι.
Αυτή μετά από λίγο γλίστρησε από τον
καναπέ και έπεσε κάτω στο πάτωμα βγάζοντας
έναν ήχο, ένα βογκητό και άκουσα επίσης
ένα κρακ όταν ακούμπησε κάτω ο θώρακας
της και έμεινε έτσι, δεν κουνιόταν. Δεν
θυμάμαι αν της είπα κάτι εκείνη την ώρα,
προσπάθησα να την βοηθήσω και πρόσεξα
ότι ο θώρακας της ήταν φουσκωμένος και
σκληρός και η γλώσσα της ήταν χλωμή».
«Κατάλαβα
ότι πέθανε και φώναξα τον μπαμπά μου»
Ο 23χρονος
συνεχίζει να εξιστορεί στην κατάθεση
του όλα όσα έγιναν και συμπληρώνει πως
προσπάθησε να την βοηθήσει: «Εγώ κατάλαβα
ότι δεν μπορεί να πάρει ανάσα και της
έβγαλα τη μασέλα για να μπορεί να
ανασάνει, όμως αυτή τίποτα. Έβαλα τα
χέρια μου παντού πάνω της για να καταλάβω
αν κουνιέται η καρδιά της, το στομάχι
της, αλλά αυτή δεν κουνιόταν. Στην αρχή
νόμιζα ότι η γιαγιά κάνει πλάκα. Μετά
κατάλαβα ότι πέθανε και φώναξα τον
μπαμπά μου. Αυτός τίποτα. Δεν σηκωνόταν.
Από τα νεύρα μου παίρνω την κουβέρτα,
την πετάω κάτω και του λέω ξύπνα η μάνα
σου κάτι έπαθε. Μετά πήρα ένα ποτήρι
νερό του το πέταξα και τότε σηκώθηκε.
Πήρα τηλέφωνο το Κέντρο Υγείας Χρυσούπολης
και μου είπαν δεν έχουν ασθενοφόρο μέχρι
τις 07:00 και να πάρω το ΕΚΑΒ.
Εγώ πελάγωσα
και πήρα τηλέφωνο έναν φίλο μου για να
μου πει τι να κάνω και μου έδωσε το
τηλέφωνο του υπευθύνου ενός γραφείου
τελετών. Περίπου στις 06:00 πήρα τηλέφωνο
στο ΕΚΑΒ και μου είπαν θα αργήσουμε.
Μετά με πήραν και μου είπαν ότι σε δέκα
λεπτά θα είναι εδώ να βγω στην πλατεία.
Τελικά ήρθε περίπου στις 06:30. Μπήκε στο
σπίτι αυτός που οδηγούσε το ΕΚΑΒ και
μας είπε να βγούμε έξω από το σπίτι. Μετά
από λίγο βγήκε και τον ρώτησα τι έγινε,
αν είναι καλά η γιαγιά και αυτός μου
απάντησε πως ήταν νεκρή. Όταν έφτασε η
αστυνομία ο μπαμπάς μου έκανε κάτι
νοήματα στους αστυνομικούς και εγώ από
τα νεύρα μου φώναξα θα κρεμαστώ και
έτρεξα προς το σπίτι, αλλά με σταμάτησαν
οι αστυνομικοί και μας πήγαν στο Τμήμα
της Χρυσούπολης. Σχετικά με κάτι σημάδια
που είχε στο πόδι της, αυτά τα έπαθε πριν
μερικές μέρες που έπεσε σε κάτι
τριανταφυλλιές».
Η γιαγιά
Σταυρούλα
Ο νεαρός
δράστης μάλιστα συμπληρώνει πως δεν
ήθελε να την σκοτώσει και αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Δεν ήθελα να γίνει
κάτι τέτοιο. Δεν πίστευα ότι η γιαγιά
θα πέθαινε γιατί και άλλες φορές στο
παρελθόν τη χτύπησα το ίδιο και δεν
έπαθε κάτι. Λυπάμαι πολύ και το μετάνιωσα,
είναι ο άνθρωπος που με μεγάλωσε».
Σύμφωνα με
πληροφορίες η ηλικιωμένη έφερε μώλωπες,
εκχυμώσεις και εκδορές σε πολλά σημεία
του σώματος της, όπως στο κεφάλι, στο
δεξί της πόδι, ακόμα και στην περιοχή
της πλάτης και της μέσης.
Για την
υπόθεση μίλησε ο δικηγόρος του 23χρονου
υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος
αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα.