Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή απειλεί τα ανθεκτικά στην ινσουλίνη άτομα. Τα σχετικά ευρήματα των ερευνητών από την Ιατρική Σχολή του Πανεπσιτημίου Stanford που δημοσιεύονται στο American Journal of Psychiatry κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για έναν στους τρεις ανθρώπους στον πλανήτη· σύμφωνα με μελέτες, αυτή είναι η πληθυσμιακή αναλογία των πασχόντων με τη μεταβολική διαταραχή που αφορά τη μειωμένη ικανότητα του μυϊκού και λιπώδους ιστού καθώς και των κυττάρων του ήπατος κυρίως, να ανταποκριθούν στη δράση της ορμόνης που παράγεται στο β-κύτταρα του παγκρέατος.
Ο κίνδυνος εκτιμάται διπλάσιος συγκριτικά με τον υγιή πληθυσμό, αναφέρει η Δρ Natalie Rasgon, MD, Ph., Καθηγήτρια Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικών Επιστημών, καθησυχάζοντας ωστόσο πως, σε αντίθεση με αναπόφευκτους παράγοντες όπως κάποιο παιδικό τραύμα ή φυσικά φαινόμενα όπως η συγκαιρινή πανδημία COVID-19, η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να περιοριστεί μέσα από τη διατροφή, την άσκηση και ενίοτε τη φαρμακευτική αγωγή.
Πράγματι, οι παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής μπορούν να αναστείλουν σημαντικά αίτια της μεταβολικής διαταραχής όπως η αυξημένη πρόσληψη θερμίδων, η ελλιπής σωματική δραστηριότητα, το άγχος και ο ανεπαρκής ύπνος, και να αποτραπεί έτσι ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, της νόσου που προωθείται από την αντίσταση στην ινσουλίνη και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές καρδιαγγειακές και εγκεφαλοαγγειακές επιπλοκές όπως νευροπάθεια, νεφροπάθεια ή και ακρωτηριασμό άκρων.
Σύμφωνα με τη Δρ Rasgon, η σχέση της αντίστασης στην ινσουλίνη με ψυχικές διαταραχές έχει επιβεβαιωθεί μέσα από επιστημονικές μελέτες, όπως εκείνες που έχουν καταλήξει ότι το 40% των ανθρώπων με διαταραχές της διάθεσης είναι ανθεκτική στην ινσουλίνη.
Εν προκειμένω, οι ερευνητές αναζήτησαν την αιτιώδη σχέση μεταξύ της μεταβολικής διαταραχής και κατάθλιψης από τη συνεχιζόμενη μελέτη Netherlands Study of Depression and Anxiety με περισσότερους από 3.000 συμμετέχοντες σχετικά με τα αίτια και τις συνέπειες της κατάθλιψης. Ειδικότερα, επέλεξαν 601 άνδρες και γυναίκες με μέση ηλικία τα 41 έτη από την ομάδα ελέγχου χωρίς συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης κατά την έναρξη της μελέτη, στους οποίους μέτρησαν τη γλυκόζη νηστείας, την περιφέρεια μέσης και την αναλογία τριγλυκερίδιων/HDL (καλής»)χοληστερόλης, δείκτες της αντίστασης στην ινσουλίνη.
Τα αποτελέσματα έδειξε ότι για κάθε δείκτη και σε βάθος εννέα χρόνων, παρατηρήθηκε αιτιώδης συσχέτιση με την εμφάνιση κατάθλιψης. Ειδικότερα, ο κίνδυνος κατάθλιψης σημειώθηκε υψηλότερος κατά:
- 89% για μέτρια αύξηση της αντίστασης στην ινσουλίνη λόγω αναλογίας τριγλυκερίδιων/HDL (καλής») χοληστερόλης
- 11% για κάθε αύξηση πέντε εκατοστών στην περιφέρεια μέσης
- 37% για κάθε αύξηση 18mg στη γλυκόζης πλάσματος νηστείας.
Τέλος, οι ερευνητές εξειδίκευσαν ακόμα περισσότερο τη μελέτη τους, συγκρίνοντας τα παραπάνω αποτελέσματα με μια ομάδα 100 συμμετεχόντων από μια ομάδα 400 χωρίς ενδείξεις αντίστασης στην ινσουλίνη επιπλέον της απουσίας πρότερων καταθλιπτικών συμπτωμάτων, οι οποίοι έγιναν ανθεκτικοί στα δύο χρόνια που ακολούθησαν.
Από τους τρεις δείκτες της μεταβολικής διαταραχής, μόνο η γλυκόζη νηστείας έδειξε ανησυχητικό συσχετισμό, με τον προδιαβήτη να αυξάνει τις πιθανότητες κατάθλιψης κατά 2,66 φορές.
Πηγή:Ygeiamou.gr