Οι ομάδες καθηλωμένες λόγω κορωνοϊού και περιμένοντας τις τελικές αποφάσεις των «υπερκείμενων αρχών» προσανατολίζονται αποκλειστικά σε συμφωνίες κουρέματος των αποδοχών των παικτών τους και σε αθρόες πωλήσεις.
Ρίχνοντας μια γενική ματιά στα όσα συμβαίνουν στον χώρο του ποδοσφαίρου σήμερα, δυσκολεύεσαι να οδηγηθείς σε κάποιες προβλέψεις για το αν και κατά πόσο και πότε θα ξεθολώσει η εικόνα του. Αυτή τη στιγμή τα πάντα είναι ρευστά και έωλα. Το σύνολο των ομάδων - εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων - μοιάζει καθηλωμένο να κινείται επιφυλακτικά παρακολουθώντας την πορεία της πανδημίας και τις αντίστοιχες δραματικές προοπτικές που ήδη αρχίζουν να εμφανίζονται και να απειλούν την παγκόσμια οικονομία.
Από αυτόν το γενικό κανόνα δεν θα μπορούσε να λείψει και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Η εικόνα, οι αντιδράσεις και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η κατάσταση δεν σου δίνουν το δικαίωμα να ελπίζεις για κάτι παραπάνω από μερικούς σπασμούς και αντανακλαστικά επιβίωσης. Οι ελάχιστοι «ισχυροί» και καταθορυβημένοι κινούνται στα όρια της επιφύλαξης και οι υπόλοιποι ανίσχυροι εδώ και αρκετό καιρό έχουν κηρύξει τον εαυτό τους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και οι δυο ωστόσο, κάποια στιγμή ανταμώνουν στο ίδιο σταυροδρόμι.
Το οποίο δεν είναι άλλο από μια προσπάθεια που αποσκοπεί στην μείωση των δαπανών τους και στην εξασφάλιση πόρων που θα τους επιτρέψουν οι μεν πρώτοι να σταθούν με κάποια αξιοπρέπεια την επόμενη αγωνιστική περίοδο ενώ οι άλλοι αποκλειστικά και μόνο για να επιβιώσουν. Το σταυροδρόμι που ανταμώνουν είναι βασικά το κούρεμα των αμοιβών των παικτών τους. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει το ενδεχόμενο να βρεθούν και πάλι μαζί στο παζάρι που ξεπουλούν τα ασημικά τους.
Το «πωλείται» έχει μπει στις προθήκες όλων γενικώς με απειροελάχιστες εξαιρέσεις. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ενδεικτική περίπτωση αυτής της παρακμιακής κατάστασης και εικόνας είναι τα όσα συμβαίνουν τώρα τελευταία στην Καταλονία με την ανεπανάληπτη Μπαρτσελόνα να περιδινίζεται σε μια σωρεία οικονομικών σκανδάλων στην οποία πρωταγωνιστούν ο πρόεδρος της κύριος Μπαρτομέου και έξι παραιτηθέντες σύμβουλοι οι οποίοι τον κατηγορούν ευθέως για οικονομικές λαθροθηρίες.
Οι τελευταίοι με δηλώσεις τους αναφέρουν: «Επιθυμούμε να τονίσουμε την απογοήτευση μας για το δυστυχές περιστατικό με τους λογαριασμούς σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης γνωστού στον Τύπο ως Μπάρτσα γκέιτ. Και καλούμε τη διοίκηση να διεξάγει αρχαιρεσίες όσο το δυνατόν ταχύτερα». Αν προσθέσει κανείς σε όλα αυτά και το γεγονός ότι ο τεράστιος αυτός σύλλογος έχασε και το ηθικό πλεονέκτημα που είχε με το θέμα της μη χορήγησης της φανέλας για εμπορικούς σκοπούς καθώς αντί τη διαφήμιση της UNICEF έκανε συμφωνία με το Εμιράτο του Κατάρ για τη διαφήμιση στη φανέλα, οδηγείσαι χωρίς να το θέλεις σε μοιραίες σκέψεις όχι μόνο για την καταλανική ομάδα αλλά και για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Βέβαια, η Μπαρτσελόνα έχει και άλλα προβλήματα όπως για παράδειγμα το ότι ο Μέσι με τον Πικέ στην κόντρα τους με τον Αμπιντάλ δημιούργησαν ένα ακόμη μεγάλο εσωτερικό θέμα. Επιφυλάξεις λοιπόν και καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης και κουρέματα και πωλήσεις ασημικών.
Αυτό το τελευταίο δικαιολογημένο για όσους το έχουν απόλυτη ανάγκη (όπως ο Αρης) και κάπως περίεργο για τους άλλους που κομπάζουν ότι είναι αυτάρκεις οικονομικά και έχουν βγάλει στη σέντρα του ξεπουλήματος τα τρία τέταρτα του ρόστερ τους (Ολυμπιακός).
Σαν επίλογο σας κράτησα ένα μικρό σχόλιο που αφορά τα όσα βιώνουμε και με το οποίο σαν Ελληνας, συμφωνώ απόλυτα. «Οι θυσίες της καραντίνας δεν πηγαίνουν χαμένες. Σώζονται ζωές. Θα μείνει όμως και κληρονομιά στο κράτος. Θα μείνει ένα πληρέστερο σύστημα υγείας. Μια ψηφοποιημένη δημόσια διοίκηση. Μια εκπαίδευση αναδιαπαιδαγωγημένη στα νέα εργαλεία. Η χώρα δε θα επιχειρήσει την επανεκκίνηση άοπλη. Η περιπέτεια αυτή απέδειξε ότι όταν υπάρχει σοβαρή καθοδήγηση και μέθοδος, έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας μια άλλη Ελλάδα. Η Ελλάδα της προσφοράς».