Ποτέ δεν είναι αρκετό το βάρος της φανέλας για να πάει καλά μια ομάδα και να πετύχει τους στόχους της. Ούτε η ιστορία της, ούτε το όνομά της, ούτε και οι οπαδοί της, όσο πολλοί κι όσο “τρελοί” κι αν είναι.
Δείτε πώς σέρνονται φέτος η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Τσέλσι, ο Αγιαξ και η Λυών. Αγνώριστες οι δύο αγγλικές ομάδες, δείχνουν ότι πολύ δύσκολα θα μπουν στην πρώτη πεντάδα που χαρίζει τα ευρωπαικά εισιτήρια, ενώ ο Αγιαξ και η Λυών φιγουράρουν τελευταίοι (!) στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Είναι απίστευτο, αλλά αληθινό: Ο Αγιαξ έχει 5 βαθμούς σε 8 αγώνες και η Λυών 3 σε 9, με τρεις ισοπαλίες και καμία νίκη!
Οι οπαδοί και των τεσσάρων αυτών ομάδων, στη συντριπτική πλειονότητά τους, ξεσπούν στο πιο... εύκαιρο θύμα. Τον προπονητή. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η ποδοσφαιρική κουλτούρα είναι ίδια σε όλο τον πλανήτη. Λίγοι είναι οι οπαδοί που αναγνωρίζουν ότι η ομάδα τους παραπαίει, ή απέχει από την επίτευξη των στόχων της επειδή ξέμεινε από ποιότητα. Επειδή, πολύ απλά, δεν διαθέτει ρόστερ ικανό να αντεπεξέλθει στο βάρος της φανέλας, στην ιστορία της ομάδας, στο όνομά της και στις απαιτήσεις των οπαδών της. Χωρίς παίκτες, αγαπητοί, δεν πας πουθενά. Γιατί κανείς προπονητής δεν είναι μάγος.
Είναι σα να λέμε ότι από τη Μάντσεστερ Σίτι περνούσαν επί σειρά πολλών ετών όλοι οι... άχρηστοι προπονητές της οικουμένης και ότι τώρα έφτασε στο σημείο να είναι η κορυφαία ομάδα του κόσμου χάρη στον Πεπ Γκουαρδιόλα. Οχι δα. Αυτό που συνέβη με τους “πολίτες” είναι ξεκάθαρο. Από τη στιγμή που ανέλαβαν τη Σίτι οι Κροίσοι Αραβες, αγόραζαν όποιον παίκτη γούσταραν, φούσκωσαν με ποιότητα την ομάδα τους κι εκείνη, όπως είναι φυσιολογικό, πετάει. Κάποτε βολόδερνε μεταξύ πρώτης, δεύτερης, ακόμη και τρίτης (!) κατηγορίας, σήμερα τα σαρώνει όλα. Τσάμπιονς Λιγκ, Πρωτάθλημα Αγγλίας, Κύπελλο Αγγλίας. Το ίδιο ισχύει, εν πολλοίς, με τη Ρεάλ, η οποία, ανά πάσα στιγμή, είναι ικανή να αγοράζει τη μεικτή κόσμου.
Οταν έχεις τη δυνατότητα να ψωνίσεις Ζιντάν, Φίγκο, Κριστιάνο Ρονάλντο, Μπέιλ, Μόντριτς και τόσους άλλους αμέτρητους παικταράδες, δεν χρειάζεσαι φοβερό και τρομερό προπονητή. Πήγε, πρωτόπειρος κιόλας, ο Ζιντάν, βρήκε πολλούς σπουδαίους παίκτες, μεγαλούργησε. Οταν επαναπαύτηκε ο Λαπόρτα και άδειασε το ρόστερ, ο Ζιζού “βγήκε” αποτυχημένος, εκτέθηκε και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Και υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που δείχνουν ότι οι μεγάλοι παίκτες “φτιάχνουν” έναν μεγάλο προπονητή, ποτέ, όμως, ένας προπονητής, όποιος κι αν είναι, δεν μπορεί να “φτιάξει” μια μεγάλη ομάδα χωρίς μεγάλους παίκτες.
Ειλικρινά, πιστεύω ότι λέω το αυτονόητο, αλλά φαίνεται ότι η αγάπη του οπαδού για την ομάδα, η οποία αγάπη εκδηλώνεται κυρίως στους παίκτες και πολύ πιο δύσκολα στους προπονητές, είναι εκείνη που εμποδίζει πολλούς να δουν την αλήθεια. Θεωρώ ότι τον προπονητή πρέπει να τον ελέγχουμε πρώτα για τη διαμόρφωση του ρόστερ και ύστερα για τη διαχείριση των παικτών και το κοουτσάρισμα. Εχει τεράστια ευθύνη ο προπονητής στην επιλογή των παικτών με τους οποίους θα πορευτεί όλη τη χρονιά. Αλλά εδώ ανοίγει, όπως καταλαβαίνετε, μια άλλη, πολύ μεγάλη, συζήτηση. Διότι όταν είσαι προπονητής της Σίτι, της Ρεάλ και άλλων πανίσχυρων οικονομικά ομάδων, μπορείς να επιλέγεις όποιους παίκτες θέλεις. Αν όχι, βολεύεσαι, κακήν-κακώς πολλές φορές, με όσα λίγα ή και ελάχιστα, διαθέτει ο πρόεδρος...
Και επειδή, μετά το ένδοξο 2019, με “καίει” συνεχώς το ζήτημα του ρόστερ του ΠΑΟΚ, αναρωτιέμαι: Αν ο Λουτσέσκου (και κάθε Λουτσέσκου) ήξερε ότι έχει την έγκριση του Ιβάν να ξοδευτούν περισσότερα χρήματα στις μεταγραφές, τον Ολιβέιρα θα διάλεγε για φορ; Η, μήπως, τον Σαμάτα; Θα έπαιρνε για στόπερ τον Νάσμπεργκ και ύστερα τον Εκόνγκ; Η, μήπως, στα χαφ θα έκανε συλλογή από βραδυκίνητους παίκτες με μηδενική συμβολή στη δημιουργία και στο γκολ; Ε;
ΥΓ. Κόουτς, ο Τζίμας, εκτός από μαθητής, είναι και παίκτης της πρώτης ομάδας του ΠΑΟΚ. Αλλους μαθητές, σε μεγάλες ευρωπαικές ομάδες, τους πιστεύουν, τους βάζουν να παίξουν κι εκείνοι βγάζουν μάτια...