Όταν στη Βουλή ψηφίστηκε ο νόμος για την αθλητική βία, οι κυβερνητικοί παράγοντες επιδίωξαν να αιτιολογήσουν τις βαριές διοικητικές κυρώσεις σε ομάδες.
Η δολοφονία του αστυνομικού Γιώργου Λυγγερίδη είχε ενεργοποιήσει ισχυρά κοινωνικά αντανακλαστικά, καθώς οι ανοχές του κόσμου στη δράση εγκληματικών ομάδων εξαντλήθηκαν. Τότε αναδείχτηκε η αδήριτη ανάγκη μιας πειστικής απάντησης από την πολιτεία.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρμόδιοι υπουργοί πόνταραν σε ένα αυτομαποιημένο σύστημα διοικητικών κυρώσεων, το οποίο έμοιαζε υπερβολικό ως προς το μέγεθος των ποινών, αλλά -όπως διατείνονταν- θα έλυνε οριστικά και αμετάκλητα το χρόνιο ζήτημα της ατιμωρησίας.
Ο πρώτος που υπέστη το σοκ ήταν ο ΠΑΟΚ. Ένας οπαδός του έριξε μια κροτίδα στον αγωνιστικό χώρο κσι η Τούμπα έκλεισε για μια αγωνιστική. Ακολούθησαν ακόμη πιο αυστηρές ποινές για ρίψη μπουκαλιών.
Η μόνιμη επωδός ήταν ότι έτσι θα συνετιστούν οι παραβατικοί οπαδοί. Ήρθε το περιστατικό του πάρκινγκ της Φιλαδέλφειας για να διαψεύσει την αποτελεσματικότητα του νόμου.
Η ΔΕΑΒ διαρρέει ότι το απλό χρηματικό πρόστιμο στον ΠΑΟΚ υπαγορεύθηκε από την εφαρμογή της νομοθεσίας. Δηλαδή ότι δεν μπορούσε να επιβάλλει αυστηρότερη ποινή γιατί δεν προβλέπεται από το αυτοματοποιημένο γράμμα του νόμου.
Αν είναι πράγματι έτσι, ο ίδιος ο νόμος έχει πρόβλημα. Αφήστε που υπάρχει εξαρχής σοβαρή αμφισβήτηση για τη συνταγματικότητά του.
Η κυβέρνηση μέσα στον πανικό της για τη δολοφονία Λυγγερίδη, δημιούργησε ένα γονατογράφημα.
Έφτιαξε ένα τιμωρητικό πλαίσιο που δεν το πιστεύουν ούτε οι εφαρμοστές του.
Για να πείσεις τον πολίτη ότι παράγεις Δικαιοσύνη, πρέπει να φροντίσεις για την ισονομία.
Και σε αυτό το ζήτημα η πολιτεία εκτροχιάστηκε.