Η πιο κρίσιμη συνεδρίαση της χρονιάς του συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) πραγματοποιείται την επόμενη Πέμπτη, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι θα ανακοινωθεί το τέλος της δημιουργίας νέου χρήματος στην ευρωζώνη, της λεγόμενης «ποσοτικής χαλάρωσης», και θα δοθεί το σήμα για αύξηση επιτοκίων ένα μήνα μετά, στη συνεδρίαση του Ιουλίου.
Η ΕΚΤ ακολουθεί και αυτή τις κινήσεις της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας (FED), η οποία έχει ήδη ανεβάσει κατά μισή ποσοστιαία μονάδα το βασικό επιτόκιό της και το μεγάλο θέμα στην Ευρωζώνη είναι πόση θα είναι η αύξηση.
Τα «γεράκια» υποστηρίζουν ότι χρειάζεται και η ΕΚΤ να αυξήσει κατά μισή ποσοστιαία μονάδα το επιτόκιο, με το οποίο δέχεται καταθέσεις από τις εμπορικές τράπεζες και με το οποίο τις χρηματοδοτεί, που σήμερα είναι αρνητικό, στο -0,5%. Ωστόσο, τα «περιστέρια» υποστηρίζουν ότι η αύξηση πρέπει να είναι μικρή και σταδιακή.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη είναι ήδη στο 8,1%, ενώ στις ΗΠΑ έπεσε στο 8,3% τον Μάιο, από 8,5% τον Απρίλιο, αλλά βρίσκεται και εκεί σε ιστορικό υψηλό 40ετίας.
Στην Ευρώπη ο πληθωρισμός οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στις υψηλές τιμές ενέργειας και τροφίμων, καθώς χωρίς αυτά τα αγαθά η άνοδος των τιμών (ο λεγόμενος πυρήνας του πληθωρισμού) είναι 3,8%. Επομένως, η αύξηση των επιτοκίων θα πλήξει την οικονομική δραστηριότητα, λόγω του ακριβότερου χρήματος, αλλά θα έχει μικρή επίδραση στην άνοδο των τιμών, καθώς η τελευταία δεν οφείλεται τόσο στην αυξημένη ζήτηση, όσο στο υψηλό κόστος των καυσίμων και των πρώτων υλών στα τρόφιμα.
Αντίθετα, στις ΗΠΑ ο πυρήνας του πληθωρισμού είναι στο 6,2%, γεγονός που δείχνει ότι η οικονομία βρίσκεται σε υπερθέρμανση και η αύξηση των επιτοκίων εκεί θα έχει ισχυρότερο αποτέλεσμα.
Το γεγονός πάντως είναι ότι όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι και αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει, όπως και οι υψηλές τιμές ενέργειας.
Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορούν και οι εκτιμήσεις για παράταση του πολέμου στην Ουκρανία, από της δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτεμπεργκ, για πόλεμο φθοράς, μέχρι τις πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας ότι ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν, ενημέρωσε Ευρωπαίους ομολόγους του για «πολυετή πόλεμο».
Σε ένα τετοιο ενδεχόμενο, οι πιέσεις στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων πιθανότατα θα επιμείνουν, επηρεάζοντας ανοδικά και τον πληθωρισμό, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η οποία είναι εξαρτημένη από εισαγωγές ενέργειας, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που είναι εξαγωγέας πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Το μεγάλο πρόβλημα των κεντρικών τραπεζών είναι ότι υποτίμησαν το πρόβλημα του πληθωρισμού, καθώς τον θεωρούσαν «παροδικό» μέχρι πριν λίγους μήνες, εκτιμώντας ότι η αιτία ήταν τα προβλήματα προσφοράς αγαθών που παρουσιάστηκαν μετά την καραντίνα και ότι ήταν θέμα μηνών αυτά να ξεπεραστούν. Απέφυγαν, έτσι, να προχωρήσουν σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, σταματώντας το «τύπωμα» χρήματος και ανεβάζοντας τα επιτόκια, με το φόβο ότι εάν έκαναν κάτι τέτοιο θα «σκότωναν» την οικονομική ανάκαμψη, η οποία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται μετά την πανδημία, αλλά ήταν εύθραυστη.
Η κατάσταση όμως επιδεινώθηκε με την έναρξη του πολέμου και ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε, με αποτέλεσμα τώρα οι κεντρικές τράπεζες να αναγκάζονται να «πατήσουν απότομα το φρένο» στην κυκλοφορία χρήματος και στην οικονομική δραστηριότητα, ώστε να περιορίσουν την άνοδο των τιμών.
Στην πραγματικότητα, οι κεντρικές τράπεζες έχουν αποφασίσει να «σκοτώσουν» τη ζήτηση για να περιορίσουν τον πληθωρισμό και ο κίνδυνος οικονομικής ύφεσης είναι πλέον υπαρκτός. Δεν είναι μόνο ότι το ακριβό χρήμα περιορίζει τη ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα, αλλά και ότι στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και ο ίδιος ο πληθωρισμός, καθώς οι υψηλότερες τιμές αποθαρρύνουν την κατανάλωση.
Ποιοι θα πληρώσουν ακριβότερα τον πληθωρισμό
Ο πληθωρισμός επιβαρύνει το σύνολο της οικονομίας, αλλά πλήττει περισσότερο τους εργαζόμενους, τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα που ξοδεύουν μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματός τους για αγαθά που ακριβαίνουν περισσότερο, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα.
Η «καλή πλευρά» του πληθωρισμού είναι ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, ελαφρύνεται το πραγματικό χρέος στο βαθμό που το κόστος εξυπηρέτησής του δεν ξεπερνά την ονομαστική αύξηση των εσόδων του οφειλέτη.
Στην περίπτωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, για παράδειγμα, ο πληθωρισμός προκαλεί ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και επομένως το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται. Στο βαθμό που η αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους (επιτόκιο) αυξάνεται με ρυθμό μικρότερο από ότι το ΑΕΠ, το χρέος πληθωρίζεται και σε πραγματικούς όρους μειώνεται.
Το ίδιο ισχύει θεωρητικά και για το ιδιωτικό χρέος, αλλά στην πραγματικότητα, στη σημερινή εποχή, ο πληθωρισμός θα σημάνει αύξηση του πραγματικού χρέους, καθώς η άνοδος των τιμών δεν συνδέεται και με αύξηση των αμοιβών, όπως συνέβαινε τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
Σήμερα, οι αμοιβές δεν ακολουθούν την άνοδο των τιμών, για λόγους που συνδέονται με την απώλεια ισχύος των συνδικάτων, αλλά και την παγκοσμιοποίηση, η οποία έφερε τους εργαζόμενους στις ανεπτυγμένες οικονομίες να σηκώνουν το βάρος που δημιούργησε ο ανταγωνισμός από χώρες με χαμηλό εργασιακό κόστος.
Έτσι, ο πληθωρισμός θα σημάνει αύξηση των επιτοκίων και του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων, ενώ το εισόδημα θα παραμένει σταθερό, με αποτέλεσμα το βάρος του χρέους να αυξάνεται.
Αντίθετα, εάν κάποιος έχει δάνειο με σταθερό επιτόκιο ή εισόδημα που ανεβαίνει μαζί με τον πληθωρισμό, όπως για παράδειγμα μια επιχείρηση που έχει έσοδα από προϊόντα, οι τιμές των οποίων ανεβαίνουν, τότε το χρέος θα πληθωριστεί και στη δική του περίπτωση.
πηγή: newmoney