Πολλοί - όπως είναι λογικό - παραξενεύτηκαν από την επιλογή του Ισλανδού να επιστρέψει στη χώρα μας, καθώς πριν από ένα χρόνο είχε αποχωρήσει από τον "δικέφαλο", επικαλούμενος οικογενειακούς λόγους.
Ωστόσο, τα δεδομένα άλλαξαν και ο 30χρονος διεθνής στόπερ αποφάσισε να αγωνιστεί ξανά στο πρωτάθλημα της Stoiximan Super League.
Το Metrosport.gr σας παρουσιάζει τους λόγους επιστροφής του Ίνγκασον και την πρωτιά που κατέχει σε ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκό.
Τί άλλαξε στη Μίντιλαντ και στο μυαλό του Ίνγκασον
Πριν από περίπου ένα χρόνο ο Ίνγκασον, ξαφνιάζοντας τους πάντες, μεταβίβασε στους ανθρώπους του ΠΑΟΚ ότι επιθυμεί να αγωνιστεί σε μια χώρα που θα βρίσκεται κοντά στην πατρίδα του.
Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που ο Ισλανδός αμυντικός αποδέχτηκε την πρόταση της Μίντιλαντ, ώστε να μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία να μετακινείται στη χώρα του, για να δει την οικογένειά του. Απαντώντας αρνητικά στην πρόταση της ρωσικής Κράσνονταρ, που του πρόσφερε περισσότερες ετήσιες απολαβές από τους Δανούς.
Ένα χρόνο μετά, ο Ίνγκασον φοράει τα πράσινα και δικαιολογημένα οι φίλοι του ΠΑΟΚ απόρησαν με την απόφαση του 30χρονου. Υπάρχουν όμως λόγοι και, μάλιστα, συγκεκριμένοι.
Όσον αφορά τον Ίνγκασον, οι Δανοί ήθελαν πέρυσι το καλοκαίρι έναν παίκτη με τα στοιχεία του Ισλανδού, δηλαδή ενός ηγέτη στην άμυνα, βοηθώντας ουσιαστικά τους νεαρούς.
Αυτό, όμως, άλλαξε φέτος. Ο Μαντς Σόρενσεν (25 ετών), οποίος αποκτήθηκε το καλοκαίρι του 2023, άφησε πλήρως ικανοποιημένους τους ανθρώπους της Μίντιλαντ, με αποτέλεσμα να προορίζεται ως ο νέος ηγέτης της ομάδας στα μετόπισθεν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Δανών.
Αυτό είχε ως συνέπεια ο Ίνγκασον να μείνει πιο πίσω, αφού παράλληλα στην ομάδα εντάχθηκε και ο Ουσμάν Ντιαό (20 ετών), για τον οποίο οι Δανοί έβγαλαν από τα ταμεία τους 3 εκατομμύρια ευρώ, δείχνοντας τις βλέψεις που έχουν για τον Σενεγαλέζο αμυντικό.
Η αλλαγή πλεύσης της Μίντιλαντ οδήγησε και τον Ίνγκασον να ψάξει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του, με τον Παναθηναϊκό να δελεάζει τον πρώην παίκτη του ΠΑΟΚ να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπως δήλωσε και ο ίδιος, καθώς αναζητούσε ένα περιβάλλον στο οποίο θα ένιωθε σημαντικός.
«Έμαθα για το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού όταν μίλησα με τον τεχνικό διευθυντή της ομάδας. Ο Γιάννης μου παρουσίασε το πρότζεκτ και ενθουσιάστηκα. Κατάλαβα απ' όσα μου είπε ότι ο Σύλλογος θέλει να πετύχει πολύ μεγάλα πράγματα τα επόμενα χρόνια, ένιωσα ότι είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πρότζεκτ και ήθελα να είμαι μέρος αυτού. Τα επόμενα χρόνια θα φτιάξει και το καινούργιο της γήπεδο η ομάδα όπως έμαθα.
Αυτά τα σημαντικά πράγματα με έκαναν να σκεφτώ ότι είναι μία καλή ευκαιρία για μένα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον πρόεδρο της ομάδας που έκανε τα πάντα για να με φέρει εδώ. Από την πρώτη στιγμή που άκουσα για το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού ήξερα ότι είναι ένα μεγάλο κλαμπ. Αυτό σε συνδυασμό με τα ενδιαφέροντα πράγματα που αναμένεται να γίνουν, με έκαναν να θέλω να είμαι μέλος αυτής της ομάδας για τα επόμενα χρόνια», είπε χαρακτηριστικά ο 30χρονος στόπερ, στο επίσημο κανάλι των "πράσινων".
Ο πρώτος στόπερ που έγινε η ακριβότερη μεταγραφή για δύο ελληνικούς συλλόγους
Τον Ιανουάριο του 2019 ο ΠΑΟΚ κάνει δικό του τον Ίνγκασον από τη Ροστόφ, έναντι 4 εκατομμυρίων ευρώ, με αποτέλεσμα να γίνει η πιο δαπανηρή μεταγραφή του «δικεφάλου» για κεντρικό αμυντικό.
Πέντε χρόνια αργότερα ο Παναθηναϊκός ντύνει στα πράσινα τον 30χρονο Ισλανδό, δίνοντας στη Μίντιλαντ 3.5 εκατομμύρια ευρώ, κάνοντας τον Ίνγκασον την ακριβότερη μεταγραφή του "τριφυλλιού" για τη θέση του στόπερ.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο διεθνής Ισλανδός να είναι, ταυτόχρονα, η πιο δαπανηρή μεταγραφική κίνηση του ΠΑΟΚ και του Παναθηναϊκού, όσον αφορά τους κεντρικούς αμυντικούς.
Μάλιστα, ο Ίνγκασον αποτελεί το πέμπτο ακριβότερο απόκτημα στην ιστορία των "πράσινων",
πίσω από τους Μιχάλη Κωνσταντίνου (από τον Ηρακλή το 2001 για 11 εκατ. ευρώ), Τζιμπρίλ Σισέ (από τη Μαρσέιγ το 2009 για 8 εκατ. ευρώ), Σεμπαστιάν Λέτο )από τη Λίβερπουλ το 2009 για 4 εκατ. ευρώ) και Μαρσέλο Μάτος (από την Κορίνθιανς το 2009 για 3,8 εκατ. ευρώ).
Ο Παναθηναϊκός βάζει στο ρόστερ του έναν από τους κορυφαίους αμυντικούς, που έχουν περάσει από τα ελληνικά γήπεδα, και ταυτόχρονα έναν ποδοσφαιριστή, με ηγετικά χαρακτηριστικά, που ξέρει από πρωταθλητισμό.