Μετά την ολοκλήρωση της χθεσινής (10/9) σύσκεψης, με τη συμμετοχή των υπουργών Ενέργειας Ελλάδας και Κύπρου,Θεόδωρου Σκυλακάκη και Γιώργου Παπαναστασίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου του ΑΔΜΗΕ, Μανούσου Μανουσάκη, το κλίμα δεν έδειξε ότι υπήρξε προσέγγιση που να δημιουργεί αισιοδοξία για υπερπήδηση των εμποδίων, που απειλούν να τινάξουν στον αέρα ένα έργο με μεγάλο γεωπολιτικό αποτύπωμα.
Εντύπωση προκάλεσε η αποχώρηση του Κύπριου Προέδρου, Νίκου Χριστοδουλίδη, από την σύσκεψη, πριν αυτή ολοκληρωθεί, για να παραστεί σε εκδήλωση για την παρουσίαση βιβλίου. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, ωστόσο ενημερώθηκε για την εξέλιξη των συνομιλιών μετά την αποχώρηση του και δήλωσε πως ήταν μια πολύ καλή επιλογή η απόφαση να γίνει η συζήτηση για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου-Ελλάδος, γιατί «βοηθά να διευκρινιστούν πολλά θέματα στα οποία υπήρχαν ασάφειες και δεν ήταν ξεκάθαρα» και η συζήτηση θα συνεχιστεί.
Σημειώνεται ότι στη σύσκεψη συμμετείχαν ο Υπουργός Ενέργειας Γιώργος Παπαναστασίου, ο Υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ Μανούσος Μανουσάκης και υπηρεσιακοί παράγοντες της ελληνικής εταιρείας, καθώς και εκπρόσωπος της γαλλικής Nexans, της εταιρείας που ανέλαβε να κατασκευάσει το καλώδιο.
Ο Θεόδωρος Σκυλακάκης, δήλωσε ότι η συνάντηση ήταν εποικοδομητική και η δουλειά συνεχίζεται. Απέφυγε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που αφορούσαν την ουσία των θεμάτων που τέθηκαν στη σύσκεψη, λέγοντας ότι «αυτά που είπαμε αρκούν για σήμερα».
Από την πλευρά του, ο Κύπριος υπουργός Ενέργειας Γιώργος Παπαναστασίου ήταν επίσης φειδωλός, δηλώνοντας πως «είναι μια εργασία, η οποία πρέπει να συνεχιστεί και θα συνεχιστεί». Όταν ρωτήθηκε αν τα μέρη είναι πιο κοντά ή πιο μακριά, σε συμφωνία ο Γ. Παπαναστασίου είπε πως δεν μπορεί να αναφέρει οτιδήποτε άλλο, σημειώνοντας ότι έπρεπε να αναχωρήσει ο Υπουργός Ενέργειας της Ελλάδας και η υπόλοιπη αντιπροσωπεία. Δεν δέχθηκε ότι η πλευρά της Ελλάδας έχει θέσει τελεσίγραφα, σημειώνοντας πως δεν μπορεί να κάνει καμία αναφορά για το τι συζητήθηκε εντός της σύσκεψης.
Τρία νέα δεδομένα
Σε κάθε περίπτωση από τη χθεσινή σύσκεψη προέκυψαν τρία νέα δεδομένα, χωρίς πάντως να μπορεί να προδιαγράψει κανείς εάν τελικά το έργο θα προχωρήσει, με ποιο τρόπο, ποια μορφή αλλά και με ποιους όρους. Ποια είναι αυτά;
Το πρώτο δεδομένο αφορά στο γεγονός ότι θα συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα γίνουν όχι μόνο σε τεχνοκρατικό επίπεδο αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, όπως διευκρίνισε ο κ. Σκυλακάκης.
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι χθες δεν κατέστη εφικτό να γεφυρωθούν οι αποστάσεις στα ζητήματα που χωρίζουν τις δύο πλευρές σε τεχνικό και οικονομικό επίπεδο. Κάποιες πληροφορίες θέλουν μάλιστα να υπάρχουν στο τραπέζι μια σειρά από ζητήματα, που δεν αφορούν μόνο στα δύο γνωστά θέματα της οικονομικής βιωσιμότητας του έργου αλλά και της ανάληψης του γεωπολιτικού ρίσκου. Για παράδειγμα φέρεται να υπάρχει θέμα ακόμη και για την αλλαγή της όδευσης της διασύνδεσης ή ακόμη και της συμμετοχής της Ε.Ε. με σημαντικό ποσοστό στο έργο. Όλα αυτά τα ζητήματα φαίνεται ότι παραμένουν ανοιχτά και θα αποτελέσουν αντικείμενο των συζητήσεων που θα συνεχιστούν.
Το τρίτο δεδομένο τέλος, αφορά στο γεγονός ότι παρουσία των εκπροσώπων της Nexans συμφωνήθηκε η παράταση των διαβουλεύσεων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δόθηκε νέα πίστωση χρόνου, η οποία επιτρέπει ακριβώς τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων χωρίς επί του παρόντος να απειλείται η κατασκευή του καλωδίου από τη γαλλική εταιρεία.
Τις προηγούμενες ημέρες οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές, με αιχμηρές δηλώσεις όλων των εμπλεκόμενων (και μη) μερών, τον κλοιό των πιέσεων να σφίγγει προς την κυπριακή πλευρά και έντονο παρασκήνιο σε Αθήνα και Λευκωσία, ώστε να αρθεί το «βραχυκύκλωμα» και να προχωρήσει η υλοποίηση του καλωδίου των περίπου 1.200 χιλιομέτρων.
Από το βήμα της 88ης ΔΕΘ ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε τον τόνο της κυβερνητικής πολιτικής αναφέροντας ότι «το έργο θα γίνει, αν εξασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα και οι όποιοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι θα ξεπεραστούν», αφήνοντας να εννοηθεί ότι το γεωπολιτικό ρίσκο μπορεί να εξεταστεί σε δεύτερο χρόνο.
Το καλώδιο έχει σημαντικά κέρδη για τους Κύπριους καταναλωτές υποστηρίζει ο Θόδωρος Σκυλακάκης
Μάλιστα, όπως ανέφερε χθες ο υπουργός Ενέργειας κ. Θόδωρος Σκυλακάκης, κατά τη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, «το έργο δεν αντιμετωπίζει κανένα θέμα οικονομικής σκοπιμότητας, από πλευράς ωφελειών που παρέχει, προπαντός στους Κυπρίους καταναλωτές».
Όπως επεσήμανε ο ίδιος, με βάση τα στοιχεία της μελέτης του ΑΔΜΗΕ και τα δημόσια διαθέσιμα στοιχεία για τη λειτουργία των δύο αγορών ηλεκτρικής ενέργειας Ελλάδας – Κύπρου, οι διαφορές τιμών είναι τόσο μεγάλες (το 2024 η κυπριακή αγορά είναι ακριβότερη κατά 72 ευρώ/μεγαβατώρα από την ελληνική), ώστε «σε όλα τα πιθανώς ρεαλιστικά σενάρια το καλώδιο έχει σημαντικά κέρδη για τους Κύπριους καταναλωτές».
Η κυπριακή πλευρά ωστόσο, δεν προχωρά στη διευθέτηση των ρυθμιστικών εκκρεμοτήτων -συνδέονται με τον γεωπολιτικό κίνδυνο που μπορεί να επηρεάσει την υλοποίηση του έργου και με τον χρόνο ανάκτησης του κόστους- οι οποίες αποτελούν προαπαιτούμενο για να μην ανασταλεί η κατασκευή του καλωδίου από τη γαλλική εταιρεία Nexans.
Πάντως, το μεγαλύτερο «αγκάθι» που δημιουργεί τριβές στις διαπραγματεύσεις Ελλάδας- Κύπρου για το έργο του Great Sea Interconnector φαίνεται ότι είναι το κόστος και πώς αυτό θα επιμεριστεί στις δύο πλευρές και λιγότερο το γεωπολιτικό ρίσκο.
Οι φόβοι της Λευκωσίας για την αύξηση του κόστους εστιάζονται σε αυτό καθαυτό το καλώδιο που κατασκευάζεται από τη γαλλική εταιρεία Nexans, αλλά στους σταθμούς μετατροπής τάσης που κατασκευάζει η γερμανική Siemens.
Ο ΑΔΜΗΕ αντιμετωπίζει επιφυλακτικότητα, αν όχι άρνηση εκ μέρους της Λευκωσίας για χρηματοδότηση του έργου με €25 εκ το χρόνο (συνολικά €125 εκ μέχρι και το 2029), για να καταστεί ο GSI οικονομικά βιώσιμος και ελκυστικός και σε άλλους επενδυτές. Η Λευκωσία απαιτεί δέσμευση ότι δεν θα πληρώσει ολόκληρο το κόστος, αν το έργο σταματήσει νωρίτερα από το 2029. Αγκάθι θεωρείται και η απαίτηση του ΑΔΜΗΕ για επέκταση στα 17 από τα 12 χρόνια και η παραχώρηση 8,3% προνομιακής απόδοσης κεφαλαίου.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο έχει αξιολογηθεί, ως έργο κοινού ενδιαφέροντος από την ΕΕ και αν τελικώς δεν επέλθει συμφωνία, θα χαθεί οριστικά η χορήγηση των €657 εκ, από τις Βρυξέλλες.