Την πρόθεση της Ελλάδας να προχωρησει σε διάλογο με την Τουρκία υπό αυστηρές προϋποθέσεις και εντός του πλαισίου που καθορίζει το Διεθνές Δίκαιο για το ζήτημα της ΑΟΖ εξέφρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης λιγο πριν επανεκκινήσουν οι διερευνητικές επαφές.
Παράλληλα ο Έλληνας πρωθυπουργός ξεκαθάρισε πως αν ο διάλογος καταλήξει σε ασυμφωνία τότε η υπόθεση πρέπει να οδηγηθεί στο Δικαστήριο της Χάγης.
«Υπήρξα πολύ ειλικρινής απέναντι στην Τουρκία και την παγκόσμια κοινότητα, λέγοντας ότι εάν δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία, ας πάμε στο Δικαστήριο της Χάγης. Να συμφωνήσουμε ότι αυτή είναι η μόνη διαφορά μας, να θέσουμε τις παραμέτρους, να συμφωνήσουμε σε όσα συμφωνούμε και σε όσα διαφωνούμε και να σεβαστούμε την απόφαση του Δικαστηρίου. Να σεβαστούμε το διεθνές δίκαιο.
Πιστεύω ότι αυτή είναι μία δίκαιη προσέγγιση στον βαθμό που δεν μπορούμε –εάν δεν μπορούμε– να λύσουμε τη διαφορά μας απευθείας μεταξύ μας» τόνισε χαρακτηριστικά σε διαδικτυακή συζήτηση που είχε με τον πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα κ. Νίκολας Μπερνς, στο πλαίσιο ειδικού «φόρουμ».
Παράλληλα, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε τη συστηματική, προκλητική συμπεριφορά της Άγκυρας που έχει υπονομεύσει τις διμερείς σχέσεις κάνοντας εκτενείς αναφορές στο παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, τις υπερπτήσεις σε ελληνικά νησιά, τις έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ, την κίνηση με τους μετανάστες στον Εβρο, καθώς και τα δύο πρόσφατα περιστατικά: την έκδοση της NAVTEX για έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
«Κατέστησα σαφές και στους Ευρωπαίους εταίρους μας, ότι εάν η Τουρκία συνεχίσει να προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες, θα πρέπει να υπάρξουν συνέπειες. Θα πρέπει να υπάρξουν κυρώσεις. Αρα είτε η σχέση θα βελτιωθεί ή, εάν η Τουρκία συνεχίσει να παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου, η Ε.Ε. πρέπει να αντιδράσει», πρόσθεσε. Κατέληξε σημειώνοντας πως «δεν επιθυμούμε να απομονώσουμε την Τουρκία, αλλά έχουμε αποδείξει ότι δεν ανεχόμαστε την πίεση, αντιδράμε.
Εχουμε τη δυνατότητα, τη βούληση, την εθνική ενότητα να αντιδράσουμε και να στηρίξουμε αυτή την πολιτική. Είναι μία προσέγγιση καρότου και μαστιγίου, όπου το καρότο και το μαστίγιο πρέπει να χρησιμοποιούνται εξίσου απέναντι στην Τουρκία».
Αναλυτικά τα όσα είπε ο πρωθυπουργός για τα ελληνοτουρκικά:
«Έχω συναντηθεί με τον Πρόεδρο Ερντογάν δύο φορές από τότε που ανέλαβα τα καθήκοντα μου ως Πρωθυπουργός. Στην πρώτη συνάντηση του είπα ειλικρινά να προσπαθήσουμε να κάνουμε μία επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διότι όπως είπατε είμαστε και θα είμαστε γείτονες για πάντα. Πραγματικά δεν πιστεύω ότι υπάρχει έχθρα, παρά τα διάφορα στερεότυπα, μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού λαού. Δυστυχώς, δεν έλαβα την ανταπόκριση που ανέμενα.
Αυτό που είδαμε από την Τουρκία το τελευταίο έτος είναι ουσιαστικά η υπογραφή ενός Μνημονίου Συνεννόησης, το οποίο θεωρούμε άκυρο και παράνομο, μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης, και το οποίο σαφώς παραβιάζει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, επειδή δεν αναγνωρίζει καθόλου Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη για τα ελληνικά νησιά. Είναι κάτι εντελώς απαράδεκτο, εντελώς παράνομο και όχι μόνο κατά τη δική μας άποψη. Όλοι νομίζω θα την συμμερίζονταν.
Είδαμε εντελώς παράνομες γεωτρήσεις, και όχι απλώς για ερευνητικούς σκοπούς, εντός της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης κατά σαφή παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου. Είδαμε υπερπτήσεις σε ελληνικά νησιά, είδαμε την απόπειρα οπλοποίησης μεταναστών και προσφύγων στις αρχές Μαρτίου. Θα θυμόσαστε ότι δεκάδες χιλιάδες προσπάθησαν να διασχίσουν τα ελληνικά σύνορα, τα οποία υπερασπιστήκαμε και καταστήσαμε σαφές ότι δεν επρόκειτο να συμβεί. Νομίζω ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται με αναξιόπιστο τρόπο και εντός του ΝΑΤΟ.
Εγείρονται ανησυχίες συλλογικής ασφάλειας. Η αγορά, λόγου χάρη, του οπλικού συστήματος S400 γεγονός που μας ανησυχεί όλους, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, καθώς εκθέτει σε κίνδυνο τα F35 που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ΝΑΤΟ, ως τα πλέον προηγμένα αεροσκάφη που διαθέτει η συμμαχία. Είδαμε την παραβίαση του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη.
Συνεπώς, η συμπεριφορά της Τουρκίας είναι, κατά την άποψή μου, αποσταθεροποιητική και αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για την Ελλάδα. Αποτελεί πρόβλημα για την Ευρώπη και νομίζω ότι αποτελεί πρόβλημα και για τις ΗΠΑ από την άποψη ότι ενδιαφερόταν πάντα για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Κατέστησα πολύ σαφές στον Πρόεδρο Ερντογάν ότι είμαι πάντα πρόθυμος να συζητήσω το ένα εκκρεμές ζήτημα που θεωρούμε ότι έχουμε με την Τουρκία, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Από την εποχή που ήσασταν Πρέσβης, πραγματοποιούνταν διερευνητικές συνομιλίες, οι οποίες συνεχίστηκαν επί μακρόν και σημειώθηκε πρόοδος, ωσότου η Τουρκία τις διέκοψε το 2016.
Δηλώσαμε, λοιπόν, ότι είμαστε πρόθυμοι να ξαναρχίσουμε τις συνομιλίες, αλλά δεν μπορούμε να το πράξουμε υπό το καθεστώς απειλών ούτε θα προσέλθουμε εκβιαζόμενοι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, επειδή απειλείτε ότι θα παραβιάσετε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αυτό απορρίπτετε.
Επίσης καταστήσαμε σαφές όταν συνέβη το πρόσφατο περιστατικό στο οποίο η Τουρκία εξέδωσε NAVTEX απειλώντας να πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες εντός της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, ότι δεν επρόκειτο να αποδεχθούμε.
Το καλό είναι ότι τελικά δεν κατέπλευσε κανένα πλοίο, γεγονός που εκλαμβάνω ως θετική ένδειξη, επειδή όσο συνομιλούμε -εάν πραγματικά θέλουμε να συνομιλήσουμε, δεν μπορούμε να υπονομεύουμε την ουσία των συνομιλίων, η οποία είναι πώς θα λύσουμε το πρόβλημα των αξιώσεών μας αναφορικά με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Επίσης υπήρξα πολύ ειλικρινής απέναντι στην Τουρκία και την παγκόσμια κοινότητα, λέγοντας ότι εάν δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία, ας πάμε στο Δικαστήριο της Χάγης. Να συμφωνήσουμε ότι αυτή είναι η μόνη διαφορά μας, να θέσουμε τις παραμέτρους, να συμφωνήσουμε σε όσα συμφωνούμε και σε όσα διαφωνούμε και να σεβαστούμε την απόφαση του δικαστηρίου. Να σεβαστούμε το διεθνές δίκαιο.
Πιστεύω ότι αυτή είναι μία δίκαιη προσέγγιση στον βαθμό που δεν μπορούμε -εάν δεν μπορούμε- να λύσουμε τη διαφορά μας απευθείας μεταξύ μας.
Όμως σημειώθηκαν και άλλες προκλητικές ενέργειες. Η μετατροπή και πάλι της Αγιάς Σοφιάς σε τέμενος ήταν, κατά την άποψή μου, μία εντελώς περιττή ενέργεια. Ήταν μουσείο για 86 χρόνια. Η Κωνσταντινούπολη δεν στερείται τεμένων.
Έχει όμορφα και πολλά τεμένη. Άρα γιατί να πάρει κάποιος μια εκκλησία που μετατράπηκε σε τέμενος κι έπειτα σε μουσείο και αποτελούσε διαθρησκευτικού διαλόγου και να το πολιτικοποιήσει με τέτοιον τρόπο. Μια εντελώς περιττή ενέργεια, η οποία ταυτόχρονα εγείρει ζητήματα, επειδή πρόκειται για Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, το οποίο ανακηρύχθηκε σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς ως μουσείο όχι ως τέμενος. Επίσης κατέστησα σαφές και στους Ευρωπαίους εταίρους μας, ότι εάν η Τουρκία συνεχίσει να προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες, θα πρέπει να υπάρξουν συνέπειες.
Θα πρέπει να υπάρξουν κυρώσεις. Άρα είτε η σχέση θα βελτιωθεί ή, εάν η Τουρκία συνεχίσει να παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αντιδράσει.
Για πρώτη φορά διαπιστώσω μεγαλύτερη κατανόηση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή μας δεν είναι ιδιαίτερα εποικοδομητικός.
Δεν επιθυμούμε να απομονώσουμε την Τουρκία. Θα ήμουν ο πρώτος υπέρμαχος μιας παραγωγικής σχέσης μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλω να συνεργαστούμε με την Τουρκία στο θέμα της μετανάστευσης. Γνωρίζετε ότι φιλοξενούν 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες και έχουμε συνεργαστεί μαζί της, αλλά δεν μπορούμε να λειτουργούμε υπό τη διαρκή απειλή ότι θα ανοίξουν τις πύλες και θα μας στείλουν πρόσφυγες και μετανάστες, για να ασκήσουν πίεση.
Έχουμε αποδείξει ότι δεν ανεχόμαστε την πίεση, αντιδρούμε.
Έχουμε τη δυνατότητα, τη βούληση, την εθνική ενότητα να αντιδράσουμε και να στηρίξουμε αυτή την πολιτική. Είμαι μία προσέγγιση καρότου και μαστίγιου, όπου το καρότο και μαστίγιο πρέπει να χρησιμοποιούνται εξίσου απέναντι στην Τουρκία. Στο ΝΑΤΟ νομίζω πώς είναι πολύ σαφές ότι αυτή η στάση ουδετερότητας, ότι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με δύο μέλη του ΝΑΤΟ και άρα δεν θα παρέμβουμε, δεν θα είναι πλέον αποδεκτή από εμένα.
Το έθεσα και στον Γενικό Γραμματέα Στόλτενμπεργκ, ότι συνεισφέρουμε στον ΝΑΤΟ, είμαστε σύμμαχος χώρα και προσδοκούμε, όταν αισθανόμαστε πως ένας άλλος ΝΑΤΟϊκός σύμμαχος συμπεριφέρεται κατά τρόπο που θέτει σε κίνδυνο τα δικά μας συμφέροντα, να μην υιοθετεί το ΝΑΤΟ αυτή την στάση των ίσων αποστάσεων και της μη παρέμβασης στις εσωτερικές διαφορές. Είναι βαθύτατα άδικο για την Ελλάδα».
πηγή: protothema.gr