Η δίμηνη διεξαγωγή των αγώνων ποδοσφαίρου χωρίς θεατές, στην πράξη αποδείχθηκε ότι ήταν μία βεβιασμένη και αδικαιολόγητη απόφαση της Κυβέρνησης. Αν δεχτούμε ότι οι χώροι όπου διεξάγονται αγώνες επαγγελματικών ομάδων αποτελούν θύλακες εκκόλαψης της βίας, θα έπρεπε να είχαν διακοπεί όλα τα Πρωταθλήματα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και τελικά την πλήρωσαν, κατά πρώτον όσοι φίλαθλοι είχαν εισιτήρια διαρκείας και κατ’ επέκταση οι φίλοι των ομάδων που έχουν κάνει την παρακολούθηση των αγώνων μέρος της ζωής τους.
Αν η Κυβέρνηση ήθελε χρόνο για να νομοθετήσει ή να ολοκληρώσει τα ηλεκτρονικά συστήματα εισόδου στα γήπεδα, θα μπορούσε να το κάνει χωρίς να πάρει το μέτρο των κενών κερκίδων. Αλλωστε τα οπαδικά γεγονότα τα οποία κόστισαν ζωές δεν είχαν χώρο δράσης τα γήπεδα. Οπότε προς τι τόση βιασύνη ώστε οι αγώνες να διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών; Εκτός κι αν η Κυβέρνηση ήθελε να στείλει ένα μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι αυτή τη φορά είναι αποφασισμένη να πάρει ακραίες αποφάσεις κατά της βίας.
Εχω την άποψη πάντως ότι με… μηνύματα δεν λύνεται το θέμα της βίας, το οποίο όπως δήλωσε πρόσφατα ο καθηγητής εγκληματολογίας κ. Πανούσης «βρίσκεται πλέον σε μεταχουλιγκανικό επίπεδο». Δεν θα διαφωνήσω, γιατί σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγούν τα γεγονότα. Δυστυχώς όμως ενώ όλη η υπόλοιπη Ευρώπη, έχει αξιοποιήσει όλα τα σύγχρονα εργαλεία για την μείωση των περιστατικών βίας, η Ελλάδα στον τομέα αυτό μοιάζει με το μαθητούδι που πηγαίνει στα νήπια και έχει την αίσθηση ότι εισήχθη στο Πανεπιστήμιο.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Αθλητισμού Γιάννης Βρούτσης μίλησε στο περιθώριο της 2ης και 3ης συνεδρίασης της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων για τα νέα άρθρα του Αθλητικού Νομοσχεδίου, τονίζοντας ότι «προσπαθήσαμε να κλείσουμε κενά και παραλείψεις, που έρχονται από το παρελθόν». Και γεννάται το ερώτημα: Αυτό ήταν το πρόβλημα της βίας στον ελληνικό αθλητισμό ή η ατολμία για την εφαρμογή των νόμων;
Νομοθετικό πλαίσιο υπήρχε, αλλά εκείνο που δεν υπήρχε ήταν ένας νόμος που θα υποχρέωνε τους εμπλεκόμενους να εφαρμόσουν τον νόμο.
Την έχετε ακούσει φαντάζομαι και στο παρελθόν αυτή τη φράση, που αναδύει το τεράστιο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Και εκεί είναι η αφετηρία της αποτελεσματικότητας των μέτρων. Να συμφωνήσω, ότι οι διορθωτικές κινήσεις που έγιναν θα αφήσουν εκτός γηπέδων όλους εκείνους που εκμεταλλεύονται τις συνθήκες που επικρατούν στις κερκίδες για να προβούν σε ακραίες εκδηλώσεις.
«Σαφώς αναγνωρίζουμε ότι η βία είναι ένα πολυσύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, και η αντιμετώπισή της δεν είναι απλή» δήλωσε ο κ. Βούρτσης και δεν έχει άδικο.
Το ζήτημα όμως είναι ποια θέση θα πάρει η Κυβέρνηση και πώς θα προστατέψει όλα τα υποψήφια θύματα από την βία. Γιατί τον Τζήλο και τον Μάνταλο δεν τους επιτέθηκαν «εξοργισμένοι οπαδοί». Εγκληματική ενέργεια ήταν, όπως και τα όσα έγιναν έξω από το κλειστό του Ρέντη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η ρίζα του κακού είναι πρώτα οι ηθικοί αυτουργοί και μετά οι φανατικοί οπαδοί της κάθε ομάδας.