Για κάθε ομάδα, σε κάθε αγώνα, υπάρχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα. Για τον ΠΑΟΚ, στο ματς με τον ΠΑΣ στα Γιάννινα, παρά τη νίκη και την καλή, σε γενικές γραμμές, εμφάνιση, υπήρχαν, πέρα από τα θετικά, και τα αρνητικά στοιχεία, τα οποία, όμως, εμφανίζονται σταθερά σε όλους τους φετινούς αγώνες του. Είναι τομείς στους οποίους πρέπει να δουλέψουν οι παίκτες για να βελτιωθούν, όπως πρέπει να δουλέψει και ο Λουτσέσκου για να βοηθήσει την ομάδα να ξεπεράσει, όσο είναι δυνατόν, τις αδυναμίες της.
Παραθέτω ορισμένα παραδείγματα, τόσο σε ατομικό, όσο και σε ομαδικό επίπεδο, παίρνοντας αφορμή από τις κινήσεις ορισμένων παικτών και από τη λειτουργία γενικότερα της ομάδας.
Ατομικά, πρώτα:
Με ενοχλεί: Να τα κάνει όλα σωστά ο πολύπειρος Τάισον, αλλά να παίρνει συνήθως στην τελική ενέργεια τη λανθασμένη απόφαση και μετά να “χτυπιέται” και να τα βάζει με τον εαυτό του.
Δεν με ενοχλεί: Να μην “περνάνε” πολλές από τις πάσες του άπειρου ακόμη Κωνσταντέλια. Είναι πάντα έξυπνες, δείχνουν πάντα ότι πρόθεσή του είναι να δημιουργήσει τη φάση για γκολ, αλλά δεν γίνεται να “περνάνε” όλες, διότι στο τερέν υπάρχουν και αντίπαλοι.
Με ενοχλεί: Να μη μαρκάρουν παίκτη και να μην πηδούν καν για να αποκρούσουν στα “στημένα” του αντιπάλου, αλλά να διώχνουν την μπάλα με το κεφάλι μόνο όταν πηγαίνει πάνω τους, οι έμπειροι Εκόνγκ, Κεντζιόρα, Νάσμπεργκ.
Δεν με ενοχλεί: Να κάνει λάθη ο άπειρος ακόμη Κουλιεράκης. Μου αρκεί που είναι ο πιο μαχητικός, ο πιο σταθερός και ο πιο δυνατός από όλους τους άλλους αμυντικούς του ΠΑΟΚ. Και ο πιο επικίνδυνος για τον αντίπαλο στα “στημένα”.
Ομαδικά, τώρα:
Με ενοχλεί: Να παίζει ο ΠΑΟΚ με κατώτερο (ή ακόμη και ανώτερο) αντίπαλο, να έχει προηγηθεί και να... σαστίζει, να κλείνεται πίσω και να μη μπορεί να κρατήσει μπάλα για να διατηρήσει τον έλεγχο του παιχνιδιού, αλλά να την “πουλάει” συνεχώς, δίνοντας στον αντίπαλο την ευκαιρία να επιχειρήσει πολλές επιθέσεις.
Δεν με ενοχλεί: Να προσπαθεί ο ΠΑΟΚ να πάρει τη νίκη σε ένα ματς με ισάξιο, ή και καλύτερο αντίπαλο, να έχει προηγηθεί και να παίζει συντηρητικά για να διαχειριστεί το προβάδισμά του. Να κρατάει πολλή ώρα την μπάλα στην κατοχή του, να μη την “πουλάει”, να ροκανίζει τον χρόνο και να προσπαθεί παράλλλα να πετύχει κι άλλο γκολ.
Προφανώς, υπάρχουν και άλλα ζητήματα. Οπως η “εξαφάνιση” στο ματς με τον ΠΑΣ του Ντεσπόντοφ. Δεν είναι μόνο 10άρι, είναι και εξτρέμ. Στα Γιάννινα έπαιξε εξτρέμ, αλλά φάνηκε μόνο σε μία φάση. Οπως η ολοφάνερη αγωνιστική πτώση του Ράφα Σοάρες, που μάλλον απογοητεύτηκε από τη στιγμή που βρέθηκε στη σκιά του Μπάμπα. Οπως και η διαπίστωση ότι... μαύρα μάτια θα κάνουμε για να δούμε να παίζουν ο Λύρατζης, ο Βρακάς, ο Γιαξής και, βέβαια, ο Τζίμας.
Αλλά αυτό το τελευταίο είναι προφανώς ένα άλλο θέμα συζήτησης. Απλώς, λέω το εξής: Φανταστείτε πώς νιώθει αυτή τη στιγμή ο Λύρατζης. Εχει μπροστά του Βιειρίνια, έχει μπροστά του Κεντζιόρα, έχει πλέον μπροστά του και Σάστρε. Πόσο αισιόδοξος μπορεί να είναι ότι θα έρθουν αγώνες που θα παίξει κι αυτός; Και λέω μόνο για τον Λύρατζη και όχι και για τους άλλους νεαρούς, γιατί ο Λύρατζης είχε ήδη καταξιωθεί ως ένας παίκτης του βασικού κορμού. Κι αυτό είχε γίνει όχι γιατί απλά είναι “ΠΑΟΚτσάκι”, βγαλμένο από τα σπλάχνα, αλλά γιατί το άξιζε. Εύχομαι να μην έχει την ίδια τύχη και ο Τσιγγάρας, τώρα που μπήκαν για τα καλά στην ομάδα ο Μεϊτέ και ο Οζντόεφ.
ΥΓ. Μετά από μια εκτός έδρας νίκη να επισημαίνονται τα αρνητικά; Ναι, βέβαια. Ποτέ δεν παραλείπονται τα θετικά και τα είπαμε χθες, αλλά η επισήμανση των αρνητικών έχει μεγαλύτερη αξία μετά από νίκες, όχι μετά από ήττες.