Η χώρα της τουλίπας επιστρέφει σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, μετά την απουσία από το Μουντιάλ 2018, και η κατάρα που τους στοιχειώνει ξυπνάει στις μνήμες των «οράνιε».
Η Ολλανδία εδώ και χρόνια από το 1960 μέχρι και σήμερα αποτελεί ένα φυτώριο ποδοσφαιριστών που γαλουχήθηκε από νεαρή ηλικία να παίζει το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, το λεγόμενο total football.
Η γενιά των Κρόιφ, Νέεσκενς, Φαν Χάνεχεμ και άλλων χαρισματικών ποδοσφαιριστών εκείνη την εποχή, κουβαλούσε στις πλάτες της ένα βάρη φορτίο. Την διάκριση της Εθνικής Ολλανδίας σε μια μεγάλη διοργάνωση, εν προκειμένω στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 που γινόταν στη Γερμανία.
Οι καθοριστικές αλλαγές πριν το Μουντιάλ
Λίγο πριν η ομάδα ξεκινήσει την προετοιμασία για το Παγκόσμιο Κύπελλο η ομοσπονδία της χώρας αποφάσισε πως με τον Φράντισεκ Φάντρονκ στο τιμόνι της ομάδας, η σημαντική αποστολή στο Μουντιάλ θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο, αποφασίζοντας να φέρουν ως βοηθό του τον «πατέρα» του totaalvoetbal ( ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο), τον Ρίνους Μίχελ. Στην πραγματικότητα όμως ο βοηθός ήταν ο Φάντρονκ αφού οποιαδήποτε προπονητική απόφαση προερχόταν από τον Μίχελ. Ο Ολλανδός από τις πρώτες του κιόλας μέρες ως πρώτος προπονητής έδειξε τις προθέσεις του. Και αυτές δεν ήταν άλλες από το να εφαρμόσει το πλάνο που τον έκανε διάσημο σε όλη την ποδοσφαιρική υφήλιο. Το total football.
Οι αλλαγές ξεκίνησαν από τη θέση κάτω από τα δοκάρια. Οι βασικοί υποψήφιοι για τη θέση του τερματοφύλακα τότε ήταν οι Πιτ Σχράιφερς και Φαν Μπέφερεν, αλλά ο πρώτος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του βασικού τερματοφύλακα για τον Μίχελ και ο δεύτερος «πλήρωσε» τις κακές σχέσεις που είχε με τον προπονητή και τον Κρόιφ. Έτσι τη θέση του βασικού τερματοφύλακα την έδωσε στον Γιαν Γιόνγκμπλουντ, ο οποίος πίστευε πως προοριζόταν για τρίτος τερματοφύλακας και για αυτό στις βαλίτσες του κουβαλούσε εξοπλισμό ψαρέματος. Οι αλλαγές δεν ήταν όμως μόνο αυτές. Στο κέντρο της άμυνας τοποθετήθηκαν ο μέσος Αρί Χάαν και το δεξί μπακ Ράισμπερχεν.
Η ανωτερότητα της Γερμανίας
Η πορεία της ομάδας μέχρι τον τελικό ήταν ιδανική, δείχνοντας ικανή να σηκώσει το πολυπόθητο τρόπαιο, καθώς είχε καταφέρει να πετύχει 14 τέρματα και να δεχτεί μόλις ένα από τη Βουλγαρία στην πρώτη φάση της διοργάνωσης (5 νίκες, 1 ισοπαλία) . Οι Ολλανδοί απέναντι τους είχαν τη Δυτική Γερμανία του Γκερντ Μίλερ. Ο αγώνας ξεκίνησε ιδανικά για την ομάδα των «οράνιε».
Σε μια φάση που μνημονεύεται μέχρι και σήμερα, οι Ολλανδοί αντάλλαξαν 16 πάσες προτού ο Κρόιφ πάρει την μπάλα περάσει τον προσωπικό του αντίπαλο και στο όριο της μεγάλης περιοχής ανατραπεί. Ο διαιτητής δείχνει την άσπρη βούλα και την εκτέλεση αναλαμβάνει ο σπεσιαλίστας Νέεσκενς, οποίος δεν αστοχεί και μόλις στο 2ο λεπτό δίνει το προβάδισμα στην ομάδα του.
Η εξέλιξη του παιχνιδιού δεν ήταν όμως ανάλογη του ξεκινήματος. Οι Γερμανοί μετά από ένα κρύο πρώτο 15λεπτο παίρνουν τα ηνία του αγώνα. Στο 25ο λεπτό απαντούν με τον ίδιο τρόπο, αφού Μπρέιντερ ευστοχεί από τα έντεκα βήματα. Η ολική ανατροπή ήρθε λίγο πριν την ολοκλήρωση των 45 λεπτών. Ο Μίλερ δέχτηκε μια πάσα λίγο έξω από τη μικρή περιοχή και με ένα συρτό σουτ έστειλε την μπάλα στα δίχτυα γράφοντας και το τελικό σκορ 2-1 υπέρ της οικοδέσποινας χώρας. Έτσι το τελευταίο Μουντιάλ στο οποίο συμμετείχε ο Κρόιφ έληξε άδοξα.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής και της χούντας
Το Μουντιάλ του 1978 θα διεξαγόταν στη Αργεντινή που εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό καθεστώς χούντας. Με την διοργάνωση να δίνει μεγαλύτερη ώθηση στην προπαγάνδα του Χόρχε Βιδέλα.
Η Ολλανδία βρισκόταν σε «συναγερμό». Στις τάξεις της ομάδας αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα είχε ξεσπάσει μια φημολογία περί μη συμμετοχής της ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Στη χώρα οι πολιτικές πεποιθήσεις ήταν ρητά αντίθετες με το καθεστώς στο οποίο βρισκόταν η χώρα της Λατινικής Αμερικής. Πολλοί πολιτικοί της εποχής εκείνης αρνήθηκαν να δώσουν το παρών για λόγους ιδεολογίας. Ανάμεσα τους βρέθηκαν και παίκτες παγκόσμιας κλάσης όπως ο Μπράιντερ ( παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Δυτική Γερμανία το 1974) και ο Γιόχαν Κρόιφ. Ο Τύπος της χώρας τότε έκανε λόγο για απουσία του «ιπτάμενου Ολλανδού» λόγω ιδεολογίας. Η αλήθεια όμως ήρθε 30 χρόνια αργότερα, όταν ο Ολλανδός παραχώρησε συνέντευξη στο Catalunya Radio και αποκάλυψε τον πραγματικό λόγο της απουσίας του.
«Πρέπει να ξέρετε ότι είχα προβλήματα στο τέλος της καριέρας μου ως παίκτης εδώ και δεν ξέρω αν γνωρίζετε ότι κάποιος έβαλε μία καραμπίνα στο κεφάλι μου και με έδεσε, έδεσε τη σύζυγό μου μπροστά στα παιδιά, στο διαμέρισμά μας στη Βαρκελώνη. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο με συνοδεία αστυνομίας. Η αστυνομία κοιμόταν στο σπίτι για 3-4 μήνες. Πήγαινα στους αγώνες με σωματοφύλακα».
Τελικά η ολλανδική ομάδα πραγματοποιεί το υπερατλαντικό ταξίδι και βρίσκεται στην Αργεντινή. Η αποστολή όμως δεν έμεινε στον αστικό ιστό καθώς επέλεξε την πόλη Μεντόσα στις δυτικές Άνδεις, με ιδανικές θερμοκρασίες για προπονήσεις.
«Πραξικόπημα» κατά του Χάπελ
Αυτή τη φορά η πορεία προς το τελικό δεν ήταν ανάλογη με εκείνη του 74'. Η ομάδα έχει ενεργητικό 14 τέρματα αλλά και 7 παθητικό ( 3 νίκες, 2 ισοπαλίες, 1 ήττα). Η εικόνα δεν ήταν πολύ καλή. Χαρακτηριστικό είναι και το σχόλιο ενός Αργεντινού δημοσιογράφου. « Η Ολλανδία μοιάζει με μια εκπληκτική μηχανή στην οποία λείπει ο άνθρωπος που την εφηύρε. Ο άνθρωπος αυτός, προφανώς, είναι ο Γιόχαν Κρόιφ»..
Στην ομάδα επικρατεί ένα κλίμα αμφισβήτησης προς το πρόσωπο του τότε προπονητή Ερνστ Χάπελ. Το «πραξικόπημα» προερχόταν από τον βοηθό του Αυστριακού, Γιαν Τσβάρκταϊς. Η ομοσπονδία αποφασίζει για άλλη μια φορά να κάνει τον πρώτο προπονητή βοηθό και τούμπαλιν. Όπως στην περίπτωση του Μίχελ με τον Φάντρονκ. Ο Χάπελ παρέμεινε στην άκρη του πάγκου αλλά τις οδηγίες τις έδινε ο Τσβάρκταϊς.
Με τη χούντα στο πλευρό της
Οι «οράνιε», παρά τα όσα προβλήματα αντιμετώπιζαν, κατάφεραν για δεύτερη συνεχή φορά να βρεθούν στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και απέναντι τους να βρουν για ακόμη μια φορά την διοργανώτρια χώρα. Η Αργεντινή στο παιχνίδι που θα κρινόταν η πρόκρισή της στον τελικό είχε τη τύχη να γνωρίζει το αποτέλεσμα του άλλου αγώνα ανάμεσα σε Βραζιλία και Πολωνία.
Αυτή η συγκυρία έδινε το δικαίωμα στην «αλμπισελέστε» να ξέρει πριν ξεκινήσει η δική της αναμέτρηση πόσα γκολ έπρεπε να πετύχει απέναντι στο Περού. Εν τέλει νίκησε με έξι τέρματα διαφορά ενώ χρειαζόταν τουλάχιστον τέσσερα. Έτσι έφτασε στον τελικό που διεξαγόταν στο γήπεδο της Ρίβερ Πλέιτ, στο «Μουνεμεντάλ».
Το παιχνίδι ξεκίνησε επεισοδιακά όπως άλλωστε και σε όλη την διάρκεια του. Ο διαιτητής της αναμέτρησης λέει στον ποδοσφαιριστή της Ολλανδίας, Ρένε φαν ντε Κέρκοφ, πως πρέπει να αφαίρεση τον νάρθηκα που φορούσε στο δεξί του χέρι, οποίος είχε τοποθετηθεί εξαιτίας τραυματισμό στην πρεμιέρα της διοργάνωσης. Ωστόσο ήταν η πρώτη φορά που ο νάρθηκας ήταν πρόβλημα για την διεξαγωγή ενός αγώνα σε εκείνη τη διοργάνωση. Ο λόγος ήταν για μην τραυματίσει κάποιον αντίπαλο του. Βέβαια η εξέλιξη του αγώνα έδειξε πως ο διαιτητής ανησυχούσε κυρίως για τους ποδοσφαιριστές της Αργεντινής καθώς έκανε τα «στραβά μάτια στο σκληρό παιχνίδι των Αργεντινών.
Στο 37ο λεπτό ο Κέμπες ανοίγει το σκορ για την «αλμπισελέστε». Αυτό δεν πτόησε όμως τους Ολλανδούς που στην επανάληψη έχασαν πολλές ευκαιρίες ώστε να ισοφαρίσουν. Στο 82ο λεπτό ήρθε η λύτρωση από τον Νανίνχα, ισοφαρίζοντας σε 1-1. Στις καθυστερήσεις της κανονικής διάρκειας ο Ρένσενμπρικ χάνει τεράστια ευκαιρία να στείλει την μπάλα στα δίχτυα και το τρόπαιο στην Ολλανδία, αλλά η μπάλα βρίσκει στο δοκάρι. Στην παράταση οι οικοδεσπότες μπήκαν πιο δυναμικά και κατάφεραν να πάρουν εκ νέου το προβάδισμα, με το δεύτερο προσωπικό γκολ του Κέμπες. Και στο 115' τριπλασίασαν τα τέρματα τους με τον Μπερτόνι αφού πρώτα έκανε κοντρόλ με το χέρι. Άλλη μια φορά οι «οράνιε» φτάνουν στην πηγή χωρίς να πιουν νερό.
Στο Γιοχάνεσμπουργκ το κακό τρίτωσε
Η Ολλανδία μετά από 32 χρόνια φτάνει ξανά σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου και για κακή της τύχη βρίσκει απέναντί της την καλύτερη Εθνική ομάδα των τελευταίων χρόνων, την Ισπανία. Οι «φούριας ρόχας» με το Euro του 2008 στις βαλίτσες τους ταξίδευαν στη Νότια Αφρική ως ένα από τα μεγάλα φαβορί. Από την άλλη η Ολλανδία και αυτή με μια πολύ καλή φουρνιά ποδοσφαιριστών όπως οι Ρόμπεν, Φαν Πέρσι, Σνάιντερ, Φαν Μπρόχοστ, Φαν Μπόμελ και πολλοί άλλοι.
Ο τελικός ανάμεσα στις δύο ευρωπαϊκές ομάδες ξεκίνησε όπως αναμενόταν, οι Ισπανοί με την μπάλα στα πόδια, με τους «οράνιε» να ψάχνουν ανοικτούς χώρους ώστε να χτυπήσουν στην αντεπίθεση. Το πρώτο μέρος κύλησε χωρίς πολλές συγκινήσεις, με τη μόνη αξιοσημείωτη στιγμή να ανήκει στο Ντε Γιονγκ και στο «δολοφονικό» τάκλιν που έκανε στον Τσάμπι Αλόνσο.
Στην επανάληψη ο ρυθμός ήταν σαφέστατα καλύτερος. Στο 62ο λεπτό ο Ρόμπεν χάνει ανεπανάληπτο τετ-α-τετ, με τον Κασίγιας να αποκρούει ενστικτωδώς με τα πόδια. Μέχρι το τέλος της κανονικής διάρκειας οι ποδοσφαιριστές του Ντελ Μπόσκε χάνουν σημαντικές ευκαιρίες ώστε να δώσουν το προβάδισμα στην ομάδα τους. Οι Ολλανδοί στις κερκίδες βλέπουν την ομάδα τους να φτάνει ξανά στην παράταση και οι μνήμες από τον τελικό του 1978 ξυπνούν. Στο 109' ο Χάιντιχα αντικρίζει την δεύτερη κίτρινη κάρτα και αφήνει την ομάδα του με παίκτη λιγότερο. Λίγα λεπτά αργότερα ο Ινιέστα σκοράρει γράφοντας και το τελικό 1-0, δίνοντας το τρόπαιο στην Εθνική Ισπανίας.
Οι προσευχές των Ολλανδών δεν βρήκαν ανταπόκριση και το κακό τρίτωσε. Άραγε θα παρουσιαστεί και τέταρτη ευκαιρία στους «οράνιε»;