Εννοείται ότι η Εθνική μπορεί να πάρει την πρόκριση μέσω των μπαράζ του Nations League. Και εννοείται, γιατί εκεί θα έχει να αντιμετωπίσει ομάδες ισάξιες ή και κατώτερες από την ίδια.
Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα πάμε στα τελικά του Εuro 2024. Αλλά το ζήτημα είναι αν η Εθνική Ελλάδας “μεγαλώνει”. Αν γίνεται πιο ποιοτική. Αν βρίσκει για να βάλει στις τάξεις της μεγάλους παίκτες. Και, βέβαια, αν μπορεί να νικήσει και ανώτερους αντιπάλους.
Φοβάμαι ότι σε όλα αυτά η απάντηση είναι ένα πελώριο “όχι”. Και ότι, αν προκριθούμε, θα μείνουμε στο τέλος με την ικανοποίηση ότι απλώς πήγαμε στο Euro. Γιατί πέρα από ένα συμμάζεμα που έγινε σε σοβαρότητα, διάθεση και ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια, τίποτε δεν δείχνει ότι η Εθνική γίνεται ανταγωνιστική απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Το... ηρωϊκό ποδόσφαιρο με τον καλό τερματοφύλακα (που πάντα έχουμε) και την πολυπρόσωπη άμυνα (στην οποία πάντα καταφεύγουμε) δεν αρκεί για να φέρει αληθινά αξιόλογες επιτυχίες. Η Εθνική που πέτυχε το θαύμα των θαυμάτων το 2004 βασίστηκε κι εκείνη στη συντηρητική τακτική και στον “ανταρτοπόλεμο”, είχε όμως παίκτες που μπορούσαν όχι μόνο να υπηρετήσουν το σχέδιο “αντέχουμε πίσω”, αλλά και να “εξοντώσουν” ανώτερους αντιπάλους. Ηταν αντάρτες με όλη τη σημασία της λέξης. Μπορεί επί 80 λεπτά να πάλευαν για να αντέξουν στην πίεση, στα υπόλοιπα 10 όμως δημιουργούσαν και εκτελούσαν...
Τώρα, η πολύ καλή, υποτίθεται, Εθνική του Πογέτ έπαιξε δύο ματς με την Ολλανδία, δέχτηκε τέσσερα γκολ, δεν πέτυχε κανένα και δεν δημιούργησε ούτε μία καλή ευκαιρία. Ημασταν επιθετικά το απόλυτο μηδέν στην Ολλανδία και στην Αθήνα απειλήσαμε μόνο μία φορά με μια ατομική προσπάθεια του Ιωαννίδη. Πώς να πάρεις την πρόκριση σε βάρος του ανταγωνιστή σου όταν δείχνεις τόσο μικρός μπροστά του; Και μιλάμε βέβαια για μια Ολλανδία η οποία καμία σχέση δεν έχει με την ομαδάρα που διέθετε κατά καιρούς στο παρελθόν.
Ναι, λοιπόν, δεν είμαστε η αστεία ομάδα που έχανε από τα Νησιά Φερόε, το Λουξεμβούργο και το Λιχτενστάιν, δεν είμαστε το ξέφραγο αμπέλι του Σωκράτη και του Μανωλά, δεν είμαστε ο περίγελος της Ευρώπης, αλλά απλώς ανταποκρινόμαστε στα στοιχειώδη και τα αυτονόητα. Κερδίζουμε αυτούς από τους οποίους απαγορεύεται να χάσουμε, αλλά χάνουμε από αυτούς που πρέπει κάπου-κάπου να κερδίζουμε αν θέλουμε να μιλάμε για πρόοδο.
Δεν έχουμε, επίσης, προπονητή κάποιον από τους πολλούς τύπους που δεν ήξεραν τι έκαναν στην Εθνική, αλλά δεν έχουμε Ρεχάγκελ, ούτε καν Σάντος. Πιο τίμιος από πολλές αστείες λύσεις ο Πογέτ, αλλά κι αυτός “λίγος” στην επιλογή των διεθνών, στη διαχείρισή τους και στο κοουτσάρισμα. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα παίζαμε με τρεις φορ και από πίσω τον Σιώπη για τροφοδότη! Ούτε για ανέκδοτο θα σκεφτόταν να το πει κανείς. Δεν φανταζόμουν επίσης ότι η προσπάθεια για την απ' ευθείας πρόκριση θα γινόταν χωρίς τον Φορτούνη, χωρίς τον Κωνσταντέλια (έστω ως λύση εναλλακτική) και με τον Πέλκα να μπαινοβγαίνει στην ομάδα. Μόνο με έναν Μάνταλο σε ρόλο δημιουργού ήταν αδύνατο να πετύχει το εγχείρημα. Και όμως, ο Πογέτ το πίστεψε.
Ας μην αναφερθούμε πάλι στο γιατί δεν έχουμε πιο ποιοτικούς παίκτες. Τα έχουμε πει εκατοντάδες φορές. Θα επαναλάβω, όμως, ότι το κλειδί για την αναβάθμιση της Εθνικής το κρατούν οι μεγαλομέτοχοι των μεγάλων συλλόγων. Μόνο όταν προσθέσουν στο ρόστερ τους Ελληνες παίκτες, αξιοποιώντας τα τελέντα που όλοι έχουν στις ακαδημίες τους, θα μεγαλώσει η δεξαμένη από την οποία θα μπορεί να αντλεί διεθνείς ο εκάστοτε ομοσπονδιακός τεχνικός. Με 20 ξένους σε ρόστερ 25-26 παικτών, ο προπονητής θα είναι πάντα υποχρεωμένος να ψάχνει τους διεθνείς με το κερί. Ετσι κι αλλιώς, παραγωγή Ελλήνων ποδοσφαιριστών στις εξαθλιωμένες οικονομικά μικρές κατηγορίες δεν γίνεται. Ούτε καν στις ομάδες εκτός των τεσσάρων-πέντε μεγάλων της Superleague 1 γίνεται. Τουλάχιστον ας φροντίσουν γι' αυτό οι μεγάλες. Η Εθνική θα κερδίσει πολλά και οι ίδιες δεν θα χάσουν τίποτε. Γιατί οι περισσότεροι ξένοι που ψωνίζουν δεν προσφέρουν απολύτως τίποτε...