Την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η ασυνήθιστη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τις τράπεζες, μεταξύ άλλων και για τα χαμηλά επιτόκια των καταθέσεων, η πραγματική ελπίδα των καταθετών για καλύτερες αποδόσεις έρχεται από τις αλλαγές που συντελούνται στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η κεντρική τράπεζα «μαζεύει» τα φθηνά δάνεια, ύψους 2,1 τρισ. ευρώ, που είχε προσφέρει στις τράπεζες στη διάρκεια της πανδημίας και τις υποχρεώνει να αναζητήσουν αλλού χρηματοδότηση, δηλαδή και με την προσέλκυση καταθετών με καλύτερα επιτόκια.
Το πρόγραμμα TLTRO III για μακροπρόθεσμο δανεισμό των τραπεζών από την ΕΚΤ με αρνητικά επιτόκια (ουσιαστικά, πλήρωνε τις τράπεζες για να δανείζουν!) οδηγείται στο τέλος του και οι εμπορικές τράπεζες θα έχουν συνολικά τέσσερις ευκαιρίες από την ΕΚΤ για να επιστρέψουν τη ρευστότητα που έλαβαν και την οποία είναι πλέον ασύμφορο να κρατούν στα ταμεία τους: το επιτόκιο δανεισμού των τραπεζών αυξήθηκε στο 1,75%, ακριβώς δηλαδή όσο είναι και το επιτόκιο που δίνει η ΕΚΤ στις τράπεζες για τις καταθέσεις τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν πλέον να βγάζουν εύκολα κέρδη, «παρκάροντας» τη ρευστότητα που πήραν από την ΕΚΤ με χαμηλό/αρνητικό επιτόκιο πίσω στην ίδια την ΕΚΤ, με λίγο υψηλότερο επιτόκιο.
Στην πρώτη ευκαιρία που είχαν οι τράπεζες, τον προηγούμενο μήνα, προκειμένου να επιστρέψουν τα δανεικά στην ΕΚΤ, τελικά το ποσό που επιστράφηκε ήταν πολύ χαμηλότερο από όσο περίμεναν οι περισσότερο αναλυτές, καθώς επιστράφηκαν λιγότερα από 300 δισ. ευρώ, επί συνόλου 2,1 τρισ. Δεν έχει γίνει γνωστό πόσα επέστρεψαν οι ελληνικές τράπεζες, από τα 50,7 δισ. ευρώ που είχαν κρατημένα έως και τον Οκτώβριο, αλλά πληροφορίες αναφέρουν ότι ακολούθησαν τον ευρωπαϊκό κανόνα, επιστρέφοντας πολύ λίγα στην κεντρική τράπεζα.
Η δεύτερη ευκαιρία πρόωρης επιστροφής των TLTROs έρχεται την Παρασκευή. Το μεσημέρι θα γίνει γνωστό από την ΕΚΤ το ποσό που θα επιστρέψουν οι τράπεζες και οι αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή τη φορά το... ρεύμα της επιστροφής θα είναι πολύ πιο πυκνό. Εκτιμάται ότι θα γυρίσουν στην ΕΚΤ περίπου 500 - 600 δισ. ευρώ, ώστε συνολικά να έχουν επιστραφεί πριν το τέλος του έτους έως και 900 δισ. ευρώ, δηλαδή γύρω στο 40% της ρευστότητας που χορηγήθηκε συνολικά από την ΕΚΤ.
Το μεγάλο ερώτημα, που έχει ενδιαφέρον και για τους Έλληνες καταθέτες, είναι πόσα θα επιστρέψουν στην ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες. Όση περισσότερη φθηνή ρευστότητα φύγει, τόσο μεγαλύτερο κίνητρο θα έχουν οι τράπεζες να αναζητήσουν καταθέσεις για να την αναπληρώσουν, άρα και να προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις, πρωτίστως στους καταθέτες προθεσμίας, οι οποίοι κλείνουν τα χρήματά τους για μεγάλες περιόδους και προσφέρουν την πιο σταθερή μορφή χρηματοδότησης στις τράπεζες.
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι τράπεζες του Νότου, μεταξύ των οποίων και οι ελληνικές, δεν θα δείξουν μεγάλη βιασύνη να επιστρέψουν τη φθηνή ρευστότητα, καθώς ακόμη και με τους σημερινούς, δυσμενέστερους όρους, δεν παύει να αποτελεί μια φθηνή μορφή χρηματοδότησης, φθηνότερη για πολλές τράπεζες από τη διατραπεζική αγορά. Από την άλλη, όμως, έχει δοθεί από διοικήσεις ελληνικών τραπεζών «σήμα» για την πρόθεσή τους να επιστρέψουν στην ΕΚΤ γρηγορότερα τα TLTROs και μένει να φανεί την Παρασκευή αν θα ακολουθήσουν την αναμενόμενη ροή επιστροφών από τις άλλες τράπεζες, γυρίζοντας στην ΕΚΤ σημαντικά ποσά, ενδεχομένως και πάνω από 10 δισ. ευρώ.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής, Παύλος Μυλωνάς, μιλώντας πρόσφατα για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων τρίτου τριμήνου σε αναλυτές, είχε παρουσιάσει την επιστροφή της ρευστότητας από τα TLTRO ως μια διαδικασία που θα αναδείξει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Εθνικής σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις, καθώς η τράπεζα διαθέτει, όπως είχε τονίσει, μεγάλη και σταθερή καταθετική βάση, με μερίδιο αγορά 36% στις προθεσμιακές καταθέσεις. Οι καταθέσεις, είχε επισημάνει, αποτελούν ένα πολύ μεγάλο μέρος της πλεονάζουσας ρευστότητας της Εθνικής, με το πλεόνασμα να φθάνει τα 7 δισ. ευρώ. Σημειωτέον ότι η Εθνική έχει δανεισθεί με το πρόγραμμα TLTRO ποσό 11,6 δισ. ευρώ.
Από τις δηλώσεις Μυλωνά φαίνεται η πρόθεση των τραπεζών, ή τουλάχιστον ορισμένων εξ αυτών, να επιστρέψουν σχετικά σύντομα τα φθηνά δάνεια στην ΕΚΤ και να βασισθούν περισσότερο για τη χρηματοδότησή τους στις καταθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή των δανείων θα αλλάξει ριζικά τη δομή χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, όπως φαίνεται στο γράφημα που περιέλαβε σε σημερινή του ανάλυση ο οίκος αξιολόγησης Fitch:
Στα τέλη του 2019, η συνολική χρηματοδότηση των τραπεζών με διάφορα μέσα (καταθέσεις, ρέπος κ.α.) ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από 200 δισ. ευρώ, με σχετικά μικρή συμβολή του δανεισμού από την ΕΚΤ (κόκκινη χρώμα στο γράφημα). Στο τέλος Ιουνίου 2022 είχε εκτιναχθεί περίπου σε 275 δισ. ευρώ, κυρίως χάρη στη θεαματική αύξηση του δανεισμού από την ΕΚΤ, που προήλθε από το πρόγραμμα TLTRO. Όταν περιορισθεί σημαντικά το... κόκκινο χρώμα στο γράφημα, θα έχουν και οι καταθέτες μεγαλύτερες ελπίδες για καλύτερα επιτόκια.