Ο Εμανουέλ Μακρόν χάνει την απόλυτη πλειοψηφία στη Γαλλία αφού το «Μαζί», σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, καταλαμβάνει 224 έδρες στο κοινοβούλιο. Για την αυτοδυναμία χρειαζόταν 289 έδρες. Το 2017 είχε κερδίσει 308 έδρες.
Η γαλλική κυβέρνηση θα απευθυνθεί σε όλα τα μετριοπαθή κόμματα ώστε να εξασφαλίσει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, αφού η παράταξη του Γάλλου προέδρου έχασε την απόλυτη πλειοψηφία στον σημερινό, δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, ανέφερε η κυβερνητική εκπρόσωπος.
«Προσεγγίζουμε εκείνους που θέλουν να πάνε τη χώρα μπροστά», είπε η Ολιβιά Γκρεγκουάρ.
Ο Ζαν Λικ Μελανσόν με τη «Λαϊκή Ένωση» (Nupes») κατοχυρώνει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφού αναμένεται να καταλάβει 149 έδρες. Το 2017 είχε μόλις 17 έδρες.
Πώς μοιράζονται οι έδρες της Λαϊκής Ένωσης
Το κόμμα του Μελανσόν «La France Insoumise» έχει τις 86 έδρες, οι Οικολόγοι καταλαμβάνουν 28 έδρες, το Σοσιαλιστικό Κόμμα 22 και το Κομμουνιστικό Κόμμα 13.Το σύνολο της Αριστεράς κατείχε 67 έδρες στο απερχόμενο νομοθετικό σώμα, με τους Πράσινους ειδικότερα να έχουν πολύ λίγους βουλευτές για να σχηματίσουν δική τους κοινοβουλευτική ομάδα.
Η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν καταλαμβάνει 89 έδρες από τις 8 έδρες που είχε πριν από πέντε χρόνια. Όπως αναφέρει η Le Monde, μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της Πέμπτης Δημοκρατίας η ακροδεξιά ξεπέρασε το όριο για το σχηματισμό ομάδας στην Εθνοσυνέλευση (15 βουλευτές), το οποίο επιτρέπει ορισμένους κοινοβουλευτικούς πόρους και προνόμια.
Η μόνη φορά που συνέβη αυτό ήταν το 1986, όταν ο πατέρας της Λεπέν, ο Ζαν-Μαρίν Λεπέν, ηγήθηκε μιας ομάδας βουλευτών του Εθνικού Μετώπου για δύο χρόνια.
Οι δεξιοί Ρεπουμπλικάνοι καταλαμβάνουν 78 έδρες. Στις προηγούμενες εκλογές είχαν κερδίσει 101 έδρες.
Με βάση τις δημοσκοπήσεις, ο Εμανουέλ Μακρόν θα κληθεί να σχηματίσει μια συμμαχική κυβέρνηση, με τους δεξιούς Ρεπουμπλικανούς να είναι το υποψήφιο κόμμα για συνεργασία με το «Μαζί» του Γάλλου προέδρου.
Ο ρόλος της αποχής
Καταλυτικός ήταν ο ρόλος της αποχής που έφτασε στο 54%. Δηλαδή η σημερινή αποχή ήταν μεγαλύτερη από αυτή του πρώτου γύρου που έφτασε στο 52,5%, αλλά μικρότερη από αυτή του δεύτερου γύρου του 2017 που ήταν στο 57,4%.
Ας δούμε, κατ’ αρχάς, τι προβλέπει το Σύνταγμά της. Σύμφωνα με αυτό, η κυβέρνηση «καθορίζει και εφαρμόζει την πολιτική της χώρας», ενώ ο πρόεδρος είναι ένας «διαιτητής» ο οποίος διασφαλίζει την κανονική «λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και θεσμών» και τη «συνέχεια του κράτους», ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον εγγυητή της «εθνικής ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και τον σεβασμό των διεθνών συνθηκών». Παράλληλα, είναι ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων και ο μόνος ο οποίος έχει δικαίωμα να ενεργοποιήσει το «πυρηνικό οπλοστάσιο».
Το Σύνταγμα για τον πρόεδρο
Ακόμη πιο συγκεκριμένα, το Σύνταγμα καθορίζει και περιγράφει με αρκετά σαφή τρόπο τις αρμοδιότητες του προέδρου ως εξής, σύμφωνα και με το εξαιρετικά ενδιαφέρον σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Le Monde:
Είναι ο εγγυητής του συντάγματος και, ως εκ τούτου, μπορεί να παύει το Συνταγματικό Συμβούλιο εάν κρίνει ότι ένας νόμος παραβιάζει τις αρχές του συντάγματος (κάτι, όμως, που είναι σε θέση να κάνει και η Εθνοσυνέλευση μετά το 1974).
Διορίζει τον πρωθυπουργό της αρεσκείας του – δύσκολα, όμως, μπορεί να επιλέξει κάποιον που είναι αντίθετος με τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράζεται στις βουλευτικές εκλογές, καθώς δεν θα είναι σε θέση να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.
Διορίζει τρία από τα μέλη του Συνταγματικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του.
Μπορεί να αποκτά έκτακτες εξουσίες στην περίπτωση «σοβαρής ή άμεσης απειλής» κατά των θεσμών, την ανεξαρτησία του έθνους, την εδαφική ακεραιότητα ή την τήρηση διεθνών συνθηκών.
Έχει το δικαίωμα να διαλύει την Εθνοσυνέλευση και να προκηρύττει εκλογές.
Δύναται, μετά από σχετική πρόταση της κυβέρνησης ή της πλειοψηφίας της βουλής, να θέτει ένα ζήτημα ή κάποιο νόμο (από περιορισμένες κατηγορίες) σε δημοψήφισμα, στη βάση του Άρθρου 11.
Αφεντικό εκτός, εξαρτημένος εντός
Όπως, λοιπόν, εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει, η αδυναμία ενός προέδρου να διορίσει μια κυβέρνηση της επιλογής του και ο εξαναγκασμός είτε σε συγκατοίκηση με ένα πολιτικό του αντίπαλο είτε σε μια συμμαχία που θα του διασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία περιπλέκει τα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Σίγουρα δε, στην περίπτωση του Μακρόν, τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση θα του είναι δύσκολο να εφαρμόσει την ατζέντα του, ειδικά εντός συνόρων, όπου οι αρμοδιότητες της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού είναι σημαντικές.
Έτσι, μπορούμε να προβλέψουμε ότι ενώ ο Μακρόν θα συνεχίσει να έχει το πάνω χέρι στην εξωτερική πολιτική, στην εσωτερική θα αναγκαστεί σε συμβιβασμούς, ορισμένοι από τους οποίους ενδεχομένως να είναι επώδυνοι. Πολύ περισσότερο στην περίπτωση που η ανάγκη διαρκούς συνεννόησης με την κυβέρνηση συνοδευτεί με ένα κύμα κοινωνικών αντιδράσεων, κάτι που κάθε άλλο παρά απίθανο είναι.