Αν μένουν αναπάντητα τόσα και τόσα ερωτήματα γύρω από φλέγοντα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας, άλλο τόσο έχει απαντηθεί το διαχρονικό ερώτημα: Έχει και πιο κάτω;
Ως κοινωνία πιάσαμε πάτο. Αυτό είναι το γενικευμένο θεώρημα, αποτέλεσμα του οποίου είναι ότι «πιάσαμε πάτο» ως μεμονωμένες προσωπικότητες, αφού εμείς απαρτίζουμε την κοινωνία.
Είναι η διαφθορά, είναι η βία ανηλίκων, είναι η υπόθεση των Τεμπών και όσα (δεν) γίνονται ενώ πρέπει, είναι η οπαδική βία;
Κοινός -κυνικός- παρονομαστής ότι χάνονται ψυχές.
Και αν αυτά τα θέματα είναι πάνω από τη δύναμη του μέσου Έλληνα πολίτη, ας μην κάνουμε ότι δεν θέλουμε να αλλάξουμε ούτε στο ελάχιστο τον εαυτό μας.
Γιατί, δεν γίνεται να είμαστε οι ίδιοι χωρίς την οθόνη και όντες μπροστά σε μία οθόνη.
Δεν μπορεί να κρύβουμε τόση κτηνωδία μέσα μας, ως μέρος ενός στρατού -υλικού ή άυλου- και αφοσιωμένοι στα χρώματα μίας ομάδας, ενός κόμματος, και μίας παράταξης.
Κι όμως είμαστε. Κι εκεί συνίσταται ο πάτος.
Εσύ, εκείνος, εγώ... που ο εγκέφαλος του καθενός από εμάς πραγματοποιεί επιλεκτικές λειτουργίες, θέλοντας να φτύσει λίτρα τοξικής ουσίας, βγαίνει μπροστά σε μία οθόνη.
Και από την οθόνη η θέα μπορεί να είναι ωραία, όχι τόσο ωραία όσο -κατά κάποιους- που απολάμβανε για μερικούς μήνες ζωής ο Τζορτζ Μπάλντοκ στη χλιδάτη Γλυφάδα με τα lux διαμερίσματα.
Πόσες κατάρες «έφαγε» ένα παιδί 31 ετών που η δουλειά του είναι να αλλάζει ποδοσφαιρικές φανέλες και να αμείβεται γι' αυτό;
Πόση ικανοποίηση νιώθει ένας μέσος τηλεθεατής, οπαδός, δημοσιογράφος, χειριστής κοινωνικών δικτύων, influencer, όταν γ@μ#κοπά -σε ήρεμη ή μη ψυχική κατάσταση- τον όποιον και όποια δεν γουστάρει, επειδή λέει ή υποστηρίζει ή κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που εκείνος θέλει;
Την ίδια που θα νιώθει κι ένας αναγνωρίσιμος τύπος των Media που πατά πάνω σε μία ψυχή, που βγήκε από το σώμα, αλλά -παραδόξως- και ο αναγνωρίσιμος θα «φάει» κατάρα, επειδή έκανε κάτι λάθος;
Αρκεί το «2πλό» της Εθνικής στο Λονδίνο, για να σταματήσει το -με τόση προσήλωση- ξύσιμο του πάτου;
Αν το γαλανόλευκο, είναι το χρώμα που ενώνει (και πάλι όχι όλους), τότε ας εξελιχθεί σε μικρή αφορμή, για τους όσους σκεπτόμενους και προβληματισμένους απέμειναν στη Γη, να κόψουμε λίγη από την εύκολη ρητορική του μίσους. Το ίδιο και για την αναπαραγωγή της μπροστά από μία οθόνη.
Κι αυτή είναι η μέγιστη ατομική ευθύνη, που καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος, δεν είναι σε θέση να επιβάλλει.
Πώς θα αγαπήσεις και σεβαστείς τον δίπλα σου, εάν δεν το κάνεις πρώτα στον εαυτό σου; Απαιτούνται χρόνια καθημερινού κάματου, αλλά πού χρόνος για τον εαυτό μας; Για τους άλλους, θα βρούμε μωρέ.
Στον εγωισμό είμαστε... πρώτοι, αλλά κι εκεί επιλεκτικά. Συνήθως, ερχόμαστε δεύτεροι και δεν το ξέρουμε.
Γιατί, υποθέτω, πως όλοι οι Μπάλντοκ των γηπέδων -και μη- δεν έκαναν -προσωπικά- κάτι κακό σε κανέναν, για να ακούν κάθε Σάββατο ή Κυριακή, αισχρά μπινελίκια για μανάδες, Θεούς και ευχές για καταλήξεις σαν του 31χρονου οικογενειάρχη ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού.