Η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη αναφορικά με την εξάπλωση του κορωνοϊού έχει χτυπήσει... κόκκινο, κάτι το οποίο επιβεβαιώνουν και τα λύματα που φτάνουν στα εργαστήρια του ΑΠΘ.
Ο πρύτανης του ΑΠΘ, Νίκος Παπαϊωάννου, κατά την ειδική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης σχετικά με την εξάπλωση του COVID-19 στην πόλη, εξέφρασε την ανησυχία του για την διαμορφωθείσα κατάσταση, καθώς ανέφερε ότι το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου διαπιστώθηκε αύξηση του ιικού φορτίου στα λύματα, όχι πάντως τόσο επιθετική όσο αυτή που παρατηρήθηκε τα δύο δεκαπενθήμερα του Οκτώβρη. «Υπάρχει αύξηση, μεγάλη. Δύο με 2,5 φορές πάνω», επισήμανε, τονίζοντας ότι τα ευρήματα συνάδουν με τις εκτιμήσεις των γιατρών ότι μέχρι το τέλος του μήνα θα έχουμε μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων. «Στο ερώτημα του οποιουδήποτε σε τι αντανακλά αυτό το επίπεδο η απάντηση είναι 5 με 10 φορές πάνω από τα κρούσματα που έχουμε», επισήμανε.
Ο πρύτανης τόνισε πως είναι απολύτως απαραίτητο να σταματήσει κάθε κοινωνική επαφή. «Αν υποτεθεί ότι έχουμε έναν θετικοποιημένο 25χρονο και έναν θετικοποιημένο 60χρονο, το ιικό φορτίο είναι μεγαλύτερο στον νεαρότερο. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να σταματήσει τουλάχιστον γι’ αυτό το διάστημα οποιαδήποτε κοινωνική επαφή που δεν χρειάζεται», ανέφερε και εξέφρασε την ελπίδα ότι τα αποτελέσματα των αυριανών μετρήσεων και αυτών της Παρασκευή να δείξουν ότι πιθανόν την άλλη εβδομάδα θα αρχίσει μία επιπέδωση, η οποία θα αντικατοπτριστεί τρεις – τέσσερις μέρες μετά. «Στα τέλη Νοεμβρίου θα πρέπει να φτάσουμε για να μιλάμε για καθοδική πορεία της καμπύλης», τόνισε.
Ο κ. Παπαϊωάννου ανέφερε επίσης ότι η επιστημονική ομάδα του ΑΠΘ προσανατολίζεται στον διαχωρισμό του Πολεοδομικού Συγκροτήματος σε 3 – 4 σημεία, ώστε να γίνεται ξεχωριστή συλλογή δειγμάτων και να υπάρχει επιδημιολογική εικόνα της κάθε περιοχής.
Σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, Αθανάσιος Εξαδάχτυλος, ανέφερε πως από την ξεχωριστή ανάλυση λυμάτων θα πρέπει να προκύψουν διαφορετικές δράσεις ανά περιοχή και όχι διαφορετικά μέτρα. «Για παράδειγμα, δεν μπορεί να έχει άλλο όριο κυκλοφορίας η μία περιοχή και άλλο η άλλη. Αλλά να υπάρχει πιο στοχευμένος έλεγχος με πιο εκταταμένες δειγματοληψίες ή άλλου είδους δράσεις».