Ήταν απόγευμα της 15ης Απριλίου του 2013, όταν οι χιλιάδες Αμερικανοί κατέκλυσαν τους δρόμους της Βοστόνης για να χειροκροτήσουν τους δρομείς σε έναν από τους πιο διάσημους αγώνες της Αμερικής, τον Μαραθώνιο της Βοστόνης, που πνίγηκε από καπνό και αίμα.
Λίγο πριν από τις 15:00, οι ενθουσιώδεις φωνές μετατράπηκαν ξαφνικά σε χάος και τρόμο, καθώς δύο αυτοσχέδιες βόμβες, τοποθετημένες με διαφορά 12 δευτερολέπτων, πυροδοτήθηκαν κοντά στη γραμμή τερματισμού, οδηγώντας στον θάνατο τρεις ανθρώπους, ενώ άλλοι 281 τραυματίστηκαν, με 12 εξ αυτών να υποβάλλονται σε μερικό ακρωτηριασμό.
Αμέσως μετά την τρομοκρατική επίθεση, η περιοχή της Βοστόνης αποκλείστηκε από το φόβο ότι οι δράστες θα ξαναχτυπούσαν, με τις ομοσπονδιακές, πολιτειακές και τοπικές αρχές επιβολής του νόμου να ξεκινούν μια τεράστια προσπάθεια να βρουν τον υπαίτιο αυτής της τραγωδίας.
Τεσσεράμισι ημέρες αργότερα, όλα είχαν τελειώσει, καθώς ένας από τους δύο τρομοκράτες, ένας 26χρονος μετανάστης με καταγωγή από την Τσετσενία, ονόματι Ταμερλάν Τσαρνάεφ, έπεσε νεκρός κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία, ενώ ο 19χρονος αδελφός του και συνεργάτης του, Τζοχάρ Τσαρνάεφ, συνελήφθη ενώ κρυβόταν σε μια αυλή σε προάστιο της πόλης.
Το modus operandi των αδελφών Τσαρνάεφ
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, γύρω στις 14:00, το μεσημέρι της μοιραίας ημέρας, ο Ταμερλάν Τσαρνάεφ άρχισε να κινείται στην οδό Boylston Street, κρατώντας ένα σακίδιο, όπου είχε τοποθετήσει έναν αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό, κατασκευασμένο από μια χύτρα ταχύτητας, βάσει οδηγιών.
Μάλιστα, την ώρα που τοποθετούσε τη βόμβα με τηλεχειρισμό χωμένος μέσα στο πλήθος θεατών, ο αδελφός του βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τον ίδιο δρόμο, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή έναν παρόμοιο μηχανισμό.
Αμέσως μετά, τα δύο αδέλφια απομακρύνθηκαν από το σημείο, όπου στις 14:49 εξερράγη η πρώτη βόμβα και μόλις 12 δευτερόλεπτα αργότερα η δεύτερη, περίπου 180 μέτρα μακριά, στην οδό Boylston 755.
Όπως κατάφερε να διαπιστώσει το FBI, χρησιμοποιώντας βίντεο από το μοιραίο απόγευμα, οι δυο «ύποπτες φιγούρες» έστριψαν στην οδό Boylston, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους και φορώντας: ο μεν Ταμερλάν σκουρόχρωμο καπέλο του μπέιζμπολ, γυαλιά ηλίου, σκούρο παλτό και παντελόνι, ο δε Τζοχάρ γκρι φούτερ με κουκούλα, σκούρο μπουφάν και παντελόνι και λευκό καπέλο του μπέιζμπολ γυρισμένο προς τα πίσω.
Σε άλλα πλάνα, ο 19χρονος φαίνεται να ρίχνει το σακίδιό του στο έδαφος και στη συνέχεια να κάνει ένα τηλεφώνημα, φεύγοντας παράξενα ήρεμος αμέσως μετά την πρώτη έκρηξη, καθώς οι θεατές του Μαραθωνίου έφυγαν πανικόβλητοι.
Αντίποινα η βομβιστική επίθεση των αδελφών Τσαρνάεφ
Σύμφωνα πάντα με τους ανακριτές του FBI, ο Τζοχάρ και ο αδελφός του είχαν εξτρεμιστικές πεποιθήσεις, αλλά «δεν είχαν σχέση με καμία γνωστή τρομοκρατική ομάδα», αντίθετα έμαθαν να κατασκευάζουν εκρηκτικά όπλα από το διαδίκτυο, όπου είχαν, ωστόσο, πρόσβαση αρκετά μέλη της Αλ Κάιντα στην Υεμένη.
Μάλιστα, πηγές φέρεται να αποκάλυψαν στη μυστική υπηρεσία ότι ο Τζοχάρ και ο αδελφός του σκέφτονταν να κάνουν επιθέσεις αυτοκτονίας και να χτυπήσουν το υπερθέαμα πυροτεχνημάτων Boston Pops την 4η Ιουλίου, αλλά τελικά αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τηλεχειριζόμενες βόμβες και άλλους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς για να «τινάξουν» στον αέρα τον αγώνα Μαραθωνίου.
Από την πλευρά του, ο Τζοχάρ υποστήριξε ότι αυτός και ο αδελφός του ήθελαν να υπερασπιστούν το Ισλάμ από τις ΗΠΑ, κατηγορώντας τις τελευταίες για τον πόλεμο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Τον ισχυρισμό του Τζοχάρ φέρεται να επιβεβαίωσε και ρεπορτάζ του CBS, το οποίο αποκάλυπτε ότι ο 19χρονος είχε γράψει ένα σημείωμα με μαρκαδόρο στον εσωτερικό τοίχο του σκάφους όπου κρυβόταν, στο οποίο ανέφερε πως οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν «αντίποινα για τη στρατιωτική δράση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ», αποκαλώντας τα θύματα της Βοστόνης «παράπλευρες απώλειες», όπως ακριβώς «όλα τα αθώα θύματα ήταν παράπλευρες απώλειες στους πολέμους των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο».
Την ίδια ώρα, πολιτικοί αναλυτές ισχυρίζονταν ότι τα κύρια κίνητρα των δυο αδελφών μπορεί να ήταν η συμπάθεια προς τις πολιτικές φιλοδοξίες στην περιοχή του Καυκάσου και η αδυναμία του Ταμερλάν να ενσωματωθεί πλήρως στην αμερικανική κοινωνία.
Βασιζόμενοι σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, οι «Los Angeles Times» δημοσίευσαν τις δηλώσεις ενός αξιωματούχου, ο οποίος ανέφερε πως ο Τζοχάρ «δεν φαινόταν να ενοχλείται τόσο πολύ για τον ρόλο της Αμερικής στον μουσουλμανικό κόσμο» όσο ο αδελφός του Ταμερλάν, τον οποίον χαρακτήρισε ως «κινητήρια δύναμη» για τη βομβιστική επίθεση.
Ωστόσο, δεν ήταν λίγοι οι δημοσιογράφοι, αλλά και ο συνήγορος υπεράσπισης του Τζοχάρ Τσαρνάεφ που έχουν προτείνει ότι το FBI μπορεί να στρατολόγησε ή να προσπάθησε να στρατολογήσει τον Ταμερλάν ως πληροφοριοδότη του, με τη συγκεκριμένη υπόθεση, βέβαια, να μην έχει αποδειχθεί από καμιά επίσημη πηγή.
Η απάντηση της Τσετσενίας και η «μάχη για την τρομοκρατία»
Λίγες μέρες μετά την επίθεση, στις 19 Απριλίου, ο ηγέτης της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, εξέδωσε μια δήλωση που, μεταξύ άλλων, υπογράμμιζε ότι η Τσετσενία δεν έχει καμιά απολύτως σύνδεση ούτε με την τραγωδία στη Βοστόνη, ούτε και προσωπικά με τους Τσαρνάε, για τους οποίους υποστήριξε ότι διαμόρφωσαν τις προσωπικότητές τους στις ΗΠΑ.
«Κάθε προσπάθεια να γίνει σύνδεση μεταξύ της Τσετσενίας και των Τσαρνάεφ, αν είναι ένοχοι, είναι μάταιη. Μεγάλωσαν στις ΗΠΑ, οι απόψεις και οι πεποιθήσεις τους διαμορφώθηκαν εκεί. Οι ρίζες του κακού πρέπει να αναζητηθούν στην Αμερική. Όλος ο κόσμος πρέπει να δώσει τη μάχη με την τρομοκρατία. Εμείς το ξέρουμε αυτό καλύτερα από τον καθένα. Ευχόμαστε ανάρρωση [sic] σε όλα τα θύματα και συμμεριζόμαστε το αίσθημα θλίψης των Αμερικανών», είχε γράψει σε ανάρτησή του στο Instagram.
Παράλληλα, ο επικεφαλής της κοσμικής πτέρυγας του αυτονομιστικού κινήματος της Τσετσενίας, Ακμέντ Ζακάεφ, καταδίκασε τη βομβιστική επίθεση ως «τρομοκρατική» και εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στις οικογένειες των θυμάτων.
Παράλληλα, ο Ζακάγεφ αρνήθηκε ότι οι βομβιστές εκπροσωπούσαν με οποιονδήποτε τρόπο τον τσετσενικό λαό, λέγοντας ότι «ο τσετσενικός λαός δεν είχε ποτέ και δεν μπορεί να έχει εχθρικά αισθήματα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους πολίτες τους».