Τον κίνδυνο του τεχνητού φωτός εξωτερικού χώρου (LAN) τη νύχτα για την ανθρώπινη υγεία αναδεικνύει νέα μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο Diabetologia. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης του δρ. Yu Xu και των συνεργατών του από το Ινστιτούτο Ενδοκρινών και Μεταβολικών Νοσημάτων του Πανεπιστημίου της Σαγκάης, το τεχνητό φως συνδέεται με μειωμένο έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα και αυξημένο κίνδυνο διαβήτη. Περισσότερα από 9 εκατομμύρια περιπτώσεις διαβήτη σε ενήλικες Κινέζους αποδίδονται στην έκθεση σε αυτό το φως.
Το τεχνητό νυχτερινό φως είναι πανταχού παρόν στις σύγχρονες κοινωνίες και η έκθεση σε αυτό αποτελεί έναν από τους κυριότερους περιβαλλοντικούς ρύπους της σημερινής εποχής. Η αστική φωτορύπανση έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, που πλέον δεν επηρεάζει αποκλειστικά τους κατοίκους των μεγαλουπόλεων, αλλά και εκείνους που ζουν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, οι οποίες μπορεί να απέχουν εκατοντάδες χιλιόμετρα από την πηγή φωτός.
Οι περισσότεροι έμβιοι οργανισμοί έχουν ένα ενσωματωμένο κιρκαδικό σύστημα συγχρονισμού, προσαρμοσμένο στη φυσική ακολουθία των περιόδων φωτός και σκότους της Γης. Έχει διαπιστωθεί ότι η φωτορύπανση μεταβάλλει τον κιρκάδιο ρυθμό των εντόμων, των πτηνών και άλλων ζώων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν από πρόωρο θάνατο, με αποτέλεσμα την μείωση της βιοποικιλότητας.
Το τεχνητό νυχτερινό φως έχει επίσης ενοχοποιηθεί ως πιθανή αιτία μεταβολικής απορρύθμισης, μέσω της αλλαγής του χρόνου πρόσληψης τροφής. Αρουραίοι που εκτέθηκαν σε τεχνητό νυχτερινό φως στο πλαίσιο μελέτης ανέπτυξαν δυσανεξία στη γλυκόζη, παρουσιάζοντας αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και ινσουλίνης. Άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι τα ποντίκια που εκτέθηκαν σε νυχτερινό αμυδρό λευκό φως ελάχιστης φωτεινότητας για 4 εβδομάδες είχαν αυξημένη μάζα σώματος και μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη, σε σύγκριση με ζώα των οποίων το περιβάλλον ήταν εντελώς σκοτεινό τη νύχτα, παρά το γεγονός ότι κατέγραψαν περίπου ισοδύναμη δαπάνη ενέργειας.
Κατά καιρούς, οι επιστήμονες έχουν αναδείξει και πιθανούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Μελέτη που διεξήχθη σε εργαζόμενους νυχτερινής βάρδιας διαπίστωσε ότι όσοι εκτέθηκαν σε φωτεινότερο τεχνητό νυχτερινό φως ήταν πιο πιθανό να παρουσιάζουν διατάραξη των κιρκάδιων ρυθμών, καθώς και μεγαλύτερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Άλλες έρευνες διαπίστωσαν ότι η υψηλότερη έκθεση σε αυτό το φωτισμό συσχετίστηκε με 13% επιδείνωση του δείκτη μάζας σώματος των υπέρβαρων και 22% αύξηση στον ΔΜΣ των παχύσαρκων, ενώ η ύπαρξη τεχνητού φωτός στην κρεβατοκάμαρα συσχετίστηκε θετικά με την ανάπτυξη διαβήτη σε ηλικιωμένους.
Ο πιθανός αντίκτυπος του υπαίθριου τεχνητού φωτός αποκαλύφθηκε από μια μελέτη στη Νότια Ινδία, η οποία χρησιμοποίησε δορυφορικές εικόνες για να χαρτογραφήσει τη φωτορύπανση, την οποία συνέκρινε στη συνέχεια με δεδομένα δεικτών γενικής υγείας ενηλίκων σε όλη την περιοχή. Με την αύξηση της έντασης του φωτός, υπήρξαν αντίστοιχες αυξήσεις στον μέσο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), στη συστολική αρτηριακή πίεση και στα επίπεδα της «κακής» (LDL) χοληστερόλης του εκτεθειμένου πληθυσμού.
Η μελέτη
Στην έρευνα αξιοποιήθηκαν δεδομένα από τη μελέτη επιτήρησης μη μεταδοτικών ασθενειών στην Κίνα, που συλλέχθηκαν το 2010 από 162 τοποθεσίες σε όλη τη χώρα. Συνολικά συμμετείχαν 98.658 ενήλικες, μέσης ηλικίας 42,7 ετών, εκ των οποίων άνδρες και γυναίκες ήταν σχεδόν ισάριθμοι. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε συνεντεύξεις για τη συλλογή δημογραφικών, ιατρικών, οικογενειακών στοιχείων και πληροφοριών αναφορικά με τον τρόπο ζωής, την εκπαίδευση και το οικογενειακό ιστορικό.
Το σωματικό βάρος και το ύψος των συμμετεχόντων μετρήθηκαν για τον υπολογισμό του ΔΜΣ και λήφθηκαν δείγματα αίματος, για να εξεταστούν τα επίπεδα γλυκόζης σε κατάσταση νηστείας, αλλά και μετά από γεύμα, καθώς και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), μιας μορφής γλυκόζης που συνδέεται με την αιμοσφαιρίνη στα ερυθρά αιμοσφαίρια, η οποία λειτουργεί ως μέσος όρος του σακχάρου στο αίμα τις τελευταίες 8 – 12 εβδομάδες.
Οι συμμετέχοντες εκτέθηκαν σε ένα μέσο επίπεδο τεχνητού νυχτερινού φωτός. Τα επίπεδα έκθεσης ταξινομήθηκαν από το χαμηλότερο προς το υψηλότερο σε 5 διαφορετικά επίπεδα. Η ένταση φωτός στο υψηλότερο επίπεδο ήταν 69 φορές μεγαλύτερη από ό,τι στο χαμηλότερο. Οι συμμετέχοντες που ζούσαν σε περιοχές με τα υψηλότερα επίπεδα τεχνητού φωτισμού ήταν πιο πιθανό να είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία, να έχουν υψηλότερο ΔΜΣ, υψηλότερο οικογενειακό εισόδημα και να ζουν σε αστική περιοχή. Αντίθετα, όσοι βρίσκονταν στις περιοχές με τα κατώτερα επίπεδα τεχνητού φωτισμού ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, αλλά λιγότερα χρόνια εκπαίδευσης.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι η υψηλότερη έκθεση στο τεχνητό φως συσχετίστηκε με αύξηση 28% στον επιπολασμό του διαβήτη, ενώ η χρόνια έκθεση σε οικιακό εξωτερικό φως συσχετίστηκε θετικά με τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, την αντίσταση στην ινσουλίνη και τον επιπολασμό του διαβήτη και, αντιστρόφως, με τη λειτουργία των Β-κυττάρων, ακόμη και μετά τον συνυπολογισμό άλλων παραγόντων κινδύνου για διαβήτη.
Κατά μέσο όρο, για κάθε 42 άτομα που ζουν σε περιοχές με την υψηλότερη έκθεση σε τεχνητό νυχτερινό φως, υπάρχει μία περίπτωση διαβήτη που δεν θα είχε προκύψει εάν τα άτομα αυτά ζούσαν σε περιοχές με χαμηλότερη έκθεση.
Η παγκόσμια κλίμακα του προβλήματος καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία, το 83% του παγκόσμιου πληθυσμού ζουν υπό συνθήκες έντονης φωτορύπανσης.
Αυτά τα ευρήματα συμβάλλουν σε ένα αυξανόμενο σύνολο στοιχείων, που υποδηλώνουν ότι το τεχνητό φως είναι επιβλαβές για την υγεία και αποτελούν δυνητικό παράγοντα κινδύνου εμφάνισης διαβήτη.