Τα κράτη μέλη της ΕΕ παραμένουν διχασμένα σχετικά με τα πιο αυστηρά πρότυπα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τα αυτοκίνητα και την επέκταση της αγοράς άνθρακα της ΕΕ στον τομέα των οδικών μεταφορών. Η διαχωριστική γραμμή μάλιστα εκτείνεται σε μεγάλο βαθμό μεταξύ πλουσιότερων και λιγότερο πλούσιων κρατών μελών.
Ο αναθεωρημένος κανονισμός για τα πρότυπα εκπομπών CO2 των αυτοκινήτων και των φορτηγών, που υποβλήθηκε τον Ιούλιο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αυξάνει τους στόχους των εκπομπών έως το 2030, ενώ παράλληλα προτείνει και την πλήρης απαγόρευση της πώλησης πετρελαιοκίνητων και βενζινοκίνητων οχημάτων έως το 2035.
Επί του παρόντος, τα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στην ΕΕ επιτρέπεται να εκπέμπουν 95 γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο. Η Επιτροπή, όμως, επιθυμεί να μειωθεί αυτό το όριο κατά 55% έως το 2030 και να φτάσει στα μηδέν γραμμάρια το 2035.
Τα φορτηγά, για τα οποία επιτρέπονται εκπομπές 147 γρ/χλμ, θα αντιμετωπίσουν μείωση κατά 50% έως το 2030 – θα πρέπει όμως μέχρι το 2035 να μην εκπέμπουν καθόλου ρύπους.
Επιπλέον, η Επιτροπή θέλει να δημιουργηθεί ένα παράλληλο Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ΣΕΔΕ) για τις οδικές μεταφορές και τα κτίρια, θέτοντας ουσιαστικά μια τιμή στις εκπομπές που προέρχονται από αυτούς τους τομείς. Κάτι τέτοιο σύμφωνα με τους επικριτές της πρότασης θα ανεβάσει το κόστος των καυσίμων μεταφοράς και θέρμανσης.
Μια συζήτηση ανταλλαγής απόψεων που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα μεταξύ των υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ έδειξε ότι οι εθνικές κυβερνήσεις αποδέχονται σε διαφορετικό βαθμό τις προτάσεις της Επιτροπής.
Επέκταση του ΣΕΔΕ
Μεταξύ των πιο σφοδρών επικριτών της προτεινόμενης επέκτασης του ΣΕΔΕ στις οδικές μεταφορές και τα κτίρια ήταν η Πολωνία, η οποία υποστήριξε ότι η αγορά άνθρακα θα «οδηγήσει σε αυξημένη επιβάρυνση των πιο ευάλωτων πολιτών». Για το λόγο αυτό, η χώρα δήλωσε ότι η επέκταση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ίδια.
Ο αντίκτυπος στους φτωχότερους της κοινωνίας αποτέλεσε το κεντρικό επιχείρημα κατά της επέκτασης του ΣΕΔΕ, με την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και τη Ρουμανία να προειδοποιούν επίσης ότι η εκτεταμένη τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα μπορούσε να πλήξει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών με χαμηλό εισόδημα.
«Το μέτρο θα δημιουργούσε πολλές κοινωνικές εντάσεις και δεν θα είχε πολλά αποτελέσματα στη μείωση των εκπομπών. Δεν πρέπει να διακινδυνεύσουμε να χαθεί η υποστήριξη των πολιτών στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής», δήλωσε η Ουγγαρία. Αντ’ αυτού, η χώρα τάσσεται υπέρ της στήριξης των επενδύσεων για την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τη διευκόλυνση της «πράσινης» μετάβασης.
Ωστόσο, η πρόταση επέκτασης του ΣΕΔΕ απολαμβάνει ευρείας υποστήριξης από τα κράτη μέλη της βόρειας Ευρώπης, με τη Γερμανία να χαιρετίζει την επέκταση και την «ενίσχυση» του ΣΕΔΕ.
Η Σουηδία χαιρέτισε το ΣΕΔΕ ως έναν «κοινωνικοοικονομικά αποτελεσματικό» τρόπο για τα κράτη μέλη να επιτύχουν την κλιματική ουδετερότητα, ενώ η Δανία υποστήριξε ότι η επέκταση αυτού θα προσφέρει πρόσθετα έσοδα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση τυχόν ανεπιθύμητων κοινωνικών επιπτώσεων.
Αυστηρότερα πρότυπα CO2 για τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά
Οι προτάσεις για την επιβολή αυστηρότερων απαιτήσεων για τις εκπομπές ρύπων στους κατασκευαστές αυτοκινήτων έγιναν συνολικά πιο αποδεκτές, αλλά δεν έλειψαν και οι επικριτές τους.
Περίπου 50.000 θέσεις εργασίας θα χαθούν μόνο στην Τσεχική Δημοκρατία, εάν προχωρήσουν οι κινήσεις της ΕΕ για την απαγόρευση του κινητήρα εσωτερικής καύσης, δήλωσε η Πράγα. Η Ρουμανία εξέφρασε ομοίως την ανησυχία της για τον αντίκτυπο που θα έχει στην αυτοκινητοβιομηχανία η απαγόρευση των πωλήσεων.
«Το 2035 είναι πολύ νωρίς [για τη σταδιακή κατάργηση των πωλήσεων] για τους κινητήρες εσωτερικής καύσης, διότι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι εταιρείες έχουν αρκετό χρόνο για να προσαρμόσουν τις τεχνολογίες τους», δήλωσε ο Ρουμάνος Ιονούτ Μπαντσιού.
Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και της Λιθουανίας, προειδοποίησαν ότι με την απαγόρευση των νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων θα άρχιζαν να εισρέουν τα μεταχειρισμένα οχήματα από χώρες με υψηλότερο εισόδημα σε λιγότερο πλούσιες χώρες. Έτσι εμποδίζεται η μετάβαση σε οχήματα μηδενικών εκπομπών και μειώνεται το όφελος για το κλίμα στις χώρες αυτές.
Η Ιταλία, ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές εξαρτημάτων αυτοκινήτων στην Ευρώπη, δήλωσε ότι διεξάγει τη δική της αξιολόγηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχετικά με τις συνέπειες της σταδιακής κατάργησης των οχημάτων εσωτερικής καύσης έως το 2035. «Εξετάζουμε σοβαρά την τεχνολογική ουδετερότητα και τα βιοκαύσιμα ως πιθανές μεταβατικές λύσεις», δήλωσε ο Ιταλός υπουργός Περιβάλλοντος Ρομπέρτο Τσινγκολάνι.
Αντίθετα, μια σειρά από κράτη μέλη, όπως οι Κάτω Χώρες και η Φινλανδία προέβαλαν μεγαλύτερη αισιοδοξία, ασκώντας πιέσεις να μετατεθεί η ημερομηνία κατάργησης της πώλησης των ρυπογόνων οχημάτων στο 2030.
Οι Κάτω Χώρες ζήτησαν από τα κράτη μέλη να επισπεύσουν τη σταδιακή κατάργηση των οχημάτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης ανεξάρτητα από το τι θα συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ. Από την άλλη η Φινλανδία προέτρεψε τις χώρες να αγκαλιάσουν τα νέα πιο φιλόδοξα πρότυπα εκπομπών και να μην «χαθούν στις λεπτομέρειες».
Το Βέλγιο υποστήριξε ότι η αύξηση των προτύπων των εκπομπών βραχυπρόθεσμα θα επιτρέψει στους κατασκευαστές να προετοιμαστούν για τη μετάβαση από τα θερμικά οχήματα.
Η χώρα εξέφρασε επίσης σκεπτικισμό απέναντι στα συνθετικά καύσιμα ως μακροπρόθεσμη λύση για την «πράσινη» μετάβαση των οδικών μεταφορών.
Από την άλλη πλευρά, ο Γερμανός Πάτρικ Γκράιχεν μίλησε για τον εθνικό στόχο της Γερμανίας να πετύχει το ένα τρίτο των αυτοκινήτων στους δρόμους της – περίπου 15 εκατομμύρια οχήματα – να είναι ηλεκτρικά μέχρι το 2030.
Ενώ ζήτησε να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό η νομοθεσία για τα πρότυπα των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ο ίδιος απέφυγε να υποστηρίξει ρητά την απαγόρευση πώλησης ρυπογόνων οχημάτων. Το γεγονός αυτό πιθανώς να αντανακλά τις αβέβαιες εσωτερικές συζητήσεις μεταξύ του νέου κυβερνητικού συνασπισμού σχετικά με τον μελλοντικό ρόλο του κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Ο Επίτροπος της ΕΕ για το κλίμα Φρανς Τίμερμανς αναγνώρισε τις διαφορετικές απόψεις μεταξύ των κρατών μελών, αλλά τόνισε τη σημασία της ανάληψης γενναίας και άμεσης δράσης για το κλίμα.
Υπερασπίστηκε την πρόταση της Επιτροπής να επεκταθεί το ΣΕΔΕ στις οδικές μεταφορές, υποστηρίζοντας ότι είναι ένα από τα καλύτερα μέσα πολιτικής για τη διαμόρφωση στάσεων και ένα από αυτά με τα οποία η βιομηχανία είναι πλέον εξοικειωμένη.
«Πιστεύω ότι αποτελεί βασικό στοιχείο του πακέτου μέτρων, διότι αν κοιτάξετε σε ποιο τομέα εξακολουθούν να αυξάνονται οι εκπομπές, αυτός είναι οι μεταφορές. Και πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό», δήλωσε ο Τίμερμανς.