Βρετανίδες ειδικοί έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου σε άρθρο τους, γύρω από τα προβλήματα που φαίνεται πως παρουσιάζονται σε γυναίκες στη Βρετανία εξαιτίας της αυξημένης δημοτικότητας του πρωκτικού σεξ στα ετερόφυλα ζευγάρια.
Όπως αναφέρουν δυο βρετανίδες γιατροί σε άρθρο τους στο επιστημονικό περιοδικό British Medical Journal, μέρη του οποίου αναδημοσίευσε ο Guardian, ανάμεσα στις επιπτώσεις της συγκεκριμένης σεξουαλικής πρακτικής για τις γυναίκες, συγκαταλέγονται η ακράτεια και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, αλλά και ο πόνος και η αιμορραγία ως αποτέλεσμα τραυματισμού κατά τη διάρκεια της επαφής.
Μάλιστα, οι Τάμπιθα Γκάνα και Λέσλι Χαντ υποστήριξαν ότι η επιφυλακτικότητα των γιατρών να συζητήσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με το πρωκτικό σεξ, από φόβο ότι κάτι τέτοιο θα θεωρούνταν ομοφοβικό, έχει ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να βλάπτονται και να μην έχουν επίγνωση των πιθανών προβλημάτων.
Πόσο δίκιο έχουν οι δυο γιατροί;
Στο σχετικό άρθρο του Guardian παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία που δείχνουν την αύξηση της δημοτικότητας της πρακτικής (επικαλείται την Εθνική Έρευνα Σεξουαλικών Συμπεριφορών στη Βρετανία που διαπίστωσε ότι «στις τελευταίες δεκαετίες» το ποσοστό των ανθρώπων 16-24 ετών που συμμετέχουν σε ετεροφυλοφιλικό πρωκτικό σεξ έχει αυξηθεί από 12,5% σε 28,5%), δεν παραπέμπει σε καμιά έρευνα που να αποδεικνύει την αντίστοιχη αύξηση της εμφάνισης ακράτειας ή σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων σε συνάρτηση με την πρακτική, αλλά ούτε και στο άρθρο των Γκάνα και Χαντ.
Επιπλέον, αν κάποιος αναζητήσει και εντοπίσει το σχετικό άρθρο, γρήγορα διαπιστώνει ότι οι από τις 18 πηγές του, η πλειοψηφία αναζητά τις αιτίες που οι γυναίκες συμμετέχουν πλέον συχνότερα στην πρακτική του πρωκτικού σεξ – με το φαινόμενο να αποδίδεται κυρίως στην επίδραση των ΜΜΕ και την κοινωνική πίεση – ενώ ελάχιστες είναι οι βιβλιογραφικές αναφορές που εστιάζουν στις πιθανές επιπτώσεις.
Οι Γκάνα και Χαντ αναφέρουν επίσης ότι «η πρωκτική συνουσία θεωρείται ριψοκίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, εξαιτίας της σύνδεσής της με το αλκοόλ, τη χρήση ναρκωτικών και τους πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους» – πράγμα που μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε ότι θα έπαυε να ισχύει από τη στιγμή που η πρακτική θα περνούσε στη σφαίρα του mainstream.
Αντιφάσεις
Στη συνέχεια, οι γιατροί υποστηρίζουν επίσης ότι οι γυναίκες που κάνουν πρωκτικό σεξ, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με τους άνδρες, σημειώνοντας ότι «αυξημένη συχνότητα ακράτειας κοπράνων και τραυματισμοί του πρωκτικού σφιγκτήρα έχουν αναφερθεί από γυναίκες που κάνουν πρωκτικό σεξ».
«Οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ακράτειας από τους άνδρες εξαιτίας της διαφορετικής ανατομίας τους και τις επιπτώσεις των ορμονών, την εγκυμοσύνης και του τοκετού στο πυελικό έδαφος».
«Οι γυναίκες έχουν πιο αδύναμους πρωκτικούς σφιγκτήρες και πίεση κατώτερου πρωκτικού σωλήνα σε σχέση με τους άνδρες, με αποτέλεσμα οι βλάβες που προκαλούνται από την πρωκτική διείσδυση να έχουν μεγαλύτερες συνέπειες».
Εδώ είναι ίσως και το πιο ενδιαφέρον σημείο του άρθρου, καθώς η κύρια πηγή στην οποία παραπέμπουν οι συγγραφείς και η οποία πράγματι διαπιστώνει ότι η ακράτεια κοπράνων είναι μια από τις πιθανές παρενέργειες της πρακτικής, στην πραγματικότητα έρχεται σε σύγκρουση με την ανάλυσή τους.
Και αυτό γιατί η σχετική έρευνα του 2016 που δημοσιεύθηκε στο AM J Gastroenterol διαπίστωσε ότι η ακράτεια κοπράνων ως αποτέλεσμα του πρωκτικού σεξ ήταν… συχνότερη στους άνδρες. Συγκεκριμένα, το φαινόμενο εμφανιζόταν στο 9,9% των γυναικών που έκαναν πρωκτικό σεξ σε σύγκριση με το 7,4% των γυναικών που δεν επέλεγαν τη συγκεκριμένη πρακτική, ενώ τα ποσοστά για τους άνδρες κυμαίνονταν στο 11,6% και 5,3% αντίστοιχα.
Κοινωνικές διαστάσεις και ο ρόλος των επαγγελματιών υγείας
Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι οι δυο γιατροί δεν αγνοούν τις κοινωνικές διαστάσεις του ζητήματος, αντιθέτως παραπέμπουν στην τέχνη και τις κοινωνικές πιέσεις ως αιτία για την αυξημένη συμμετοχή των ετερόφυλων ζευγαριών στην πρακτική, αναφέρουν μόνο φευγαλέα το γεγονός ότι οι κίνδυνοι τραυματισμού από το πρωκτικό σεξ αυξάνονται σε περίπτωση που αυτό προκύψει «εκβιαστικά» – και δεν αναφέρονται καν στο ενδεχόμενο της σωματικής σεξουαλικής βίας.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι – γυναίκες και άνδρες – δεν έχουμε ανάγκη περισσότερης ενημέρωσης για την βέλτιστη προστασία μας στο πλαίσιο της οποιασδήποτε σεξουαλικής πρακτικής.
Από την πλευρά της, η Κλόντια Έστκορτ, επαγγελματίας σεξουαλικής υγείας και HIV και μέλος της Βρετανικής Εταιρείας για τη Σεξουαλική Υγεία και τον HIV (BASHH) συμφώνησε μιλώντας στον Guardian με την έκκληση οι γιατροί να μιλούν ανοιχτά με τις ασθενείς τους για το πρωκτικό σεξ.
«Το BASHH υποστηρίζει ένθερμα την έκκληση για προσεκτικές, μη επικριτικές ερωτήσεις για το πρωκτικό σεξ στις γυναίκες που εμφανίζουν συμπτώματα του πρωκτού».
«Στο πλαίσιο των υπηρεσιών σεξουαλικής υγείας, οι γυναίκες συχνά ρωτούνται για τις σεξουαλικές πρακτικές τους, προκειμένου να υπάρχει μια συνεκτική αξιολόγηση των πιθανών αιτιών εμφάνισης των συμπτωμάτων, να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητοι έλεγχοι και να υπάρξει κατάλληλη διαχείριση».
«Διαπιστώνουμε ότι όταν εξηγούμε γιατί κάνουμε αυτές τις ερωτήσεις και όταν ρωτάμε με ευαίσθητο και όχι επικριτικό τρόπο, δίνοντας στις ασθενείς χρόνο για να απαντήσουν, αυτό παίζει κρίσιμο ρόλο στην παροχή της καλύτερης δυνατής περίθαλψης».
«Γνωρίζουμε καλά πώς να εκτιμήσουμε την κατάσταση γυναικών με πρωκτικό τραυματισμό που ενδεχομένως προέκυψε από σεξουαλική επαφή, είτε επρόκειτο για συναινετικό είτε για μη συναινετικό σεξ και ενθαρρύνουμε τις γυναίκες που ανησυχούν για το ζήτημα να επικοινωνήσουν με την οικεία τους κλινική σεξουαλικής υγείας ή με κάποια υπηρεσία που αναλαμβάνει υποθέσεις σεξουαλικών επιθέσεων, αν κάτι τέτοιο αρμόζει περισσότερο στην περίπτωσή τους».
in.gr