Ο χθεσινός
ανασχηματισμός του Πρωθυπουργού Κυριάκου
Μητσοτάκη δεν έκρυβε καμία απολύτως
έκπληξη για τη Θεσσαλονίκη. Με ένα
πολιτικό πρόσωπο εκπροσωπούνταν η πόλη
και στην προηγούμενη Κυβέρνηση, με ένα
εκπροσωπείται και στη νέα. Πρόκειται
για τον Σταύρο Καλαφάτη που αντικατέστησε
τον Θόδωρο Καράογλου στο ΥΜΑΘ, το οποίο
δεν είναι αυτοκέφαλο, αλλά ανήκει στο
υπουργείο Εσωτερικών.
Η χθεσινή
ανακοίνωση τής νέας Κυβέρνησης αποτελεί
ακόμη μία πολιτική ήττα της πόλης. Η
οποία εντός των τειχών μπορεί να επαίρεται
για τη δυναμική της, αλλά στην πράξη
αποδεικνύεται ότι δεν ενοχλεί την
κεντρική εξουσία, ούτε επηρεάζει τις
αποφάσεις της. Στη μικρή εικόνα η απόδειξη
είναι η παραμονή στη θέση τού υφυπουργού
Αθλητισμού Λευτέρη Αυγενάκη και στη
μεγάλη η απουσία ενός θεσσαλονικέα
πολιτικού από τις υπουργικές θέσεις.
Το πρόχειρο επιχείρημα ίσως να είναι η
απουσία ικανών πολιτικών, αλλά κάτι
τέτοιο φαντάζει φτηνό. Ουδείς έχει την
άποψη ότι τις θέσεις των υπουργών και
των υφυπουργών τις έχουν καταλάβει
ταλαντούχοι και πετυχημένοι πολιτικοί
που έχουν διακριθεί στους ρόλους τους.
Ολοι γνωρίζουν ότι τα χαρτοφυλάκια
δίδονται όχι με κριτήριο την
αποτελεσματικότητα των πολιτικών, αλλά
ύστερα από ένα τεράστιο παρασκηνιακό
παζάρι συμφερόντων. Απ’ αυτό που προφανώς
απουσιάζουν οι θεσσαλονικείς βουλευτές,
είτε για λόγους αρχών είτε λόγω έλλειψης
δυναμικής. Και στις δύο περιπτώσεις το
αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η Θεσσαλονίκη,
προφανώς, πολιτικά δεν αναπτύσσει την
απαιτούμενη δυναμική απέναντι στην
κεντρική εξουσία η οποία με τη σειρά
της εκμεταλλεύεται τη… σιωπή της και
την αφήνει στο περιθώριο.
Ετσι μία πόλη
1,5 εκατομμυρίου κατοίκων μένει χωρίς
εκπροσώπηση σε κάποιο υπουργείο. Και η
ευθύνη δεν είναι μόνο του Πρωθυπουργού,
ο οποίος είναι αυτός που παίρνει και
τις τελικές αποφάσεις. Αμεση ή έμμεση
ευθύνη έχει όλη η πόλη η οποία συντεταγμένα
και συσπειρωμένα δεν έχει πετύχει τα
τελευταία χρόνια να στείλει το μήνυμα
στην κεντρική εξουσία, ότι η Θεσσαλονίκη
είναι κάτι περισσότερο από μία περιφερειακή
πόλη, τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά.
Οπότε αξίζει μεγαλύτερης προσοχής από
τον εκάστοτε Πρωθυπουργό. Και οι
πολιτικοί, οι θεσμικοί και οι επιχειρηματικοί
παράγοντες της πόλης θα πρέπει να
σηκώσουν το ανάστημα τους και να
απαιτήσουν.
Με γενναιότητα και
αποφασιστικότητα, όλα όσα αξίζει και
δικαιούται η πόλη. Θα πρέπει να πάψουν
πλέον να παίζουν τον όλο του τρέϊλερ ή
να αρκούνται στα ψιχία που δίκην
ελεημοσύνης, πετάει η κεντρική εξουσία
στη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη. Χωρίς
σοβινιστική διάθεση η Θεσσαλονίκη θα
πρέπει να αντιδράσει στον νέο πολιτικό
της ακρωτηριασμό, για τον οποίο ευθύνη
δεν έχει μόνο ο Πρωθυπουργός. Ισως να
έχει τη μεγαλύτερη, αλλά κάποιοι του
δίνουν το δικαίωμα να αισθάνεται
«ασφαλής» με τέτοιες αποφάσεις. Μήπως
ήρθε ο καιρός να αντιληφθεί, όπως και
οι διάδοχοι του, ότι οι Θεσσαλονικείς
δεν συμπληρώνουν απλώς πληθυσμιακά τη
χώρα;
«Μ»