Δεν είναι λίγες οι φορές που τα ανήλικα παιδιά είναι τα μεγάλα θύματα των γονέων που επιλέγουν να ακολουθήσει ο καθένας τον δικό του δρόμο, μέσω του διαζυγίου, κάτω από ακραίες ψυχοτροπικές συμπεριφορές, ανταλλαγή σκληρών ύβρεων, προπηλακισμούς, προσβολές κο.κ., οι οποίες αρκετές φορές επιλύονται με την παρουσία αστυνομικών μέσα στο σπίτι, ενώ αναγκαστικά παρεμβαίνει και ο εισαγγελέας ανηλίκων.
Τις ακραίες αλλά πολλές φορές συνήθεις συμπεριφορές των δύο διαζευγμένων γονέων τα παιδιά τις κουβαλούν σε όλη τους τη ζωή, ενώ τα ψυχολογικά τραύματα παραμένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη τους. Οι δικαστές συνήθως καλούνται να επιλύσουν τις ενδοοικογενειακές διαφορές είτε αυτές έχουν τη μορφή ενδοοικογενειακής βίας, είτε της λύσης της έγγαμης συμβίωσης, είτε της ανάθεσης της επιμέλειας των παιδιών, είτε τον προσδιορισμό του ύψους της διατροφής κ.λπ. Στην προκειμένη περίπτωση οι αρεοπαγίτες κλήθηκαν να αποφασίσουν αφενός ποιος είναι ο λιγότερο ικανός γονέας από τους δύο (αφού προηγούμενα το ανήλικο παιδί τους κατέληξε σε Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής και υποβλήθηκε σε χιλίων λογιών ψυχοτέστ, ψυχοθεραπείες, εργοθεραπείες και λογοθεραπείες) και αφετέρου τι είναι το καλύτερο για το συμφέρον του παιδιού προκειμένου να αναθέσουν την επιμέλειά του σε έναν από τους δύο γονείς.
Το ιστορικό
Τον Σεπτέμβριο του 2010 παντρεύτηκαν και έμεναν σε διαμέρισμα που είχε ο σύζυγος στη Θεσσαλονίκη. Το ζευγάρι απέκτησε ένα αγοράκι. Ομως τον Μάρτιο του 2017 εκείνη έφυγε από την οικογενειακή στέγη και εγκαταστάθηκε μαζί με το παιδί στην πατρική της οικία, φιλοξενούμενη των γονέων της. Οπως αναφέρουν οι αρεοπαγίτες, «η έγγαμη σχέση υπήρξε από την αρχή προβληματική και ιδιαίτερα δυσαρμονική, συνοδευόμενη από εκατέρωθεν ύβρεις, προπηλακισμούς, προσβολές και μηνύσεις, εξακολουθεί δε έως σήμερα να είναι ιδιαίτερα τεταμένη και έκρυθμη, γεγονός που έχει επηρεάσει αρνητικά την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση του ανηλίκου».
Ο σύζυγος, όπως σημειώνεται στην απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, «διακατέχεται από καχυποψία, φοβίες και εμμονές απέναντι στη σύζυγό του, την οποία θεωρεί ακατάλληλη ως μητέρα και ανίκανη να ασκήσει τον γονεϊκό της ρόλο, ενώ το ίδιο αρνητική είναι και η εικόνα που έχει για τους γονείς και τα αδέλφια της συζύγου του, την οποία συνειδητά ή ασυνείδητα προσπαθεί να μεταδώσει και στον ανήλικο». Ο πατέρας, όπως σημειώνεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, έχοντας αυτή τη στάση απέναντι στη σύζυγό του, ανέθεσε τη φροντίδα του τέκνου τους στη μητέρα του, στο σπίτι της οποίας αυτό παρέμενε έως αργά το βράδυ, ενώ κατά τις ημέρες που το παιδί δεν είχε σχολείο το έπαιρνε μαζί του στην εργασία του. Και αυτό «προκειμένου να μην παραμένει μαζί με τη σύζυγό του και μητέρα του ανηλίκου, γεγονός που προκαλούσε εκρήξεις οργής στη μητέρα του παιδιού και έκρυθμες καταστάσεις, οι οποίες λύνονταν με την παρέμβαση της Αστυνομίας».
Από την άλλη πλευρά, η μητέρα «ενεργώντας κυκλοθυμικά και ανώριμα, επέτεινε με τη συμπεριφορά της το παραπάνω κλίμα αντιπαράθεσης, διατεινόμενη ότι ο σύζυγός της είναι παρανοϊκός, ότι πάσχει από σχιζοφρένεια και ότι είναι επικίνδυνος, άποψη την οποία εκφράζει κατ' επανάληψη και με ιδιαίτερη ένταση ακόμη και ενώπιον του τέκνου τους».
Κάποια στιγμή, τον Απρίλιο του 2016, η σύζυγος αντιλαμβάνεται ότι το αρνητικό κλίμα που υπάρχει στις σχέσεις της με τον πατέρα του παιδιού της έχει δημιουργήσει αρνητικό αντίκτυπο και σοβαρή ψυχική επιβάρυνση στο παιδί τους. Ετσι, απευθύνθηκε στο Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής, ζητώντας την παροχή βοήθειας.
Κατά την πρώτη κλινική εξέταση που έγινε στο παιδί, διαγνώστηκε ότι παρουσιάζει «διαταραχή του συναισθήματος και δυσθυμία επί εδάφους αλλοιωμένης ισορροπίας των οικογενειακών σχέσεων». Μετά τη διάγνωση αυτή, αμέσως προτάθηκε η άμεση υποστήριξη του παιδιού από παιδοψυχίατρο και ξεκίνησε ψυχοθεραπείες, εργοθεραπείες και λογοθεραπείες, ενώ οι ψυχολόγοι στην συνέχεια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «ελλοχεύει κίνδυνος για την ψυχοσυναισθηματική ισορροπία του παιδιού». Ακολούθως ο ανήλικος τέθηκε υπό την παρακολούθηση παιδοψυχίατρου, ενώ το Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής αξιολογώντας την κατάσταση ως «εξαιρετικά δύσκολη» ενημέρωσε την Εισαγγελία Ανηλίκων, η οποία παρήγγειλε στην Κοινωνική Υπηρεσία «τη διενέργεια κοινωνικής έρευνας για τη διακρίβωση των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου».
Παράλληλα, οι γονείς παραπέμφθηκαν σε χώρο ψυχικής υγείας ενηλίκων και ξεκίνησαν συνεργασία με την κοινωνική υπηρεσία. Παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας αποφάσισε, παρά τις συστάσεις της κοινωνικής υπηρεσίας, να διακόψει τις συνεδρίες του παιδιού με τον παιδοψυχίατρο, με το επιχείρημα ότι δεν βοηθούν το παιδί του παρόλο που, όπως αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση, ο ανήλικος «είχε αρχίσει να χτίζει μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του και να βελτιώνει τη συμπεριφορά του».
Eπίσης, αποφασίστηκε οι γονείς να υποβληθούν σε ψυχιατρική αξιολόγηση και σε ψυχομετρική δοκιμασία. Σύμφωνα με γνωμάτευση κρατικού ψυχιατρικού νοσοκομείου, διαγνώστηκε για τη σύζυγο «απουσία μείζονος ψυχοπαθολογίας κατά την παρούσα φάση».
Ως προς τον σύζυγο, η γνωμάτευση αναφέρει ότι «σαφώς προκύπτει η αδυναμία του να αντιληφθεί το μέγεθος της δικής του ευθύνης στη νοσηρή κατάσταση που επικρατεί στην οικογένειά του και η άρνησή του να βελτιώσει τη δική του συμπεριφορά, γεγονός δηλωτικό του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και απέναντι στο τέκνο του να αναμένεται η ίδια συμπεριφορά».
Στη συνέχεια υποβλήθηκε εκ νέου σε ψυχομετρική δοκιμασία ψυχοπαθολογίας SlR-90 σε κρατικό νοσοκομείο και, σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση, «δεν υπήρξε ένδειξη ενεργούς ψυχοπαθολογίας σε καμία φάση της εξέτασής του επί του παρόντος».
Αισθητή βελτίωση
O ανήλικος ξεκίνησε να παρακολουθεί εξατομικευμένο πρόγραμμα λογοθεραπευτικής και εργοθεραπευτικής παρέμβασης και παρουσίασε αισθητά μεγάλη βελτίωση. Σύμφωνα μάλιστα με αξιολόγηση του διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου που πηγαίνει ο ανήλικος, έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο από την αρχή της σχολικής χρονιάς (Γ΄ τάξη) «τόσο στο μαθησιακό κομμάτι όσο και στην κοινωνικοποίηση και ένταξή του στο σχολικό περιβάλλον».
Από το Πρωτοδικείο ανατέθηκε η επιμέλεια του ανηλίκου στον πατέρα του, αλλά μετά από έφεση της μητέρας του, η επιμέλεια επανήλθε σε αυτήν. Το Εφετείο έκρινε ότι το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει να ανατεθεί η επιμέλεια αυτού στη μητέρα του. Με τη σειρά του ο πατέρας ζήτησε από τον Αρειο Πάγο να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση, αλλά οι αρεοπαγίτες απέρριψαν το αίτημά του, κρίνοντας αβάσιμους και απαράδεκτους όλους τους ισχυρισμούς του.
Ο Αρειος Πάγος αποφάνθηκε ότι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καθώς έλαβε υπόψη όλα τα επωφελή για το ανήλικο τέκνο στοιχεία, όπως
α) ότι η μητέρα, στην οποία ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του ανηλίκου, μετά τη διάσπαση της συμβίωσής της με τον σύζυγό της, έχει ανταποκριθεί με επάρκεια στον γονεϊκό της ρόλο,
β) ότι το ανήλικο έχει προσαρμοστεί πλήρως στο νέο του περιβάλλον και δεν πρέπει να διαταραχθεί η συνέχεια των όρων διαβίωσής του,
γ) ότι η μητέρα επέδειξε εξαρχής και συνεχίζει να επιδεικνύει ειλικρινή διάθεση να συμβάλει με τη βοήθεια των ειδικών στην επίλυση των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στον ανήλικο από την έντονη αντιδικία των γονέων του, σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο οποίος τήρησε αρνητική και άκαμπτη θέση, αδυνατώντας να αντιληφθεί το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, ώστε να λειτουργήσει προς το συμφέρον του τέκνου του.
Protothema.gr