Ανοίγει ο
δρόμος για τη μετατροπή των συμβάσεων
ορισμένου χρόνου σε αορίστου στο Δημόσιο
και τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα μετά την
πρόσφατη απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση
C-760/18, M.Β. κ.λπ. κατά O.T.A. «Δήμος Αγίου
Νικολάου», με την οποία το Δ.Ε.Ε απάντησε
επί προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε
το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου.
Όπως τονίζει
ο κ. Γιάννης Καρούζος: «Η ανωτέρω απόφαση
όριζε πως εφόσον οι συμβασιούχοι
καλύπτουν πάγιες, διαρκείς και σταθερές
ανάγκες θα πρέπει η σύμβαση τους να
είναι σύμβαση αορίστου χρόνου. Επιπλέον,
το δικαστήριο είχε δεχθεί ότι η αυτοδίκαιη
παράταση των συβάσεων ορισμένου χρόνου
δια της νομοθετικής οδού μπορεί να
εξομοιωθεί με ανανέωση και ως εκ τούτου
με σύναψη χωριστής σύμβασης ορισμένου
χρόνου, που μπορούν να χαρακτηριστούν
ως διαδοχικές συμβάσεις.
Δέχθηκε, επίσης,
πως η συνεχής ανανέωση συμβάσεων
ορισμένου χρόνου και η μη αναγνώριση
τους ως μίας ενιαίας σύμβασης αορίστου
χρόνου, αντιβαίνει στη συμφωνία πλαίσιο
και στην κοινοτική οδηγία 1999/70. Κατέληξε
δε, πως εναπόκειται στα εθνικά ελληνικά
δικαστήρια να ερμηνεύσουν και να
εφαρμόσουν τις κρίσιμες διατάξεις του
εσωτερικού δικαίου, κατά το μέτρο του
δυνατού και εφόσον έχει γίνει καταχρηστική
χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων
εργασίας ορισμένου χρόνου, να επιβληθεί
η προσήκουσα κύρωση για την καταχρηστική
αυτή εφαρμογή και χρήση, με στόχο να
εξαλειφθούν οι συνέπειες της παράβασης
του Δικαίου της Ένωσης».
Συμπλήρωσε:
«Μετά τη έκδοση της πιο πάνω απόφασης,
που έδωσε απάντηση σε χρόνια ερωτήματα
του ελληνικού δικαίου και της ελληνικής
πραγματικότητας, το ζήτημα, που απασχόλησε
το νομικό κόσμο της χώρας ήταν το κατά
πόσο και πώς τα εθνικά δικαστήρια θα
ανταποκριθούν στην παραπάνω απόφαση,
με στόχο την προσήκουσα εφαρμογή της
Οδηγίας και την αποτροπή καταχρηστικών
διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου,
οι οποίες αποκλείουν τους συμβαλλόμενους
εργαζομένους από θεμελιώδη εργασιακά
δικαιώματα».
Ο κ. Καρούζος
τονίζει πως: «Ήδη, λίγους μήνες μετά την
έκδοση της ανωτέρω απόφασης του Δ.Ε.Ε,
δημοσιεύθηκε η με αριθμό 40/2021 απόφαση
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου,
η οποία, αφού ανέλυσε το νομικό καθεστώς,
την εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας στην
εθνική έννομη τάξη, την απόλυτη απαγόρευση
του άρθρου 103 του Συντάγματος, που εισήχθη
στην ελληνική έννομη τάξη με τη
συνταγματική αναθεώρηση του 2001 - η οποία
αδιακρίτως απαγορεύει τη μετατροπή των
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου
σε συμβάσεις αόριστου χρόνου-, και φυσικά
την πρόσφατη απόφαση του Δ.Ε.Ε., δέχθηκε
τα εξής:
Ότι μέλημα
του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να
αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων
εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις
αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που
κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες
ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι
κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Ότι, ωστόσο,
η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου
για την εργασία ορισμένου χρόνου (Οδηγία
1999/70/Ε.Κ.) έχει την έννοια ότι, όταν έχει
σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση
διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου
χρόνου, υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου
είναι να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει,
κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις
κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού
δικαίου, κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί
η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση
και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της
παραβίασης του δικαίου της Ένωσης.
Ότι η ανωτέρω
ερμηνεία και εφαρμογή περιλαμβάνει την
εκτίμηση του ζητήματος, αν οι διατάξεις
προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας
εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη
μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου
χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου
χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν
στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας
με την ανωτέρω οδηγία, μολονότι εθνικές
διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν
απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά
τον δημόσιο τομέα (με παραπομπή στην
πιο πάνω από 11.2.2021 απόφαση του ΔΕΕ).
Βάσει αυτών,
το Μονομελές Πρωτοδικείο Αγρινίου, αφού
δέθηκε ως αληθές πως η ενάγουσα καλύπτει
πάγιες, διαρκείς, τακτικές και προβλέψιμες
ανάγκες του ΝΠΙΔ, με το οποίο σύνηπτε
διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου
ήδη από το 2012, κατέληξε ότι η ορισμένη
χρονική διάρκεια των ανωτέρω αλλεπάλληλων
συμβάσεων εργασίας της ενάγουσας έγινε
με πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων
του ν. 2112/1920, με συνέπεια να καθίσταται
άκυρη η συμφωνία περί χρονικού περιορισμού
της διάρκειάς τους και το σύνολο των
διαδοχικών συμβάσεων της με το εναγόμενο
ΝΠΙΔ να συνιστά μία ενιαία σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου,
με έναρξη την ημερομηνία της αρχικής
πρόσληψης αυτής.
Τέλος, μετά
την πιο πάνω κρίση του, το δικαστήριο
επισήμανε ότι «την κατά τα ανωτέρω δε,
εκτίμηση του επιτάσσει η προάσπιση των
δικαιωμάτων του εργαζομένου έναντι της
καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,
μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής
φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια
μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα,
καθώς οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία
θα αντέβαινε και στο σκοπό της εναρμόνισης
της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό
δίκαιο.»
Κλείνοντας
πρόσθεσε πως «Κατ’ ακολουθίαν των
ανωτέρω, το δικαστήριο έκανε δεκτή την
αγωγή της ενάγουσας, αναγνώρισε ότι
συνδέεται με το εναγόμενο ΝΠΙΔ με μία
ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
αορίστου χρόνου και υποχρέωσε το
εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως
προσφερόμενες υπηρεσίες της στη θέση,
την ειδικότητα και με τις αποδοχές που
αντιστοιχούν στην υπηρεσιακή της
ένταξη».
Πηγή:
dikaiologitika.gr