Με κάθε επισημότητα και με πληθώρα υπερηφάνειας, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρέδωσε ξανά στο κοινό το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, στην Τραπεζούντα. Τόνισε ότι έπρεπε να γίνει σωστή δουλειά, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί για το γεγονός πως οι εργασίες που γίνονταν στο μοναστήρι κράτησαν πέντε (!) χρόνια, αντί για ένα. Εκτός αυτού τόνισε το πώς η Τουρκία και η δική του κυβέρνηση συγκεκριμένα, προστατεύει τις εκκλησίες των χριστιανών και νοιάζεται για τις θρησκευτικές μειονότητες της χώρας.
Και μόλις κάποιος μπαίνει μέσα στο ιστορικό μοναστήρι αντικρίζει το μέγεθος της "φροντίδας". Μπροστά σε αυτό που έχει γίνει στις βυζαντινές τοιχογραφίες που κοσμούν τη μονή, οι Ούνοι και οι Βάνδαλοι θα ένιωθαν ντροπή. Άγνωστοι προξένησαν τεραστίων διαστάσεων καταστροφές στις περίφημες και ιστορικές τοιχογραφίες της Μονής, κατά το διάστημα που ήταν κλειστή για επισκευές.
Λίγες ημέρες ημέρες μετά το άνοιγμα της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα, η οποία παρέμεινε κλειστή επί 5 χρόνια για εργασίες αποκατάστασης, ο ιστότοπος arkeofili.com δημοσιεύει θλιβερές εικόνες.
Όπως φαίνεται, κατά πάγια τακτική των μουσουλμάνων, τα μάτια και τα πρόσωπα των ιερών προσώπων έχουν ξυστεί και διαγραφεί εντελώς, εκτός από αυτές που βρίσκονται στην οροφή. Πιθανώς αυτό να έχει γίνει από πολύ παλιά, καθώς αυτή ήταν "έθιμο" των μουσουλμάνων όταν κατακτούσαν κάτι ορθόδοξο. Όμως αυτό που μοιάζει πιο καινούργιο, είναι τα ονόματα. Παντού στους τοίχους έχουν χαραχτεί τουρκικά και αραβικά ονόματα, λες και οι ιστορικές βυζαντινές τοιχογραφίες είναι ένα άτυπο "βιβλίο επισκεπτών", ώστε όλοι όσοι βάζουν το λιθαράκι τους για την καταστροφή της Σουμελά, να το δηλώνουν κιόλας.
Η τουρκική πλευρά διαψεύδει αυτό που δείχνουν τα τεκμήρια. Ο Yahya Coşkun, Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, δήλωσε στο πρακτορείο "Ανατολή" ότι δεν υπήρξε πρόσφατη ζημιά στις τοιχογραφίες στη Μονή.
Η ιστορία της μονής
Το μοναστήρι βρίσκεται στο όρος Μελά, οπότε κατά την ποντιακή διάλεκτο ο κόσμος πήγαινε "σ(τ)ου Μελά", κάτι που έμενε να χαρακτηρίσει τη μονή. Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα. Tο σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. H ανθρώπινη λογική αδυνατεί να απαντήσει στο θέαμα που βλέπουν και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές, να αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο. Oι θεραπευτικές του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους.
Κοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.
Tα μοναστήρια του Πόντου υπέφεραν από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά των Nεότουρκων και των Kεμαλικών, οι οποίοι φανάτιζαν τις άγριες και ληστρικές μουσουλμανικές ομάδες. Πολλές φορές έπεσαν θύματα ληστειών και καταστροφών. Tο 1922 οι Tούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Aφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα στη μονή, μετά έβαλαν φωτιά, για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους ή για να ικανοποιήσουν το μίσος τους εναντίον των Eλλήνων. Oι μοναχοί πριν την αναγκαστική έξοδο το 1923 έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Aγίας Bαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Mανουήλ Kομνηνού.
Τον Ιούνιο του 2010 το Τουρκικό Κράτος έδωσε άδεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για να τελεστεί στην ιστορική μονή η λειτουργία για την γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου 2010, με την Τουρκία να προσδοκά τόσο στην έξωθεν καλή μαρτυρία για σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών όσο και σε οικονομικά οφέλη από την αύξηση των τουριστών στην περιοχή τις ημέρες αυτές. Στην απόφαση να ανοίξει η μονή για μία ημέρα διεκδικεί μερίδιο και η Ρωσική Εκκλησία. Αυτή ήταν η πρώτη φορά ύστερα από 88 έτη που το μοναστήρι λειτούργησε ξανά ως εκκλησία, καθώς τα τελευταία χρόνια είχε μετατραπεί σε μουσείο.