Ήταν ξημερώματα της 2ας Ιουλίου, όταν ο αμυντικός της Κολομβίας Αντρές Εσκομπάρ άφηνε την τελευταία του πνοή μετά το μοιραίο αυτογκόλ του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994.
Η αφορμή για το αποτρόπαιο έγκλημα δόθηκε στις 22 Ιουνίου, όταν ο Εσκομπάρ σημείωσε αυτογκόλ κατά τη διάρκεια του αγώνα της Κολομβίας κόντρα στις ΗΠΑ, με τους Αμερικανούς να νικούν και να αποκλείουν τελικά την ομάδας της νοτιοαμερικανικής χώρας.
Αυτό το αυτογκόλ έμελε να είναι και το μοιραίο φινάλε του Εσκομπάρ, ο οποίος λίγες μέρες αργότερα θα έπεφτε νεκρός από τη μαφία του στοιχήματος.
Το φονικό σημειώθηκε την ώρα που ο Εσκομπάρ κατευθυνόταν στο πάρκινγκ του νυχτερινού κέντρου, όπου είχε βγει με την ομάδα φίλων του, για να πάρει το αυτοκίνητό του, όταν του έστησαν καρτέρι τρεις άνδρες και άρχισαν να λογομαχούν μαζί του.
Ξαφνικά, ένας από αυτούς τον πυροβόλησε επανειλημμένα, φωνάζοντας παρατεταμένα «γκολ», με τον χαρακτηριστικό τρόπο των λατινοαμερικάνων ποδοσφαιρικών σχολιαστών και τράπηκε μαζί με άλλα άτομα σε φυγή.
Ο αιμόφυρτος Εσκομπάρ μεταφέρθηκε εσπευσμένα από περαστικούς στο τοπικό νοσοκομείο, όπου κατέληξε 45 λεπτά αργότερα.
Όπως αποδείχθηκε, δράστης του αποτρόπαιου φονικού ήταν ο σωματοφύλακας στο καρτέλ κοκαΐνης του Μεντεγίν, Ουμπέρτο Κάστρο Μουνιός, ο οποίος την επαύριο της δολοφονίας παραδόθηκε στις Αρχές, ομολογώντας ότι αυτός δολοφόνησε τον Εσκομπάρ, καθώς εργαζόταν για τον τοπικό έμπορο ναρκωτικών Σαντιάγο Γκαλόν, ο οποίος είχε στοιχηματίσει μεγάλα ποσά στην πρόκριση της Κολομβίας.
Αν και ο Μουνιός πήρε ακέραιη την ευθύνη για το φονικό και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 46 ετών, εξέτισε μόνο 11 χρόνια και αποφυλακίστηκε, λόγω καλής διαγωγής, το 2005.