Συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από τότε που άφησε την τελευταία του πνοή μεσα στην αγαπημένη του Τούμπα ο κορυφαίος και ανεπανάληπτος κόουτς, που οδήγησε τους αετούς του βορρά στο πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας τους.
«Σαν μεγάλος καπετάνιος που δεν άφησε το τιμόνι από το καράβι του, ακόμα και όταν ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν». Θα μείνω σε αυτή την εύστοχη και περιεκτική υψηλόφρονων αισθημάτων υπόμνηση του αφιερώματος του επίσημου ΠΑΟΚ, γιατί θεωρώ ότι καλύπτει σε απόλυτο βαθμό τον σεβασμό στη μνήμη του Λόραντ. Ναι ήταν μεγάλος καπετάνιος ο Γκιούλα. Έγραψε ιστορία με μια ομάδα που αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλη.
Οπως ακριβώς μου το τόνιζε πολλές φορές στο διάστημα και της περιπέτειας του μετά την απόλυση του, αλλά και στο αντίστοιχο της επιστροφής του. Με συνδέουν πολλά και σημαντικά μαζί του. Μερικά έχω αποφασίσει να τα δημοσιοποιήσω σε ένα συγγραφικό μου πόνημα (βίβλιο) που αγωνίζομαι να ολοκληρώσω κι ελπίζω να τα καταφέρω σύντομα, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη σαν προπονητής της Μπάγερν μετά την απόλυση του, με προσκάλεσε σε ένα γεύμα που είχε οργανώσει για τους φίλους που είχε αποκτήσει στον ΠΑΟΚ. Συνοδευόταν από τον αντιπρόεδρο της γερμανικής ομάδας, έναν μεγαλοβιομήχανο συμπαθέστατο.
Στον κύκλο των φίλων ο Αντώνης Τασκονίδης, ο Βασίλης Σεργιαννίδης, ο Ανδρέας Γουλιάς, ο Αρθούρος Μαρβικιάν και η μεγάλη του αδυναμία ο τραγουδιστής «Χρηστάκης». Συστήνοντας με στον αντιπρόεδρο της Μπάγερν είπε τα εξής: «Είναι ένας πολύ καλός μου φίλος, σωστός δημοσιογράφος, μιας πολύ μεγάλης ομάδας με απίστευτο κόσμο και με... μικρούς παράγοντες». Αυτό το τελευταίο συνειδητά το παρουσιάζω σε γενική μορφή, παρά το γεγονός ότι μου αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο όνομα. Κι αυτό το κάνω για να μην μου αποδοθεί ούτε ίχνος προκατάληψης.
Για τον Γκιούλα στο σημερινό σχόλιο θα αρκεστώ στην αναφορά μιας αποκάλυψης με ένα μυστικό που μου εκμυστηρεύτηκε ο Σταύρος Σαράφης, σε μια από τις τελευταίες συναντήσεις που είχαμε και είχαν σχέση με την απόφαση μου να προχωρήσω σε αυτό που προανέφερα. Δηλαδή στο να μαζέψω σημαντικά γεγονότα του ΠΑΟΚ και να τα φιλοξενήσω σε ένα βιβλίο. Μου είπε τα εξής ο «Καίσαρας»: «Τη χρονιά που πήραμε το πρωτάθλημα υπήρχαν κάποια προβλήματα που έμειναν άγνωστα και ταλαιπωρούσαν το σύλλογο. Τότε η διοίκηση είχε επιλέξει να βοηθήσει επαγγελματικά συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές. Προχώρησε σε αυτήν της την απόφαση, αφήνοντας όμως έξω από τον κύκλο των επιλογών πολλούς. Ανάμεσα τους κι εγώ.
Πήγα λοιπόν στον πρόεδρο και του ζήτησα να με συμπεριλάβει και να με βοηθήσει, διότι κι εγώ ήθελα να βάλω μια αρχή στη ζωή μου και να διασφαλίσω κάπως το μέλλον μου. Δεν ήταν θετικός μαζί μου. Δεν τα βρήκαμε. Ήταν απόλυτα αρνητικός. Έφυγα χωρίς να έχω συμφωνήσει μαζί του και αιφνιδιάστικα έμαθα ότι αυτή η διαφωνία μου είχε σαν αφορμή να τιμωρηθώ με 10 αγωνιστικές. Είναι αλήθεια ότι στενοχωρέθηκα. Την επόμενη της ανακοίνωσης πρωί - πρωί στην Επανομή, εμφανίστηκε ο Γκιούλα Λόραντ. Με κοίταξε στα μάτια, μου είπε κάνε υπομονή και ετοιμάσου, γιατί από αύριο θα έρχομαι κάθε μέρα εν αγνοία της διοίκησης να σε προπονώ μέχρι να λήξει. Κάτι που το έκανε και με άφησε έκπληκτο στην κυριολεξία.
Η ομάδα δεν πήγαινε καλά και ο Γκιούλα ζήτησε από τον έφορο να πει στην διοίκηση πως θα έπρεπε να επιστρέψω. Δηλαδή να περιοριστεί η ποινή στις 4 αγωνιστικές που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή εκτίσει. Πράγματι στο συμβούλιο ετέθη το θέμα. Δυστυχώς όμως ο πρόεδρος ήταν ανένδοτος και δεν δεχόταν, επιμένοντας στις 10 αγωνιστικές. Από ότι πληροφορήθηκα υπήρχε ένταση και τελικά το θέμα τέθηκε σε ψηφοφορία.
Την οποία κέρδισαν 8-4 αυτοί οι οποίοι ήθελαν την μείωση της ποινής. Αυτούς τους εκπροσωπούσε από ότι θυμάμαι ο Πέτρος Καλαφάτης. Η συνέχεια ήταν περίεργη έως καταπληκτική για μένα. Από το πρώτο παιχνίδι και επί 19 συνεχείς αγώνες, ήμουν ο σκόρερ, 19 παιχνίδια 19 γκολ. Και όλα αυτά από τη θέση του χαφ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ομάδα προφανώς βρήκε την ισορροπία της και πήραμε το πρώτο πρωτάθλημα. Προσωπικά πιστεύω ότι αν δεν ήταν ο Λόραντ, δεν θα ζούσαμε αυτή την ιστορική στιγμή».
Είπαμε κι άλλα πολλά με τον «Καίσαρα», ωστόσο επέλεξα αυτό το τελευταίο γιατί ειναι χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο έβλεπε αυτός ο μεγάλος προπονητής την λειτουργία μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Πήγαινε κάθε πρωί να προπονήσει τον παίκτη που είχαν τιμωρήσει, χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Όρθοσε το ανάστημα του και ζήτησε την επιστροφή του. Και να ήταν μόνον αυτό; Ο Γκιούλα ήταν για όλους μας ένας σοφός προπονητής κι ένας άνθρωπος που σε αγκάλιαζε με την καλοσύνη του, το αυθόρμητο γέλιο του και τα έξυπνα πειράγματα του. Δεν χρειάζεται νομίζω να προσθέσω τίποτε περισσότερο από αυτό το τόσο χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό γεγονός, με το οποίο σαφέστατα σώθηκε η παρτίδα του πρώτου πρωταθλήματος.
Σαν επίλογο κρατώ την εύστοχη υπόμνηση του αφιερώματος του επίσημου ΠΑΟΚ: ««Σαν μεγάλος καπετάνιος που δεν άφησε το τιμόνι από το καράβι του, ακόμα και όταν ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν», προσευχόμενος να είναι καλά εκεί που είναι και υποσχόμενος ότι δεν υπάρχει καμία δύναμη που θα μπορούσε να μας απομακρύνει από τις όμορφες και συγκλονιστικές αναμνήσεις που μας χάρισε.
ΥΓ1: Σε καλό δρόμο από ότι λένε είναι η πολύ σημαντική προσέγγιση του Μπότο σε έναν ποδοσφαιριστή που αξίζει να φορέσει την φανέλα του ΠΑΟΚ. Αναφερόμαστε στο αριστερό οπισθοφύλακα Ράφα Σοάρες.