Η αυξημένη φυσική δραστηριότητα και οι λιγότερες ώρες καθισιού μπροστά στην τηλεόραση κάθε μέρα συνδέονται με σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης αποφρακτικής υπνικής άπνοιας, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο European Respiratory Journal. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που αξιολογεί ταυτόχρονα την φυσική δραστηριότητα και την καθιστική συμπεριφορά σε σχέση με τον κίνδυνο υπνικής άπνοιας. Η υπνική άπνοια είναι μια κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζονται επικίνδυνες διακοπές της απαπνοής στη διάρκεια της νύχτας. Κυρίαρχα συμπτώματα περιλαμβάνουν το ροχαλητό, τον διαταραγμένο ύπνο και το αίσθημα υπερβολικής κόπωσης.
Οι σοβαρές επιπλοκές, που σχετίζονται με την κακή διαχείριση της ασθένειας, περιλαμβάνουν αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης, εγκεφαλικού επεισοδίου, εμφράγματος, αρρυθμιών και διαβήτη τύπου 2. Εκτιμάται ότι περίπου 1 δις ενηλίκων 30-69 ετών πάσχουν από ήπια έως σοβαρή υπνική άπνοια παγκοσμίως. Για να εξετάσει το αν η λιγότερη φυσική δραστηριότητα και το περισσότερο καθισιό αυξάνουν τον κίνδυνο υπνικής άπνοιας, ο επικεφαλής της μελέτης και επίκουρος καθηγητής στο Νοσοκομείο Brigham and Women και την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Harvard, Δρ. Tianyi Huang ανέλυσε δεδομένα υγείας περισσότερων από 138.000 Αμερικανών ανδρών και γυναικών, οι οποίοι δεν είχαν διαγνωσθεί κλινικά με υπνική άπνοια κατά την έναρξη της μελέτης. Μέχρι το τέλος της περιόδου παρακολούθησης των 10-18 ετών, 8.733 συμμετέχοντες διαγνώσθηκαν με την ασθένεια.
Κατά την ανάλυσή τους, οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο υπνικής άπνοιας, μεταξύ των οποίων η ηλικία και ο Δείκτης Μάζας Σώματος των συμμετεχόντων, καθώς και το αν κάπνιζαν ή έπιναν αλκοόλ. Όταν οι επιστήμονες συνέκριναν τους ανθρώπους που έκαναν δραστηριότητες ισάξιες με δύο ώρες περπάτημα με μέτριο βηματισμό την εβδομάδα με ανθρώπους των οποίων τα επίπεδα δραστηριότητας ήταν ισάξια με τρεις ώρες τρέξιμο την εβδομάδα, διαπίστωσαν ότι οι δεύτεροι είχαν 54% χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης υπνικής άπνοιας.
Οι άνθρωποι που κάθονταν περισσότερες από τέσσερις ώρες ημερησίως μπροστά στην τηλεόραση είχαν 78% υψηλότερο κίνδυνο υπνικής άπνοιας από τους λιγότερο αδρανείς ανθρώπους, ενώ όσοι έκαναν μια πιο καθιστική εργασία είχαν 49% αυξημένο κίνδυνο συγκριτικά με τους ανθρώπους που ακολουθούσαν λιγότερο καθιστική ζωή. Ωστόσο, τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι για τους ανθρώπους που αναγκάζονται να περνούν πολλές ώρες καθιστοί καθημερινά, όπως οι εργαζόμενοι σε θέσεις γραφείου, η αυξημένη σωματική δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο τους μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο υπνικής άπνοιας.
Παρομοίως, όσοι δε μπορούν να ασκούνται πολύ λόγω σωματικών περιορισμών μπορούν επίσης να μειώσουν τον κίνδυνο μειώνοντας τις ώρες του καθισιού, είτε με το να είναι περισσότερο όρθιοι είτε κάνοντας πιο ήπιες δραστηριότητες συχνότερα. «Παρατηρήσαμε μια σαφή σχέση ανάμεσα στα επίπεδα σωματικής άσκησης, καθιστικής συμπεριφοράς και κινδύνου υπνικής άπνοιας. Οι άνθρωποι που ακολουθούσαν τις τρέχουσες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που συνιστούν τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας δραστηριότητας εβδομαδιαίως και που περνούσαν λιγότερες από τέσσερις ώρες καθιστοί παρακολουθώντας τηλεόραση, είχαν σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο υπνικής άπνοιας.
Το σημαντικότερο είναι πως διαπιστώσαμε ότι οποιαδήποτε αύξηση στη φυσική δραστηριότητα ή/και μείωση στις ώρες του καθισιού μπορεί να έχει οφέλη που μειώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης υπνικής άπνοιας», αναφέρει ο Δρ. Huang και προσθέτει: «Η διαφορά στον κίνδυνο αυτό ανάμεσα στην καθιστική εργασία και τον χρόνο που περνά κανείς καθιστός παρακολουθώντας τηλεόραση θα μπορούσε να εξηγηθεί από άλλες συμπεριφορές που σχετίζονται με αυτές τις δραστηριότητες. Για παράδειγμα, το τσιμπολόγημα διάφορων σνακ και η κατανάλωση σακχαρούχων ροφημάτων είναι πιο πιθανό να συνδυαστεί με την τηλεόραση παρά με την καθιστική εργασία, οδηγώντας έτσι στην απόκτηση πρόσθετου βάρους, που γνωρίζουμε πως αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την υπνική άπνοια».
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες τονίζουν ότι η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα υγείας που ανέφεραν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, πράγμα το οποίο μπορεί να τα καθιστά λιγότερο αξιόπιστα και σημειώνουν ότι οι μελλοντικές έρευνες μπορούν να χρησιμοποιήσουν wearable συσκευές τεχνολογίας για την υγεία προκειμένου να βελτιώσουν την ακρίβεια των δεδομένων.
Πηγή: ygeiamou.gr