Οι ξένοι που καταναλώνουν αλκοόλ μαζί, ενώ στην αρχή κρατούν τις φυσικές αποστάσεις, σταδιακά και όσο περισσότερο πίνουν τόσο πλησιάζουν τα σώματά τους, όπως δείχνει μία νέα αμερικανική μελέτη.
Η μελέτη όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, έχει επίκαιρη διάσταση λόγω κορωνοϊού και των αναγκαίων μέτρων προφύλαξης εν μέσω ανοίγματος της εστίασης. Είναι η πρώτη έρευνα που «τέσταρε» τις επιπτώσεις της κατανάλωσης αλκοόλ στην απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων, επιβεβαιώνοντας αυτό που πολλοί γνωρίζουν εκ πείρας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ψυχολογίας Κάθριν Φέαρμπερν του Πανεπιστημίου του Ιλινόις Urbana-Champaign, πειραματίστηκαν με 212 υγιείς νέους που χωρίστηκαν σε ζευγάρια. Οι μισοί κλήθηκαν να πιούν ποτά (αλκοολούχα και μη) με φίλους και οι άλλοι μισοί με ξένους. Η κατανάλωση αλκοόλ αυξήθηκε μέχρι επιπέδων μέθης και οι αλληλεπιδράσεις κάθε ζεύγους βιντεοσκοπήθηκαν.
Οι επιστήμονες μέτρησαν την απόσταση ανάμεσα στα δύο άτομα κάθε ζευγαριού με τη βοήθεια ανάλυσης των βίντεο μέσω μεθόδων τεχνητής νοημοσύνης. Διαπιστώθηκε ότι οι φίλοι τείνουν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο είτε καταναλώνουν αλκοόλ είτε όχι. Όμως κάποιος πλησιάζει σωματικά έναν ξένο μόνο εάν έχει πιει αλκοόλ, ιδίως σε βαθμό που έχει μεθύσει.
Κατά μέσο όρο, όπως διαπιστώθηκε, η απόσταση ανάμεσα σε δύο ξένους που έχουν πιει αρκετό αλκοόλ μειώνεται κατά ένα εκατοστό κάθε τρία λεπτά. Αντίθετα, δεν υπάρχει πλησίασμα ανάμεσα σε ξένους που δεν πίνουν αλκοόλ.
«Η μελέτη δείχνει ότι, καθώς περνάει η ώρα, το αλκοόλ μειώνει τη φυσική απόσταση ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν γνωρίζονταν προηγουμένως. Αυτή η διαπίστωση είναι ιδιαίτερα σημαντική στο πλαίσιο της πανδημίας Covid-19, επειδή δείχνει ότι το αλκοόλ μπορεί να διευκολύνει τη μετάδοση του κορονοϊού και να εμποδίσει την τήρηση των οδηγιών για κοινωνική αποστασιοποίηση», ανέφερε η ψυχολόγος Λάουρα Γκουριέρι του ίδιου πανεπιστημίου.
Προφανώς, το πλησίασμα υπό την επιρροή του αλκοόλ, σύμφωνα με τους ερευνητές, διευκολύνεται περισσότερο σε ένα μπαρ με δυνατή μουσική παρά σε έναν χώρο όπου κάποιος κάθεται σε τραπέζι αντικριστά.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).