Οι αριθμοί πραγματικά σοκάρουν και οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Ο προχθεσινός τελικός της Premiership μεταξύ της Νότιγχαμ και της Χάντερσφιλντ μεταδόθηκε σε 162 χώρες και διεξήχθη σ’ ένα κατάμεστο Γουέμπλεϊ. Το όλο σκηνικό δε διέφερε σε τίποτε από τον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας. Είναι η κουλτούρα των Αγγλων που δίνει διαστάσεις γιορτής σ’ ότι έχει να κάνει με το ποδόσφαιρο.
Σκεφτείτε το σκηνικό των φετινών αγώνων μπαράζ μεταξύ του Λεβαδειακού και της Βέροιας και κάντε τη σύγκριση με αυτό που έγινε την περασμένη Κυριακή στο Γουέμπλεϊ. Ναι θα συμφωνήσω ότι τα δύο ποδοσφαιρικά προϊόντα δεν αντέχουν σε σύγκριση, αλλά είναι χρήσιμο κάπου κάπου να τις επιχειρούμε.
Από τη μία η Premiership, κατηγορία που έχει καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά ακόμη και από την Super League1 και από την άλλη η Super League2. Ένα Πρωτάθλημα το οποίο κάποιος είναι σα να κερδίζει τον πρώτο λαχνό στο λαχείο, αν προβλέψει την ημέρα έναρξης του, που έχει ομάδες που συμμετέχουν «τρώγοντας» τις σάρκες τους και δεν φημίζεται για την αξιοπιστία του. Και δεν είναι μόνο αυτά. Οι ομάδες που προβιβάζονται κουβαλούν ένα μεγάλο χρέος από την προηγούμενη χρονιά και, συνήθως, αναζητούν «πατερούλη» από τη Super League1 για να τους βοηθήσει να υπογράψουν ένα αξιοπρεπές τηλεοπτικό συμβόλαιο, να πάρουν δύο-τρεις δανεικούς ποδοσφαιριστές και την υπόσχεση ότι θα έχουν κάποιες βοήθειες από τη διαιτησία.
Από την άλλη οι Αγγλικές ομάδες που προβιβάζονται στην Premiership τις περιμένει ένα ποσό που ξεπερνάει τις 200 εκατ. λίρες. Χρήματα εγγυημένα, σ’ ένα Πρωτάθλημα όπου ο στόχος είναι να υπάρχει υγιείς ανταγωνισμός και όχι ομάδες οι οποίες με το χέρι ανοικτό θα ζητούν την «προστασία» των μεγάλων. Είναι πλέον κατανοητό απ’ όλους ότι στο εγχώριο ποδόσφαιρο μόνο τυχαίο δεν είναι το μοντέλο ανάπτυξης που επιλέγεται. Μοντέλο το οποίο ενισχύει την ανάγκη των εξαρτήσεων των θεωρητικά «μικρών» από τους «μεγάλους». Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια.
Στην Αγγλία, όπως και σ’ όλες τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, για το ποδόσφαιρο αποφασίζει το ποδόσφαιρο. Δηλαδή ο θεσμικός φορέας που είναι η Ομοσπονδία και ο στόχος είναι η βιωσιμότητα των Πρωταθλημάτων και η δημιουργία ενός ελκυστικού προϊόντος. Στην Ελλάδα αποφάσεις παίρνουν οι πολιτικοί, οι big 4, οι ΕΠΣ. Αυτό δεν θα ήταν κακό αν είχαν ένα κοινό όραμα. Όταν όμως το ποδόσφαιρο γίνεται χώρος ψηφοθηρίας, πολιτικών αντιπαραθέσων και πρυτανεύουν οι εγωισμοί επόμενο είναι οι αποφάσεις να «σκοτώνουν» το ποδόσφαιρο αντί να δημιουργούν συνθήκες προόδου.
Το δυστύχημα είναι ότι συνένοχοι, εμμέσως, γίνονται και οι ιδιοκτήτες των ομάδων των κατώτερων κατηγοριών. Στην αγωνία τους να βρεθούν στην επόμενη κατηγορία, ευνοούμενοι από τις αναδιαρθρώσεις, δεν αντιδρούν, ούτε ζητούν ένα πλάνο για τη βιωσιμότητα του μοντέλου των νέων Πρωταθλημάτων. Γι’ αυτό στη συνέχεια «κλαίνε με μαύρο δάκρυ». Όπως η νέα Γ’ Εθνική η οποία θα είναι τεσσάρων ομίλων με 18 ομάδες ο κάθε όμιλος. Πού σημαίνει ότι ομάδες που μέχρι φέτος αγωνίζονταν στα τοπικά Πρωταθλήματα θα πρέπει να δώσουν 34 αγώνες έχοντας πολλά ταξίδια που σημαίνει έξοδα. Ο προγραμματισμός στηρίζεται κυρίως στην αυτοχρηματοδότηση. Χωρίς να υπάρχει κάποια σοβαρή οικονομοτεχνική μελέτη από τους εμπνευστές των αλλαγών. Κι όμως συμβαίνει, γι’ αυτό το εγχώριο ποδόσφαιρο έχει την αποκρουστική εικόνα που βιώνουμε χρόνια τώρα. Γιατί οι παράγοντες βλέπουν το «τυράκι» και όχι τη «φάκα». Αλλά στο φινάλε είναι οι μεγάλοι χαμένοι μαζί με το ποδόσφαιρο.