Το τέλος μιας πολιτείας

Αλέξανδρος Τσίγγος06 Δεκεμβρίου 2020

του Αλέξανδρου Τσίγγου

Υπάρχει μια φράση: δώσε θάρρος στον χωριάτη, θα σου ανέβει στο κρεβάτι

Βρεθήκαμε άνθρωποι κοινής γλώσσας σκέψης πολιτισμού και κατατρεγμένοι και φτιάξαμε σε μια γη ένα χωριό. Με κόπο την ξεχερσώσαμε, την καλλιεργήσαμε, μας έδωσε τους καρπούς της κατά το αυξάνεστε και πληθύνεστε.

Κάποια μέρα, λευτερώσαμε τον τόπο μας για να κάνουμε κουμάντο στην ζωή μας. Η προκοπή που γνωρίσαμε μας έκανε να ξανασπουδάσουμε, να μάθουμε, να συλλογιζόμαστε και να έχουμε στοχασμό και για πράγματα έξω από τα αναγκαία.

Βέβαια.. μας φέρανε μια εξουσία πάνω από το κεφάλι μας, αλλά τα καταφέρναμε μιας και λέγαν πως ήταν για το συμφέρον μας από την μια και εμείς δεν είχαμε την ενέργεια για παραπάνω αγώνα. Μετά κατανοούσαμε και την διαφορά ανάμεσα στο ίσο και στο όμοιο, το ίδιο. Το σημαντικό είναι να είμαστε ίσοι.

Όσο μεγάλωνε το χωριό μας, νέοι άνθρωποι, ήρθαν να ζήσουν, γιατί είχαμε κανόνες, καθαρούς δρόμους, φροντισμένα σπίτια, σχολεία, στάδιο, θέατρο.

Υπήρχε λοιπόν πλούτος που μας έδινε η γη μας και η δουλειά μας και ήταν περισσευούμενος. Αυτόν τον περισσευούμενο πλούτο τον κάναμε πολιτισμό. Οικοδομήσαμε τα ήθη και τα έθιμα μας μέσα από την εξέλιξη των παραδόσεων μας, εξευγενίζαμε την συμπεριφορά μας, και κουμαντάραμε τα κοινά μας μέσα από τις αντιθέσεις μας.

Κι εμείς θέλαμε επίσης με το ανοιχτό μας μυαλό νέους ανθρώπους να έρθουν. Να μαθητεύσουν σε όσα είχαμε μάθει και να αυξήσουν την κοινότητα μας, να πλουτίσουν την πολιτεία μας.

Μα έφεραν μαζί τους τα δικά τους ήθη και έθιμα και δείξαμε ανεκτικότητα και είπαμε ότι η ποικιλομορφία είναι κάτι καλό, και για τα αγόρια μας και για τα κορίτσια μας. Τα παιδιά μας να ανανεώσουν το αίμα και θα κάνουν καινούργια παιδιά. Να εμπλουτίσουμε την καταγωγή μας.

Μα εκείνοι που ήρθαν, ήρθαν από έναν κατώτερο πολιτισμό για τα δικά μας μέτρα. Πιο άγριο, που δεν είχε προλάβει να εξευγενιστεί για να συνταιριάσει με τον δικό μας. Η φυσική του επιθετικότητα τελικά και σταδιακά κατέλυσε αυτό που είχαμε φτιάξει.

Δε το πήγε εμπρός. Το κατέβασε προς τα κάτω, αντί να το ανεβάσει προς τα επάνω. Σιγά σιγά το εξίσωσε στο δικό του ύψος, γιατί αυτή είναι η φυσική συμπεριφορά των πραγνεαμάτων. Πιο εύκολα κατρακυλάει κάτι προς τα κάτω, αντί να σκαρφαλώσει προς τα πάνω.

Η ανεκτικότητα μας όλο διευρύνετο. Από γενιά σε γενιά. Πιστεύαμε ότι διορθώναμε τα λάθη των πατεράδων μας. Ήταν πιο σκληραγωγημένοι, πιο ψημένοι, πιο αυστηροί και πολλές φορές ήταν και άδικοι.

Λέγαμε ότι η ισότητα θέλει κόπο για να την πετύχουμε. Αγώνα. Πως με την επίτευξη αυτής, θα εξαλείφαμε και κάθε ανισότητα. Να έκανε το διαφορετικό, πιο ίδιο με το αντίθετο του.

Ξεχνούσαμε την παράμετρο του χαρακτήρα. Πως κάποιος έχει μια φυσική κλίση προς το ένα και ο άλλος προς το άλλο. Το ίδιο και στο κακό η στο καλό. Ξεχάσαμε έτσι πως η αρετή και η δικαιοσύνη στον άνθρωπο, δεν διδάσκεται. Κι αν διδάσκεται, δε γίνεται κτήμα όλων.

Ούτε και την εξυπνάδα φτιάχνει, ούτε και την ικανότητα την επιμερίζει σε όλους. Και παραβλέπαμε πως έτσι είναι η φύση των πραγμάτων, μέσα από την ευγένεια των σπουδών μας και τις ευγενικές, αλτρουιστικές μας αντιλήψεις.

Ξεχάσαμε ότι το ίσο δεν σημαίνει και όμοιο. Στην ίδια μας την Πολιτεία έπρεπε να το παρατηρούμε, μα εθελοτυφλούσαμε. Όλους τους είχε ανάγκη. Για αυτό ήμασταν ίσοι. Μα δε μπορούσαν όλοι να ανταποκριθούνε σε όλα. Όσο εκπαίδευση και ευκαιρίες κι αν προσφέραμε. Άλλος ήταν καλός μαθητής και άλλος κακός. Και αργότερα πάλι, ο κακός μαθητής μπορούσε να είναι ένας αποδοτικός και δίκαιος, σώφρον πολίτης και ο καλός μαθητής το ακριβώς αντίθετο.

Έτσι το να δίνουμε ευκαιρίες, εκεί που για τα κοινά μας διαλέγαμε τους καλύτερους από ανάμεσα μας. Τους καλύτερους όχι στον παρά μα στην σκέψη, η ανεκτικότητα μας που όλο και ξεχείλωνε, αυτό το Δημοκρατικό φιλότιμο, μας έκανε κάτω από την πίεση ότι ένας σπουδαγμένος θα τα κατάφερνε καλύτερα, να γεμίσουμε τελικά την αρχή μας, με μέτριους ανθρώπους.

Πως έγινε αυτό; Ήταν τα κριτήρια αξιολόγησης μας πολύ υψηλά, ότι είχαν βάλει δηλαδή οι γονείς μας και άφηνε απέξω τους υπόλοιπους. Δεν είναι σωστό να κυβερνιόνται τα κοινά έτσι. Δε μπορεί να είμαστε ίσοι στην ψήφο αλλά έξω από την αρχή και την διοίκηση.

Έμοιαζε λογικό. Παραβλέψαμε την φύση των πραγμάτων και είπαμε ότι είναι η εποχή να την εμπλουτίσουμε με ότι μας έφερνε η ανεχτικότητα μας.

Έτσι κάποια στιγμή, τέθηκε το ερώτημα αν οι παλιοί, ήταν ρατσιστές. Το ερώτημα το έβαλαν οι μέτριοι, που όπως και να το κάνουμε, δεν μπορούσαν να καταφέρουν πολλά στα δημόσια πράγματα και τον πλούτο της Πολιτείας κάθε άλλο μπορούσαν να τον διαχειριστούνε με σοφία.

Έμοιαζε ότι τον χειρίζονταν σα να ήταν δικό τους πορτοφόλι, γιατί από μέτριο άνθρωπο, τι μπορεί να περιμένεις; Καλύπταν τις λαθροχειρίες τους, κρατώντας το μεγάλο κομμάτι για αυτούς και μοιράζανε στους ακολούθους τους το υπόλοιπο. Γιατί η τεμπελιά και η τρυφηλότητα είναι κι αυτές στις κλίσεις των ανθρώπων όλων. Κι αμα δεν έχεις χαρακτήρα, γλιστράς εύκολα στους κόλπους τους. Έτσι με την διαφθορά, διέφθειραν και τους καλούς ανθρώπους η τους έκαναν να ασχολούνται με τα της οικείας τους.

Μια μέρα φτάσαμε στο εξής φαινόμενο. Την εξής ερώτηση. Ολοι όσοι ήρθαν και μείνανε μαζί μας, δε πρέπει να λαμβάνουν μέρος και στα κοινά μας;

Η πολιτική μας ζωή είχε περάσει στον εκφυλισμό της και ήταν ώρα να συναντήσει μέσα από λογικές αιτιάσεις και τον παραλογισμό. Οι μέτριοι, ικανοί στην απάτη χρειαζόντουσαν να φορτώσουν προβλήματα στους συμπολίτες τους για να ξεπλύνουν τα όσα είχαν κάνει και τα όσα επρόκειτο να κάνουν.

Γιατί ναι, ήταν σωστό αυτό σαν ερώτημα, μα η απάντηση παράκαμψε το προφανές. Οι άνθρωποι αυτοί όλοι, παρέμειναν στεγανοποιημένοι στους δικούς τους τρόπους. Σε ότι κουβαλούσαν από το παρελθόν και δε το είχαν λύσει. Δίπλα τους συνασπισμένοι και όσοι είχαν τις αποκλίσεις εκείνες που ήθελαν να τις κάνουν δημόσιο βίο. Σα να μην είχαν ακούσει ποτέ το «Τα τω οίκω μη εν δήμω».

Καλύφτηκαν πίσω ότι όσο πιο πολύ φωνάζει κάποιος, τόσο περισσότερο δίκιο έχει!

Έτσι φτιάξανε διοικήσεις όχι ανάλογα με την αξιοσύνη αλλά με το χρώμα, το φύλο και την απόκλιση.

Όταν συνάντησε η Πολιτεία μας την «Πολιτική Ορθότητα» και των «Πολιτικών Ταυτότητας», όλοι εκείνοι οι άξιοι δουλευταράδες, οι συνεπείς και με συνείδηση άνθρωποι, ξανα έγιναν πρόσφυγες.

και κάποια στιγμή... στις ανοιχτές εκλογές... που δίνει δικαίωμα σε κάθε άνθρωπο που ζει στην πόλη να συμμετέχει..

στα κοινά μας

άνθρωποι από αυτή την ρίζα και καταγωγή... πήραν τα ηνία

και έφτασε εμείς να είμαστε οι παράνομοι... και εκείνοι να είναι οι νόμιμοι... γιατί η επιβολή των πραγμάτων... έτσι είναι στην φύση της και την ιστορία..

στο ενδιάμεσο αυτής της πορείας... για να δείξουμε ευγένεια

είπαμε στην διοίκηση της πόλης μας...

άσχετα από την αξιοσύνη τους

να βάλουμε και από αυτούς να συμμετέχουν

έτσι πήραμε και από έναν από το είδος τους...

το φύλο τους

την απόκλιση τους

αυτό το είδαν και οι δικοί μας... που δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις και ποιότητες... που ήταν μέτριοι... και είπαν... ααα... δε μπορεί να κυβερνιέται αυτός ο τόπος από τους ικανούς μόνο... Να εσείς οι ικανοί βάλατε χωρίς κριτήριο αξιολόγησης... με γνώμονα μόνο το χρώμα και την φυλή και την απόκλιση... ανθρώπους στην διοίκηση

και έτσι σταδιακά... μέτριοι από εμάς... οι λιγότεροι ικανοί... και οι πιο εύκολα παρασυρόμενοι... εκείνοι που βολεύονται... μπήκαν κι αυτοί στην εξουσία

ήταν ικανοί στην απάτη... στην παραπλάνηση... και τελικά... όπως το κακό νόμισμα διώχνει το κακό..

έτσι οι άξιοι πήγαν στο σπίτι τους... μιας και δε μπορούσαν να τα βάλουν πέρα με την βλακεία που άρχισε να αφεντεύει τον τόπο

που ναι μεν σωστό να ψηφίζει και ο τελευταίος νοματαίος.

Και να λέει την γνώμη του να γίνεται ένα με την γνώμη των πολλών

αλλά έναν μέτριο και ακαλλιέργητο απαίδευτο άνθρωπο... δεν μπορείς να του δώσεις εξουσία...

έτσι οι μέτριοι και οι ξένοι... γίνανε οι άρχοντες του τόπου...

και τελικά εκείνοι που ήταν άνθρωποι άξιοι... δουλευταράδες... συνεπείς και με συνείδηση... έγιναν ξανά πρόσφυγες

Προτείνουμε
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.