Το αφήγημα των Ελλήνων παραγόντων του ποδοσφαίρου «για ένα καλύτερο ποδόσφαιρο με τον εγχώριο διαιτητή να πάρει τη θέση που του αξίζει», φαντάζει με παραμύθι που έχει κοκκινοσκουφίτσα, αλλά λείπει ο κακός ο λύκος. Ή συνήθως βάζουν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα και τον βαπτίζουν… κοκκινοσκουφίτσα.
Προφανώς το σύστημα του ποδοσφαίρου έχει την αίσθηση ότι απευθύνεται σε μικρά παιδιά ή ότι ζούμε στη δεκαετία της «παράγκας» όπου η ενημέρωση ήταν ελλιπής, πριν ξεσκεπάσει το Koriopolis. Γιατί ανεξαρτήτως από το ποινικό μέρος της υπόθεσης, η κοινωνία του ποδοσφαίρου επιβεβαίωσε όλα εκείνα που υποψιαζόταν και συζητούσε στις παρέες. Πλέον όλοι ξέρουν τους κανόνες του παιχνιδιού, απλώς η παραδοχή της εύνοιας από τους διαιτητές έχει να κάνει με το χρώμα των σωματειακών γυαλιών που φοράει ο καθένας. Όταν μία ομάδα παίρνει ευνοϊκά σφυρίγματα ο οπαδός που την υποστηρίζει εξυμνεί τον πρόεδρο για τη μαγκιά του, κι όταν είναι ανάποδα αναθεματίζει το σύστημα.
Είναι τολμηρό να ποντάρει κάποιος έστω και ένα ευρώ σε στοίχημα που θα έχει ως πρόβλεψη την διαιτησία στην Ελλάδα. Οτι δηλαδή θα έρθει κάποια στιγμή που δεν θα ασχολείται κανείς μαζί της. Ούτε οι παράγοντες θα σχολιάζουν, ούτε θα βάζουν τους επικοινωνιακούς τους στρατούς να γράφουν «πατώντας» πάνω στις διαρροές.
Τέλειος διαιτητής δεν υπάρχει. Τα λάθη είναι μέσα στο παιχνίδι. Λάθη κάνουν και οι πρόεδροι στις επιλογές τους, οι προπονητές και οι παίκτες. Αυτά τα λάθη όμως δεν συζητιούνται όσο τα λάθη των διαιτητών. Προφανώς γιατί συμφέρει η στοχοποίηση του διαιτητή γιατί αποπροσανατολίζει τον κόσμο από ένα άσχημο αποτέλεσμα.
Και επειδή όλοι κάνουν λάθη, μπήκε στο κάδρο ένα λάθος του Βούλγαρου Γκιόργκι Καμπάκοφ που ορίστηκε με κινήσεις εξπρές να διαιτητεύσει τον αγώνα ντέρμπι μεταξύ του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ. Βγήκε λοιπόν στην επιφάνεια μία λανθασμένη απόφαση σε βάρος του Παναθηναϊκού, από τον Βούλγαρο, σε αγώνα και πάλι με την ΑΕΚ πριν από λίγα χρόνια.
Αυτό είναι αρρώστια η οποία αποδυναμώνει τον εγχώριο ποδοσφαιρικό οργανισμό και μόνο οι παράγοντες μπορούν να τη γιατρέψουν. Προφανώς όμως τους αρέσει αυτό το περιβάλλον γι’ αυτό και το συντηρούν. Διαφορετικά είχαν τον τρόπο να βάλουν τελεία και παύλα. Όταν όμως όλοι έχουν κάνει το κάτι τις τους ώστε να πάρουν το πάνω χέρι στη διαιτησία, πώς είναι δυνατόν να καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια; Είναι δηλητηριασμένοι από την καχυποψία και τίποτε δεν μπορεί να τους «αποτοξινώσει».
Βεβαίως πάντα υπάρχει και μία καλή ευκαιρία για να φουντώσει η αμφισβήτηση. Η τελευταία, η απόφαση του αρχιδιαιτητή Μπένετ να ορίσει στο ντέρμπι Παναθηναϊκός-ΑΕΚ Ελληνα διαιτητή. Κατά παράβαση της συμφωνίας των big5, τα ντέρμπι να τα διαιτητεύουν ξένοι. Ή ο Αγγλος κάτι δεν κατάλαβε ή παίζει με τη νοημοσύνη των Ελλήνων φιλάθλων.
Κι άντε ο Μπένετ δεν κατάλαβε, ο Μπαλτάκος δεν είχε πληροφόρηση εκ των έσω ώστε να προλάβει το κακό, πριν οι ενδιαφερόμενο χαλάσουν τον κόσμο; Ο πρόεδρος της ΕΠΟ παραδέχτηκε ότι «με βάση τον κανονισμό ο αρχιδιαιτητής έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Εχει την υποχρέωση μόνο να ενημερώνει». Κι αφού έχει αυτή την αρμοδιότητα γιατί υπήρξε παρέμβαση και γιατί αντέδρασαν οι ομάδες; Τότε τι σόϊ αυτοδιοίκητο έχει η ΚΕΔ; Και στο τέλος: Γιατί ο Μπένετ από τη στιγμή που υπήρξε παρέμβαση στο έργο του δεν υπέβαλε την παραίτηση του, για λόγους ευθιξίας;
Δύσκολα να υπάρξουν απαντήσεις με ευθύτητα. Κάτι «μασημένα» λόγια ακούγονται.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι ξένοι αρχιδιαιτητές με τους παχυλούς μισθούς βλέπουν την Ελλάδα ως «Χονολουλού» και απολαμβάνουν τις εξαιρετικές κλιματολογικές συνθήκες, μπαίνοντας πότε πότε στο… «κοστούμι» που τους ράβουν οι παράγοντες. Μιλούν και «για εκπαίδευση των Ελλήνων διαιτητών» και ο καιρός κυλάει. Οσο για τους παράγοντες, ας μη κουράζονται για να πείσουν την κοινωνία του ποδοσφαίρου για τις προθέσεις τους. Εβλεπαν, βλέπουν και θα βλέπουν τη διαιτησία ως «χρυσόμαλλο δέρας». Είτε διοικούνταν από Ελληνες, είτε από ξένους. Η ψυχή βγαίνει, αλλά το χούι ποτέ, όπως λέει και ο λαός.