Το 76% της συνολικής παραγωγής του ελληνικού κλάδου της βιομηχανίας μαρμάρου, εξάγεται σε περισσότερες από 120 χώρες, τοποθετώντας την Ελλάδα στην 4η θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές μαρμάρων.
Αυτό ανέφερε η πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Μαρμάρου Μακεδονίας Θράκης, Ιουλία Χαϊδά κατά τη διάρκεια της ομιλίας της, στο Exports turn Crisis into Opportunity, το ψηφιακό Συνέδριο που διοργάνωσαν, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων και το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο της Νέας Υόρκης.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση, η κ. Χαϊδά σημείωσε ότι ο κλάδος αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στην ελληνική οικονομία, καθώς η προσφορά του τομέα παραγωγής μαρμάρου σε αυτήν αγγίζει το 1,27 δισ. ευρώ και για κάθε 1 ευρώ προϊόντος μαρμάρου το πολλαπλασιαστικό όφελος είναι 2,19 ευρώ.
Στον κλάδο, απασχολούνται περίπου 6.500 εργαζόμενοι, ενώ η συνολική συμβολή στην απασχόληση (έμμεσα) φτάνει τους 18.000 εργαζόμενους.
Επισήμανε επίσης, ότι την τελευταία δεκαετία, λόγω της ύφεσης στην Ελληνική οικονομία, ο κλάδος κλήθηκε να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του, να δείξει εξωστρέφεια και να αλλάξει στρατηγική απευθυνόμενος, κυρίως, στην παγκόσμια αγορά. Έτσι συνέχισε την αναπτυξιακή του πορεία ανταποκρινόμενος στην αυξανόμενη ζήτηση των αγορών του εξωτερικού.
Το 60% των εξαγωγών ακατέργαστων μαρμάρων κατευθύνεται στην αγορά της Κίνας η οποία αποτελεί και τον μεγαλύτερο εισαγωγέα ακατέργαστων μαρμάρων παγκοσμίως.
Αναφερόμενη στις ΗΠΑ, σημείωσε ότι αυτές αποτελούν τον Νο 1 εισαγωγέα κατεργασμένων μαρμάρων για την Ελλάδα και συνεπώς στρατηγικό συνεργάτη του ελληνικού κλάδου και της χώρας μας, καθώς τo 15% των ελληνικών εξαγωγών σε κατεργασμένα μάρμαρα κατευθύνεται εκεί.
Οι Η.Π.Α. όμως αποτελούν και τον μεγαλύτερο εισαγωγέα επεξεργασμένου μαρμάρου παγκοσμίως. Η Ελλάδα κατέχει την έκτη θέση ως προμηθευτής τους, ακολουθώντας παγκόσμιους κολοσσούς όπως η Ιταλία, η Κίνα και η Τουρκία.
Σχετικά με το επιχειρηματικό τοπίο, υπογράμμισε ότι δεν μπορεί κάποιος να προχωρήσει με ακρίβεια σε μια εκτίμηση για τη διαμόρφωση αυτού σε παγκόσμιο επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα με την οποία αλλάζουν τα δεδομένα. Και ήταν κατηγορηματική ότι απαιτείται διαρκής ευελιξία, ευρηματικότητα και ικανότητα από τις διοικήσεις των επιχειρήσεων, να αφουγκράζονται εγκαίρως τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς και να προβλέπουν το μέλλον.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία της η κ. Χαϊδά, επισήμανε τις προκλήσεις που καλούνται διαρκώς οι γυναίκες να αντιμετωπίσουν, για να μπορέσουν να ανέλθουν στην ιεραρχία των επιχειρήσεων.
Στάθηκε μάλιστα στην εκλογή της πρώτης γυναίκας προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, η οποία αναδεικνύει την τάση στις σύγχρονες κοινωνίες, όλο και περισσότερες γυναίκες να αναλαμβάνουν υψηλόβαθμες θέσεις, τόσο σε διοικητικά συμβούλια εταιρειών, όσο και στον πολιτικό στίβο.
Ενώ, όπως επισήμανε: «Σύμφωνα με έρευνα της ICAP, οι εταιρείες που διευθύνονται από γυναίκες καταγράφουν καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με εκείνες που διοικούνται από άντρες, και αυτό γιατί εμείς οι γυναίκες λειτουργούμε με υποστηρικτικό τρόπο ως προστατευτικοί ηγέτες. Διακρινόμαστε για την συναισθηματική νοημοσύνη, την ενσυναίσθηση, τη διαίσθηση και τη διορατικότητα μας». Και κατέληξε ότι: «γυναίκα και ηγεσία, πάνε μαζί, παρά το γεγονός ότι η κορυφή των επιχειρήσεων παγκοσμίως είναι ακόμη γένους αρσενικού. Ο δρόμος δεν είναι εύκολος, είναι τραχύς με πολλές προκλήσεις αλλά όπως πιστεύω βαθιά ,όπου υπάρχει ένα θέλω υπάρχει ένας δρόμος».