Μέσα στην αναλυτική παρουσίαση του έργου της Νέας Τούμπας που είναι πια δημόσια μέσα από το ΥΠΕΚΑ, υπάρχει μία ακόμη ενδιαφέρουσα αναφορά που δεν απαιτεί ειδικές γνώσεις για να «διαβάσει» κανείς. Αφορά στη διεθνή πρακτική που ακολουθείται στη δημιουργία γηπέδων όπως αυτό που θέλει να δημιουργήσει ο ΠΑΟΚ.
«Την τελευταία εικοσαετία παρατηρείται μια ευρύτερη πανευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια τάση για ανανέωση των ποδοσφαιρικών (και όχι μόνο) σταδίων, με την κατασκευή νέων υπερσύγχρονων και πλήρως διαφοροποιημένων γηπεδικών εγκαταστάσεων, που δεν θυμίζουν σε τίποτα τις προηγούμενες παραδοσιακές μορφές αθλητικών σταδίων. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η τάση διαφαίνεται γενικώς σε διάφορα αθλήματα και κυρίως στα δημοφιλή αθλήματα των ΗΠΑ, όπου έχουν κατασκευαστεί νέα εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής στάδια ομάδων του baseball, american football, rugby και basket, αλλά και του soccer λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης του ποδοσφαίρου στις ΗΠΑ την ίδια δεκαετία.
Ενδεικτικά αναφέρονται η T-Mobile Arena (Λας Βέγκας), το Mercedes-Benz Stadium (Ατλάντα), το AAMI Park Stadium (Μελβούρνη), το νέο στάδιο της Tottenham (Λονδίνο), το Wanda Metropolitana (Μαδρίτη), η Allianz Arena (Μόναχο) κ.ο.κ. Επιπλέον, αντίστοιχες υποδομές προκύπτουν ως αποτέλεσμα των εκάστοτε μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων (Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου ή άλλων αθλημάτων κλπ), είτε σε ανεπτυγμένες (αθλητικά) χώρες είτε σε άλλες που στον τομέα του ποδοσφαίρου (κυρίως) δεν είχαν έως τώρα την ανάλογη ανάπτυξη (λ.χ. σε αραβικές ή ασιατικές χώρες) με χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα το Qatar όπου κατασκευάζονται υπερσύγχρονα ποδοσφαιρικά στάδια για την διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου (Μουντιάλ) του 2022. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο και εστιάζοντας εν προκειμένω στο ποδόσφαιρο, η τάση αυτή έχει συμπαρασύρει ορισμένες από τις μεγαλύτερες και ιστορικότερες ποδοσφαιρικές ομάδες – συλλόγους της ηπείρου, αλλά και ομάδες μέσου βεληνεκούς. Ενδεικτικά αναφέρονται οι περιπτώσεις ποδοσφαιρικών κολοσσών όπως οι Ajax, Bayern, Juventus, Arsenal και της προσφάτως αναδυόμενης Manchester City, αλλά και ομάδων όπως η ισπανική Bilbao, η ουκρανική Shakhtar, η ρώσικη Dynamo Μόσχας, η γερμανική Schalke, η λονδρέζικη Tottenham και άλλες.
Σε γενικές γραμμές, η αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού των ποδοσφαιρικών (και όχι μόνο) αθλητικών εγκαταστάσεων κατέστη επιτακτική κατά τη δεκαετία του 2000, για πολλούς λόγους: Η σύγχρονη φιλοσοφία με την οποία αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο η ευρωπαϊκή ομοσπονδία (UEFA) και στοχεύει σε ποδοσφαιρικά τουρνουά που θα τελούνται σε «κομψότερη» ατμόσφαιρα, που παραπέμπει περισσότερο σε θεατρικό γεγονός και όχι μόνο στον παραδοσιακό ποδοσφαιρικό αγώνα, με εντελώς αναθεωρημένους όρους και κανόνες ασφαλείας και τέλεσης αγώνων σε σχέση με το παρελθόν, ώστε να συμβαδίσει με την αντίστοιχη οικονομική ανάπτυξη του προϊόντος. Έτσι, η κύρια στόχευση των προαναφερόμενων σύγχρονων ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Champions League (που ξεκίνησε με τις πρώτες πειραματικές μορφές του το 1991 και έφτασε να αποτελεί μια τεράστια οικονομική και εμπορική οντότητα) αλλά και το δευτερεύουσας σημασίας Europa League, οι οποίες εκτινάσσουν το άθλημα από ένα αμιγώς αθλητικό γεγονός σε μια κοινωνική και επιχειρηματική εκδήλωση, είναι η μέγιστη δυνατή εμπορική και οικονομική ανάπτυξη του ποδοσφαίρου ως αθλητικού και τηλεοπτικού προϊόντος, με τζίρους δισεκατομμυρίων. Το γεγονός αυτό επιτάσσει και την αντίστοιχη βελτίωση της τεχνικής υποδομής στην οποία όλα τα παραπάνω θα βρουν λειτουργικό και απρόσκοπτο πεδίο εφαρμογής. Επομένως, γίνεται κατανοητή η αναγκαιότητα δημιουργίας υπερσύγχρονων εγκαταστάσεων, ικανών να φιλοξενήσουν την νέα «ποδοσφαιρική τάξη πραγμάτων», σε απολύτως λειτουργικά και αναλόγως εντυπωσιακά στάδια. Συνακόλουθα, οι νέες και πολύ πιο απαιτητικές τεχνικές προδιαγραφές που επιβάλουν οι σύγχρονες ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις (Champions League, Europa League) και αποτυπώνουν την μετάβαση σε μια νέα εποχή που συνδυάζει την αναγκαιότητα ποιοτικών και ασφαλών συνθηκών παρακολούθησης ενός αγώνα με την ταυτόχρονη γιγάντωση της τηλεοπτικής διάστασης του αθλητικού προϊόντος, περιλαμβάνοντας ένα ευρύ φάσμα αναγκαίων συνθηκών και παροχών, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να καλυφθούν από τις υφιστάμενες και εν πολλοίς ξεπερασμένες αθλητικές εγκαταστάσεις. Η ταχύτατη τεχνολογική πρόοδος σε πλήθος τομέων που σχετίζονται με έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και η απαίτηση για ολοένα πιο σύνθετες παρεχόμενες τηλεοπτικές υπηρεσίες, δημιούργησε συγκεκριμένες ανάγκες που δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν από τα προγενέστερα ποδοσφαιρικά στάδια, τα οποία συχνά παρουσίαζαν λειτουργικές ανεπάρκειες στους τομείς αυτούς. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι νέες απαιτήσεις για την απρόσκοπτη και λειτουργική τηλεοπτική κάλυψη των αγώνων, με χώρους συγκεκριμένων προδιαγραφών και μεγεθών όσον αφορά στα σημεία τοποθέτησης μιας τηλεοπτικής κάμερας ή τη δημιουργία «in situ» τηλεοπτικών studio (εντός των γηπέδων) Η μετατροπή του ποδοσφαιρικού προϊόντος από αμιγώς αθλητικό γεγονός σε ένα ευρύτερης εμβέλειας τουριστικό και εμπορικό γεγονός, κυρίως στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και ομάδες, δημιούργησε την αναγκαιότητα για δραστικές βελτιώσεις τόσο των ίδιων των σταδίων όσο και του περιβάλλοντα χώρου περιμετρικά αυτών, συμπαρασύροντας ευρύτερες αστικές αναπλάσεις της άμεσης ζώνης επιρροής τους και αντίστοιχες βελτιώσεις στις τεχνικές υποδομές (οδικά δίκτυα, μέσα μαζικών μεταφορών κλπ). Στην σύγχρονη εποχή, ο φίλαθλος στοχεύει σε μια all-day experience και όχι απλά στο να παρακολουθήσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στα στενά χρονικά των 2 ή 3 ωρών, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ημερήσια παραμονή του στην τοποθεσία του γηπέδου. Η σύνδεση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα με την τουριστική παράμετρο οφείλεται εν πολλοίς και στο γεγονός ότι στην σύγχρονη ψηφιακή εποχή, η προβολή ενός συλλόγου φτάνει σε κάθε άκρη της γης, δημιουργώντας ως αποτέλεσμα οπαδούς κάθε εθνικότητας, γεγονός που συνεπάγεται την παρουσία πλήθους αλλοδαπών φίλων μιας ομάδας στους σημαντικούς κυρίως αγώνες της, λόγου χάρη στο πλαίσιο ενός ταξιδιού που συνδυάζει την αμιγώς τουριστική διάσταση με την παρακολούθηση ενός αγώνα της αγαπημένης ομάδας του επισκέπτη.
Επιπλέον, παρατηρείται συχνά, ιδιαίτερα στους δημοφιλείς ευρωπαϊκούς συλλόγους που εδρεύουν στα μεγάλα τουριστικά αστικά κέντρα της ηπείρου, ακόμη και ο απλός τουρίστας να επιδιώκει την παρακολούθηση ενός αγώνα εκλαμβάνοντάς το ως μέρος της συνολικής του τουριστικής εμπειρίας στην συγκεκριμένη πόλη. Επομένως, η διαπιστωμένη νέα παγκόσμια τάση του «αθλητικού τουρισμού», είτε πρόκειται για οπαδούς είτε για τουρίστες που απλά έτυχε να βρεθούν (ή επιδίωξαν να βρεθούν επί τούτου) στην πόλη κατά την ημερομηνία τέλεσης ενός αγώνα, προκαλεί ροές φιλάθλων που ξεπερνούν τα στενά όρια της πόλης και της χώρας ενός συλλόγου. Το αποτέλεσμα είναι αντιστοίχως η αύξηση συνάθροισης κοινού στο γήπεδο και στην ευρύτερη περιοχή του, που σταδιακά ξεπερνά την φέρουσα ικανότητα των παλαιών σταδίων.
Συνδυαστικά με τα παραπάνω, η οικονομική γιγάντωση του αθλήματος επέβαλε και την αντίστοιχη αναζήτηση και εξασφάλιση οικονομικών πόρων για τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους, που δεν μπορούσαν πλέον να καλυφθούν αποκλειστικά από την οικονομική ευμάρεια των ιδιοκτητών τους (φυσικών προσώπων), αλλά απαιτούσαν συμπληρωματικές πηγές εσόδων για την οικονομική στήριξη της ποδοσφαιρικής δραστηριότητας. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώθηκε ότι το ίδιο το ποδοσφαιρικό στάδιο μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική εναλλακτική συμπληρωματική πηγή εσόδων, εφόσον παρείχε τη δυνατότητα να στεγάσει και εμπορικές –επιχειρηματικές δραστηριότητες που θα συνέβαλαν στην ενίσχυση των εσόδων της ομάδας. Ωστόσο η νέα αυτή πρακτική συναντούσε δυσκολίες στην υλοποίησή της λόγω του ιδιοκτησιακού χαρακτήρα των παλαιών σταδίων, καθώς αυτά ανήκαν είτε στους εκάστοτε ∆ήμους είτε σε άλλους κρατικούς φορείς, κάτι που αποτελούσε σημαντική τροχοπέδη σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανανέωσης-ανακαίνισης ή εμπορικής εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων εκ μέρους των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών ομάδων που τα χρησιμοποιούσαν. Τα τελευταία χρόνια, η εξαγορά ιστορικών ευρωπαϊκών συλλόγων από οικονομικούς μεγιστάνες ή funds, αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την μετάβαση σε νέα σύγχρονα στάδια. Επικουρικά σε αυτούς λειτούργησε και η τάση εμπλοκής μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών-κολοσσών (όπως λ.χ. η Allianz και η Emirates) στην εν μέρει ή εν συνόλω χρηματοδότηση της κατασκευής των νέων σταδίων, οι οποίοι στο πλαίσιο της νέας οικονομικής και εμπορικής θεώρησης του ποδοσφαιρικού προϊόντος αποτελούν πρωταρχικούς οικονομικούς σπόνσορες (partners) των ομάδων και των νεοαναγειρόμενων ποδοσφαιρικών γηπέδων, εξασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα την τοποθέτηση της επωνυμίας τους στην ονομασία του νέου σταδίου (παραδείγματα η Allianz Arena της Bayern, το Allianz Stadium της Juventus, το Emirates Stadium της Arsenal κλπ).
Συμπληρωματικά στα παραπάνω, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ο παράγοντας που σχετίζεται με το «prestige» των μεγάλων ιστορικών ευρωπαϊκών συλλόγων στους οποίους η νέα αυτή επενδυτική δραστηριότητα συνδυάζεται με δημιουργία εμβληματικών και αρχιτεκτονικά μοναδικών ποδοσφαιρικών σταδίων. Έτσι, ορισμένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα ονόματα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής έχουν συνεισφέρει στην δημιουργία των νέων σταδίων, αναγείροντας στάδια που αποτελούν πραγματικά κομψοτεχνήματα αρχιτεκτονικής και λειτουργούν ως τοπόσημα της περιοχής τους και ολόκληρης της πόλης τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναφορά ενός εντός έδρας αγώνα των παραπάνω ομάδων συχνά ανασύρει από τη μνήμη πρώτα την εικόνα του εντυπωσιακού σταδίου και μετά οτιδήποτε άλλο.
Ετήσια Έσοδα Arsenal FC
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η τάση ανανέωσης που επέβαλαν οι νέες συνθήκες οδήγησε ορισμένους ποδοσφαιρικούς συλλόγους να λάβουν δραστικές αποφάσεις στο θέμα των γηπεδικών υποδομών τους, κάτι που συμπεριλάμβανε μέχρι και κατεδάφιση υφιστάμενων σταδίων, γεγονός που σε άλλες εποχές ακόμη και η αναφορά του θα ξεσήκωνε κοινωνικές αντιδράσεις, καθώς ορισμένα από τα στάδια αυτά αποτελούσαν ιστορικά μνημεία-σύμβολα στη συνείδηση των φιλάθλων. Ωστόσο, την δεκαετία του 2000 είχαν ήδη διαφανεί αρκετά έντονα οι νέες οικονομικές και τεχνικές απαιτήσεις και ανάγκες του σύγχρονου ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι, αρχίζοντας να γίνονται ορατές και αποδεκτές ακόμη και από τους «ρομαντικούς» του ποδοσφαίρου, και ως εκ τούτου η ποδοσφαιρική κοινότητα ήταν ήδη αρκετά ώριμη να αποδεχτεί την αναγκαιότητα του ριζικού εκσυγχρονισμού των ποδοσφαιρικών σταδίων. Έτσι, ομάδες όπως ο Ajax (Άμστερνταμ, Ολλανδία) ή η Schalke (Γκελζενκίρχεν, Γερμανία) ήταν από τις πρώτες που διαπίστωσαν την αναγκαιότητα για επένδυση σε σύγχρονα ποδοσφαιρικά στάδια κατά τη δεκαετία του 2000, δημιουργώντας νέα εντυπωσιακά ποδοσφαιρικά στάδια που θεωρήθηκαν πρωτοποριακά ως προς την τεχνολογική και αισθητική υποδομή τους, καθώς παρείχαν τεχνολογικές εφαρμογές που ουδέποτε είχαν εφαρμοστεί στο παρελθόν (όπως στέγαστρα που μετέτρεπαν το στάδιο σε κλειστή εγκατάσταση ή μετακινούμενους αγωνιστικούς χώρους για προστασία και συντήρησή τους). Ακολούθησαν άλλες ομάδες, με γνωστότερες την γερμανική Bayern (Μόναχο), την ιταλική Junentus (Τορίνο) και αρκετές αγγλικές (Manchester City, Arsenal, Tottenham), που μεταγενέστερα (την τελευταία δεκαετία κυρίως) και για διάφορους λόγους εγκατέλειψαν τις πρώην «ιστορικές έδρες» τους και κατασκεύασαν νέα στάδια σε κοντινές τοποθεσίες, είτε σε μεγάλες αδόμητες διαθέσιμες εκτάσεις στις παρυφές των πόλεων είτε εντός του αστικού ιστού, με μοναδικό σκοπό να μπορέσουν να συμβαδίσουν με τις απαιτητικές νέες προδιαγραφές και συνθήκες αλλά κυρίως να αποκτήσουν τη δυνατότητα να αντλήσουν συμπληρωματικά έσοδα από την εμπορική δραστηριότητα των νέων γηπέδων. Επί παραδείγματι, η Juventus αδυνατούσε να εξυπηρετηθεί επαρκώς από το εντυπωσιακό αλλά αχανές στάδιο Delle Alpi, που είχε κατασκευαστεί με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 σε μεγάλη απόσταση από την πόλη, στην προαλπική ζώνη του Piemonte, κάτι που το καθιστούσε «αφιλόξενο» τόσο λόγω του μεγάλου μεγέθους του όσο και λόγω της απόστασης από την αστική περιοχή του Τορίνο. Αντίστοιχα, οι αγγλικές ομάδες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση όταν γιγαντώθηκε η ζήτηση εισιτηρίων για τους αγώνες τους στις παραδοσιακές τους έδρες, από τουρίστες ή αλλοδαπούς φίλους των ομάδων τους, κάτι που οφειλόταν στην νέα τηλεοπτική εποχή που μπορεί να δημιουργήσει οπαδούς ανεξαρτήτως γεωγραφικής εγγύτητας. Έτσι τα παλαιά λονδρέζικα στάδια δεν επαρκούσαν για τη φιλοξενία ενός ολοένα αυξανόμενου και απαιτητικού ποδοσφαιρικού κοινού, κάτι που οδήγησε στην (συναισθηματικά οδυνηρή, δεδομένης και της φημισμένης βρετανικής παράδοσης) απόφαση για αποχώρηση από τα παλαιά ιστορικά στάδια και μετάβαση στη νέα εποχή με σύγχρονα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οικονομικού οφέλους από τη μετάβαση σε νέο σύγχρονο γήπεδο αποτελεί η περίπτωση της Arsenal (Λονδίνο). Η αύξηση της χωρητικότητας από τις 38.000 θέσεις του παλιού Highbury στις 60.000 του νέου Emirates Stadium, καθώς και η εμπορική εκμετάλλευση των εξυπηρετήσεων του γηπέδου οδήγησαν τον σύλλογο σε ραγδαία αύξηση των ετήσιων εσόδων του.
Παρόλο που όλες οι ομάδες της αγγλικής Premier League ωφελήθηκαν από την αύξηση των εσόδων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και κάποιες ξεπέρασαν την Arsenal σε έσοδα από χορηγούς, καμία ομάδα δεν κατάφερε να την ξεπεράσει σε έσοδα από την λεγόμενη «match-day», δηλαδή αυτά που προέρχονται από την προσέλευση των φιλάθλων τις ημέρες τέλεσης αγώνων. Η αύξηση των μεγεθών όσον αφορά τα έσοδα εντός μιας δεκαετίας από την κατασκευή του γηπέδου, φαίνεται στον σχετικό πίνακα. Στη συνέχεια παρατίθενται ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα νέων υπερσύγχρονων ποδοσφαιρικών σταδίων και των αντίστοιχων εξυπηρετήσεων-παροχών που διαθέτουν για τους φιλάθλους και την ευρύτερη αστική περιοχή τους.
Tottenham Hotspur, Λονδίνο (Tottenham Hotspurs Stadium)
Το νέο στάδιο κατασκευάστηκε στην ίδια θέση όπου υπήρχε το ιστορικό White Hart Lane, το οποίο κατεδαφίστηκε. Το νέο στάδιο σχεδιάστηκε ώστε να είναι ένας διαρκής ενεργός χώρος αθλητισμού και ψυχαγωγίας, συμπεριλαμβάνοντας εγκαταστάσεις συνεδριακής υποδομής και ποικίλους χώρους εκδηλώσεων. Επίσης μοναδικό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι το Sky Walk, μια διαδρομή σε γυάλινο διάδρομο που ανεβαίνει παράλληλα προς τη μια πλευρά του σταδίου και φτάνει στην οροφή του, παρέχοντας εξαιρετική θέα. Περιλαμβάνει πλήθος από bars και σημεία εστίασης, ενώ είναι το μοναδικό γήπεδο στην Ευρώπη εντός του οποίου λειτουργεί μικροζυθοποιία και αρτοποιείο.
Bayern, Μόναχο (Allianz Arena)
Η εντυπωσιακή εξωτερική αρχιτεκτονική του (με τις θεωρήθηκε η πλέον «φουτουριστική» την εποχή της υλοποίησής του, και το παράδειγμά του ακολουθήθηκε στη συνέχεια από αρκετές ομάδες. Το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο του είναι τα εξωτερικά πάνελς που το περιβάλουν και έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την γηπεδούχο ομάδα (Bayern ή εθνική Γερμανίας). Το στάδιο διαθέτει 6.000 m² χώρων για την εξυπηρέτηση των φιλάθλων και για τις συνοδευτικές χρήσεις που αφορούν τόσο την παραμονή τους στο γήπεδο όσο και αυτούς που εμπλέκονται με την αγωνιστική δραστηριότητα. Επίσης διαθέτει το μεγαλύτερο χώρο στάθμευσης στην Ευρώπη, σε τετραώροφο κτίριο 9.800 θέσεων για αυτοκίνητα. Επιπλέον, διαθέτει άλλες 1200 θέσεις γύρω από το στάδιο, 350 θέσεις για λεωφορεία και 130 για άτομα με αναπηρίες. Ενδεικτικά, ως προς την εμπορική δραστηριότητα και την παροχή υπηρεσιών του κοινού, διαθέτει: - 28 kiosks - 2 εστιατόρια για τους οπαδούς (στη βόρεια και στη νότια κερκίδα), δυνατότητας εξυπηρέτησης 1.000 θέσεων το καθένα - Bistro με δυνατότητα εξυπηρέτησης 400 ατόμων - Business Club με 2.152 θέσεις - 106 VIP σουίτες διαφόρων διαστάσεων με δυνατότητα εξυπηρέτησης 1.374 ατόμων - Press club με 350 θέσεις - Μικτή Ζώνη 520 m² - Γραφεία και συνεδριακούς χώρους - παιδότοπο - μπουτίκ του συλλόγου (FC Bayern Megastore) και μουσείο του συλλόγου - 1,121 WC σε ολόκληρο το στάδιο
Juventus, Τορίνο (Allianz Stadium)
Το γήπεδο διαθέτει 20 café-bars και 8 εστιατόρια εντός του γηπέδου, που τροφοδοτούνται από δύο μεγάλες κουζίνες των 7.000 τμ. Η πρόσβαση στα σημεία εστίασης γίνεται άμεσα από τις κερκίδες των φιλάθλων. Οι θέσεις επισήμων ανέρχονται σε 3.600 και υπάρχουν 64 σουίτες, καθώς και εκτεταμένοι χώροι διοργάνωσης επαγγελματικών ή συνεδριακών εκδηλώσεων. Εντός του γηπέδου υπάρχουν ακόμη: το μουσείο της ομάδας, 2 παιδότοποι συνολικής δυναμικότητας εξυπηρέτησης 70 παιδιών, καθώς και το J-Medical, ένα ιατρικό κέντρο 3.500 τμ με εξειδικευμένες αθλιατρικές κλινικές και χειρουργείο, μαζί με κέντρο αποκατάστασης.
Περιμετρικά του γηπέδου διατίθενται 4.000 θέσεις στάθμευσης, και 30.000 τμ χώρων πρασίνου και υπαίθριας παραμονής. Στον εξωτερικό χώρο του γηπέδου και σε άμεση επαφή με αυτό, έχει κατασκευαστεί η Area 12, που αποτελεί στεγασμένο εμπορικό κέντρο 34.000 τμ, διαθέτοντας επιπλέον 2 bars και 3 εστιατόρια. Εκεί βρίσκεται και η μπουτίκ της ομάδος (επιφάνειας 550 τμ). Atletico, Μαδρίτη (Wanda Metropolitano) Αξιολογήθηκε ως το καλύτερο ποδοσφαιρικό στάδιο του 2019 και εκτός από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, είναι σχεδιασμένο ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει κάθε είδους επαγγελματική και ψυχαγωγική εκδήλωση, διαθέτοντας περισσότερα από 11.000 τμ για την φιλοξενία συνεδριακών γεγονότων και εκδηλώσεων. Εντός του σταδίου υπάρχουν 24 πολυλειτουργικοί χώροι (από 250 έως 3.500 τμ) για την φιλοξενία επαγγελματικών και συνεδριακών εκδηλώσεων, και φουαγιέ 400 ατόμων. ∆ιαθέτει 7.000 θέσεις επισήμων και 79 σουίτες VIP. Γενικότερα οι χώροι VIP καλύπτουν 11.000 τμ. Εντός της γηπεδικής εγκατάστασης διατίθενται 1.000 θέσεις στάθμευσης, και επιπλέον 3.000 θέσεις στον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο. Επιπλέον διαθέτει μια μεγάλη κεντρική κουζίνα 700 τμ και 6 μικρότερες διάσπαρτες εντός του γηπέδου, που παρέχουν υπηρεσίες εστίασης και catering στους φιλάθλους, ενώ υπάρχουν και αρκετά bars. Άλλες ομάδες: Στην ίδια φιλοσοφία και λογική, με αρκετές ομοιότητες με τα παραπάνω εμβληματικά στάδια, μια σειρά συλλόγων δημιούργησε αντίστοιχα εντυπωσιακά στάδια στην ίδια χρονική περίοδο, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έως και σήμερα, όπως είναι: Johann Cruyff Arena (Ajax, Άμστερνταμ) VTB Arena (Dynamo, Μόσχα) Emirates Stadium (Αρσεναλ, Λονδίνο) Veltins Arena (Schalke 04, Γκελζενκίρχεν) Αντίστοιχες περιπτώσεις με το γήπεδο της Τούμπας Στη συνέχεια, και μετά την γενική εικόνα της παγκόσμιας τάσης ανέγερσης νέων σταδίων, αξίζει να αναφερθούν ορισμένες περιπτώσεις νέων ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών γηπέδων τα οποία εμφανίζουν ομοιότητες με την προοπτική ανέγερσης νέου σταδίου στην Τούμπα, δηλαδή περιλαμβάνουν:
κατεδάφιση του υφιστάμενου γηπέδου και κατασκευή νέου είτε στην ίδια θέση είτε σε νέα, αλλά πάντα εντός αστικού ιστού, εξαιρώντας τις περιπτώσεις όπου το νέο στάδιο κατασκευάστηκε σε περιαστική ή αγροτική περιοχή.
Επιπλέον επιχειρείται η επιλογή σταδίων που εμφανίζουν ομοιότητες με της Τούμπας όσον αφορά το μέγεθος της πόλης, συμπεριλαμβάνοντας κατ’ εξαίρεση το νέο στάδιο της Tottenham, που αναφέρεται μεν χωρικά στα τεράστιο εδαφικό επίπεδο του Λονδίνου ωστόσο αποτελεί ιδανικό παράδειγμα κατεδάφισης και ανέγερσης εντός σχετικά πυκνοδομημένου αστικού ιστού. Τα παραδείγματα που θα αναφερθούν αφορούν τα εξής νέα στάδια ποδοσφαίρου:
Tottenham Hotspur, Λονδίνο (Tottenham Hotspurs Stadium)
Tο νέο στάδιο της Tottenham Spurs στο βορειοανατολικό Λονδίνο κτίστηκε στην θέση του κατεδαφισθέντος ιστορικού σταδίου White Hart Lane, εν μέσω πυκνοδομημένης αστικής περιοχής και σε άμεση επαφή με τα όμορα κτίρια. Παρόλα αυτά, η σχεδίαση του νέου σταδίου κατάφερε να εξασφαλίζει επαρκείς ελεύθερους χώρους στο νότια πλευρά του σταδίου, που αναπτύσσονται σε πολλαπλά επίπεδα, καθώς και επιπλέον κτίριο διοικητικών υπηρεσιών και χρήσεων του συλλόγου στη βόρεια πλευρά του. Στο συνολικό masterplan περιλαμβάνονται επίσης ξενοδοχείο, πολυτελείς κατοικίες (ουρανοξύστες), εμπορικοί χώροι, sports hub και υπεραγορά. Η πυκνότητα του δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς, με την στάση του Μετρό να βρίσκεται σε απόσταση μόλις 150 μ. από το στάδιο, εξασφαλίζει την λειτουργικότητα της πρόσβασης σε αυτό. Το νέο στάδιο και η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική του (από την Populous, που εξειδικεύεται στην σχεδίαση αθλητικών σταδίων) το αναγάγουν a priori σε τοπόσημο της συνοικίας του Τόττεναμ και του Λονδίνου γενικότερα.
Atletic, Bilbao (San Mames Stadium)
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα σταδίων που κατεδαφίστηκαν και ανεγέρθησαν ως νέες κατασκευές στην ίδια θέση, εντός του αστικού ιστού και σε άμεση επαφή με την περιμετρική του αστική ζώνη και το ποτάμι της πόλης. Η άμεση εγγύτητα με τα όμορα κτίρια δεν επηρεάζει την λειτουργικότητα του σταδίου, αντίθετα ενισχύει την ιστορική σύνδεση του σταδίου με την πόλη και το υγρό στοιχείο, λειτουργώντας ως εμβληματικό τοπόσημο του Bilbao δίπλα στο ποτάμι. Η δημιουργία μεγάλου ανοικτού ελεύθερου χώρου στη μία πλευρά του εξασφαλίζει την απρόσκοπτη συνάθροιση κοινού πριν τους αγώνες. Βασικοί οδικοί άξονες διέρχονται στην άμεση περιμετρική του ζώνη, ενώ εξυπηρετείται ιδανικά και από το δίκτυο μέσων μαζικής μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένης της γραμμής Μετρό, η στάση του οποίου βρίσκεται ακριβώς έξω από το στάδιο).
Βουδαπέστη, στάδιο Ferenc Puskas
Πρόκειται για το νέο εθνικό στάδιο της Βουδαπέστης, το οποίο κατεδαφίστηκε και στη θέση του ολοκληρώνεται το νέο σύγχρονο στάδιο Ferenc’ Puskas, όπου θα διεξάγονται οι αγώνες της εθνικής ομάδας της Ουγγαρίας. Η θέση του βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό και περικλειόμενο από περιοχές κατοικίας. Ως προς τις μεταφορικές υποδομές, το στάδιο περιτριγυρίζεται από κεντρικούς οδικούς άξονες της πόλης, επομένως η προσβασιμότητα είναι απόλυτα επαρκής με όλα τα μέσα μαζικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένου του Μετρό (στάση σε απόσταση μισού χλμ.) Η διατιθέμενη έκταση επαρκεί πλήρως για τη διαμόρφωση σημαντικού μεγέθους ελεύθερων χώρων περιμετρικά του σταδίου, και ως εκ τούτου δεν απαιτήθηκαν ευρύτερες πολεοδομικές παρεμβάσεις στην περιμετρική του ζώνη, πέραν όσων αφορούν την ανασύσταση και διαμόρφωση του περιμετρικού ελεύθερου χώρου.
Βαλένθια, Valencia
Στην περίπτωση του συλλόγου Valencia της ομώνυμης πόλης πραγματοποιείται ανέγερση του νέου σύγχρονου σταδίου σε νέα θέση, καθώς επιλέχθηκε διαφορετική τοποθεσία από την ιστορική έδρα του και μεταφορά σε λιγότερο κεντρική περιοχή, ωστόσο και πάλι εντός του αστικού ιστού της πόλης. Σε άμεση επαφή με κεντρικούς οδικούς άξονες (μεγάλες λεωφόρους) και με την περιμετρική περιοχή κατοικίας, η νέα θέση εξυπηρετείται πλήρως από το δίκτυο μέσων μαζικής μεταφοράς, με πλήθος γραμμών αστικής συγκοινωνίας περιμετρικά του γηπέδου. Το στάδιο κατασκευάζεται με τρόπο ώστε να διαθέτει πολλαπλά επίπεδα υπόγειων χώρων, σε χαμηλότερα επίπεδα από τους περιμετρικούς δρόμους και τον αγωνιστικό χώρο, συμπεριλαμβανομένων και υπόγειων χώρων στάθμευσης. Οι μεγαλύτεροι ελεύθεροι χώροι συνάθροισης φιλάθλων θα βρίσκονται στην ανατολική και βορειοδυτική πλευρά του.
Ζυρίχη, Grasshoppers & FC Zurich
Η ιστορική έδρα της Grasshoppers στην περιοχή Hardturm κατεδαφίστηκε το 2008 και στην ίδια θέση σχεδιάζεται να ανεγερθεί το νέο σύγχρονο στάδιο, που θα στεγάζει αμφότερες τις δύο μεγάλες ομάδες της πόλης, Grasshoppers και FC Zurich. Βορείως του σταδίου και πολύ κοντά σε αυτό βρίσκεται το ποτάμι που διατρέχει την Ζυρίχη. Η έκταση βρίσκεται σε επαφή με περιοχή κατοικίας στην βορειοανατολική και ανατολική πλευρά της, ενώ νότια και δυτικά βρίσκονται παραγωγικές δραστηριότητες και οι σιδηροδρομικές γραμμές. Βορειοανατολικά της έκτασης υπάρχουν οι μοναδικές αδόμητες εκτάσεις της περιοχής, στις οποίες έχουν αναπτυχθεί χώροι αθλητισμού (γήπεδα ποδοσφαίρου ακαδημιών, τέννις, χόκει επί χόρτου κλπ) μαζί με χώρους πρασίνου, δημιουργώντας ένα αστικό σύμπλεγμα αθλητισμού και πρασίνου. Μεγάλοι οδικοί άξονες περιτριγυρίζουν το γήπεδο βορείως, δυτικά και νότια αυτού, από τους οποίους διέρχονται γραμμές αστικών λεωφορείων και τραμ. Το νέο φιλόδοξο πλάνο προβλέπει την κατασκευή ποδοσφαιρικού γηπέδου για τις δύο ομάδες και ταυτόχρονα δύο ουρανοξύστες δυτικά του γηπέδου, ύψους 137 μ. που θα στεγάζουν 596 πολυτελή διαμερίσματα κατοικίας, ως μέρος της συνολικής αστικής αναδιοργάνωσης της περιοχής.
Αθήνα, ΑΕΚ
Το παλιό στάδιο («Νίκος Γκούμας»), το οποίο είχε ανεγερθεί στις παρυφές του άλσους Νέας Φιλαδέλφειας και ασφυκτικά περιτριγυρισμένο από το άλσος και περιοχή κατοικίας, κατεδαφίστηκε το 2003, λόγω παλαιότητας και σημαντικών στατικών ζημιών που προκλήθηκαν από τον μεγάλο σεισμό του 1999, με αρχικό σκοπό να κατασκευαστεί στην ίδια θέση νέο σύγχρονο ποδοσφαιρικό γήπεδο με υπόγειο χώρο στάθμευσης και μαζί υπόγειο γήπεδο μπάσκετ. Έκτοτε και για αρκετά χρόνια η κατασκευή του νέου σταδίου στην ίδια θέση καθυστέρησε εξαιτίας ποικίλων ενστάσεων εκ μέρους των περίοικων, αναγκάζοντας τον σύλλογο να αναζητήσει άλλους χώρους για την κατασκευή του γηπέδου, χωρίς αποτέλεσμα. Εν τέλει, το 2013 ο τοπικός ∆ήμος ενέκρινε τα νέα σχέδια για κατασκευή του γηπέδου στην ίδια θέση, και σήμερα το νέο στάδιο τελεί υπό ανέγερση με στόχο να είναι έτοιμο το 2020, στην ιστορική του θέση. Η άμεση εγγύτητα με τη περιμετρική περιοχή κατοικίας (στη δυτική και νότια πλευρά του γηπέδου) που για σειρά ετών αποτελούσε την κύρια αφορμή των τοπικών αντιδράσεων, δεν θεωρήθηκε ανασταλτικός παράγοντας ως προς την λειτουργικότητα του νέου σταδίου, καθώς από τα βόρεια και ανατολικά γειτνιάζει με επαρκείς ελεύθερους χώρους του Άλσους Ν.Φιλαδέλφειας. Ελεύθερος χώρος δημιουργείται και στο νότιο όριο της έκτασης, διευρυμένος σε σχέση με την πρότερη κατάσταση ως αποτέλεσμα της πολύ σημαντικής παραμέτρου του νέου σχεδιασμού που αφορά την υπογειοποίηση των οδών Φωκών και Πατρ.Κωνσταντίνου στη νότια και νοτιοανατολική πλευρά του γηπέδου, με στόχο την εξασφάλιση επαρκούς επιφάνειας για τη διαμόρφωση δημόσιου περιβάλλοντα χώρου σε επαφή με το στάδιο. Επιπλέον, παρόλη την γενικότερη στενότητα του χώρου που δεν δείχνει να ευνοεί την απρόσκοπτη συνάθροιση φιλάθλων περιμετρικά του σταδίου, η πρόσβαση σε αυτό κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητική ως προς τη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, καθώς περιμετρικά αυτού διέρχονται γραμμές λεωφορείου, τραμ ενώ δύναται να εξυπηρετείται από δύο σταθμούς Μετρό που βρίσκονται σε απόσταση 500 και 1000 μ. από το γήπεδο (ανατολικά αυτού). Βασικοί οδικοί άξονες που διέρχονται στην άμεση περιμετρική του ζώνη είναι η Λεωφ.∆εκέλειας (δυτικά) και η οδός Πατριάρχου Κωνσταντίνου (ανατολικά), ωστόσο η γενικότερη εικόνα της περιοχής δεν ευνοεί την χρήση αυτοκινήτου για μετάβαση στο στάδιο, παρόλο που δυτικά αυτού διέρχεται και η εθνική οδός (ΠΑΘΕ) σε απόσταση 600- 700 μ.