Σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν αυτές τις χαοτικές αποκλίσεις στις αγορές χονδρικής Ελλάδας και Ευρώπης, κύκλοι του υπουργείου Ενέργειας αφήνουν να εννοηθεί ότι πρόκειται για ένα... στιγμιαίο αδίκημα, σημειώνοντας ότι η μέση τιμή του μήνα Δεκεμβρίου δεν είναι πολύ υψηλή.
Ειδικότερα, αναφέρουν ότι «η χονδρική τιμή προκύπτει από τον μέσο όρο κάθε μήνα. Για τον Δεκέμβριο είμαστε φθηνότεροι ακόμα κι από χώρες με πυρηνική ενέργεια, όπως λ.χ. η Γαλλία ή από χώρες με οργανωμένες αγορές, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία κλπ. Συνεπώς η επίκληση της τιμής μιας επιλεγμένης περιόδου δεν εξυπηρετεί την αλήθεια ούτε την ενημέρωση των πολιτών, αλλά άλλου είδους επιδιώξεις.
Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η χώρα μας αγοράζει φυσικό αέριο με τιμές του αμέσως προηγούμενου μήνα και να αναζητηθούν οι διακυμάνσεις τις τιμής του, ώστε να διαμορφωθεί μια ρεαλιστική εικόνα.
Τέλος υπενθυμίζεται για ακόμα μια φορά ότι η απόφαση της Κυβέρνησης για διατήρηση των τιμών ενέργειας στη λιανική σε προσιτά επίπεδα για νοικοκυριά, επαγγελματίες και αγρότες ισχύει απολύτως και για όσο διάστημα διαρκέσει η κρίση».
Πάντως, ακόμη και με τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζει το ΥΠΕΝ για τον Δεκέμβριο, η Ελλάδα είναι 9η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη, σε μικρή απόσταση από την Ιταλία, που είναι η ακριβότερη και έχει τιμή μόλις 8,2% υψηλότερη από την ελληνική. Η τιμή της Ελλάδας, μάλιστα, είναι 169% ακριβότερη από τις δύο φθηνότερες χώρες, Ισπανία και Πορτογαλία, που ως γνωστόν έχουν διαχωρισθεί από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή αγορά και δεν τιμολογούν το ρεύμα με βάση την τιμή του φυσικού αερίου.
Αυτό που σημειώνει το ΥΠΕΝ, ότι δηλαδή οι ελληνικές εταιρείες παραγωγής ρεύματος αγοράζουν το φυσικό αέριο με βάση τις τιμές του προηγούμενου μήνα, με αποτέλεσμα να μην φαίνεται τώρα στις τιμές του ρεύματος η μεγάλη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, είναι γεγονός, αλλά αποτελεί μόνο ένα μέρος του προβλήματος που οδήγησε στη στρέβλωση της τιμής.
Και πάντως πρόκειται για ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να είχε λυθεί, εάν είχε κινηθεί πιο γρήγορα η κυβέρνηση για να διορθώσει αυτή την ανεπάρκεια της ελληνικής αγοράς, που γίνεται έντονα αισθητή κάθε φορά που υποχωρεί απότομα η τιμή του φυσικού αερίου.
Το σοβαρότερο πρόβλημα αυτής της περιόδου αφορά την ανεπάρκεια παραγωγής ρεύματος στην Ελλάδα, που οδηγεί σε εκτόξευση του ποσοστού συμμετοχής των εισαγωγών (από την ακριβή, γειτονική Ιταλία κυρίως), οι οποίες έχουν φθάσει ακόμη και στο 36% του μείγματος παραγωγής, ενώ κυμαίνονται εδώ και αρκετές ημέρες σε ποσοστά άνω του ενός τρίτου της παραγωγής ρεύματος.
Αυτή η σοβαρή εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές ρεύματος οφείλεται στην καθίζηση της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, λόγω των καιρικών συνθηκών του χειμώνα (έλλειψη ηλιοφάνειας και ανέμων). Ενώ ως τώρα πλησίαζε η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα σχεδόν στο 50%, είναι χαρακτηριστικό ότι για αύριο έχει υποχωρήσει κάτω από το 17%.
Αυτό το έλλειμμα παραγωγής δεν κατέστη δυνατό να καλυφθεί με αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής από φυσικό αέριο, που έμεινε χαμηλότερα από το 32%, ενώ ισχνή είναι η συμμετοχή της παραγωγής από λιγνίτη, στο 8,5%, παρότι η κυβέρνηση είχε θέσει από νωρίς φέτος ως στόχο τον διπλασιασμό της παραγωγής από λιγνίτη, στόχος ο οποίος δεν έχει επιτευχθεί από τη ΔΕΗ, λόγω των τεράστιων ελλείψεων στο παραγωγικό δυναμικό της, μετά τη βιαστική απολιγνιτοποίηση.
Σε αυτές τις συνθήκες έλλειψης παραγωγής, που δημιουργούν ανησυχίες ενόψει της πραγματικής έναρξης της χειμερινής περιόδου, όταν θα επικρατήσουν χαμηλές θερμοκρασίες, βρίσκουν έδαφος οι κερδοσκοπικές διαθέσεις των παραγωγών ενέργειας, που τιμολογούν τη μεγαβατώρα σε πολύ υψηλότερες τιμές από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Πηγή: sofokleousin.gr
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.
Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook