Νοσταλγεί την Ελλάδα, του λείπει η Θεσσαλονίκη και η Χαλκιδική. Ο λόγος για τον πρώην μπασκετμπολίστα του ΠΑΟΚ και των Σακραμέντο Κινγκς, Πέτζα Στογιάκοβιτς μίλησε για το τρίποντο στο ΣΕΦ, τον ΠΑΟΚ, το NBA αλλά και το τηλέφωνο του Παύλου Γιαννακόπουλου.
Μεταξύ άλλων όσα είπε στον Βασίλη Σκουντή:
«Μου λείπουν πολύ η Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη, πάρα πολύ. Μπορεί να λείπω στην Αμερική εδώ και 23 χρόνια και να έρχομαι μόνο για διακοπές στο καλοκαίρι, αλλά η Ελλάδα είναι το σπίτι μου. Τώρα που μιλάμε στο τηλέφωνο με φαντάζομαι να είμαι εκεί, στο Ποσείδι της Χαλκιδικής, όπου έχω το εξοχικό σπίτι μου. Καφεδιά και αραχτός στη θάλασσα! Ανυπομονώ να έρθω στην Ελλάδα.
Από τότε που άφησα τους Κινγκς, κάνω τον μπαμπά με αγωνία και με επιτυχία. Το χρέος των γονιών είναι να προετοιμάσουν τα παιδιά τους και να τα εφοδιάσουν με τις απαραίτητες αρχές για να βγουν στη ζωή μόνα τους. Ο Αντρέι είναι 16.5 χρόνων, η Μίλα 15 και ο Μάξιμος 10, έχουμε δουλειά ακόμα.
Ο Αντρέι παίζει μπάσκετ, αλλά δεν είμαι ο τύπος του μπαμπά που θα ουρλιάζει στα κάγκελα. Τους έχω πει πως με ό,τι κι αν καταπιαστούν στη ζωή τους, πρέπει να το κάνουν με ζήλο, με μεράκι και με αφοσίωση. Ο κάθε άνθρωπος έχει το αστέρι του και όπως λέω συχνά, ο Θεός μαζί τους».
Ο Πέτζα σταμάτησε το μπάσκετ το 2011, στα 34. Βιάστηκε ή απλώς αποφάσισε να φύγει ως πρωταθλητής μετά τον τίτλο με τους Μάβερικς;
«Όχι δεν βιάστηκα, το αντίθετο: Και άργησα να σταματήσω! Από το 2006 με ταλαιπωρούσε πολύ η μέση μου κι από τη στιγμή που μπήκε μαχαίρι το 2008, άρχισε ο ανήφορος. Κάθε μέρα ένιωθα πως έπρεπε να ανεβαίνω ένα βουνό. Πέρασα ένα μεγάλο μαρτύριο, διότι αντί να σκέπτομαι την προπόνηση, τον αγώνα και πώς θα παίξω καλά, η μόνη έννοια μου ήταν πώς θα τη βγάλω καθαρή και με λιγότερο πόνο. Γύριζα μετά από τους αγώνες και συναρμολογούσα τα κόκκαλα μου!
Είχα κατασταλάξει μέσα μου ότι ήθελα να φύγω ως παίκτης και όχι ως θεατής από τον πάγκο, όχι τιμής ένεκεν. Όταν πήγα στο Ντάλας, είχα πει στον Ρικ Καρλάιλ, που τον είχα προπονητή και στους Πέισερς ότι ήθελα να έχω έναν ρόλο. Μικρός ή μεγάλος, δεν με ένοιαζε, αρκεί να είχα ρόλο και να τελειώσω την καριέρα μου παίζοντας.
Σταμάτησα και μου έμειναν όλα. Μεγάλες και μικρές στιγμές, χιλιάδες εικόνες. Γέλια, δάκρυα, χαρές, λύπες, ένταση, πόνος. Οι επαγγελματίες αθλητές πληρώνονται για να απολαμβάνουν αυτό που κάνουν και να διασκεδάζουν το κοινό. Μπορεί να ήμουν άτυχος με τον τραυματισμό μου, αλλά νιώθω τυχερός κι ευλογημένος, που κατάφερα να κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα».
«Δεν με σημάδεψε το τρίποντο στο ΣΕΦ»
Μια καριέρα 19 χρόνων, με στάσεις σε επτά ομάδες, μεταξύ αυτών και ο ΠΑΟΚ. Ο Πέτζα αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι από την αρχή, από το ξεκίνημα στο Βελιγράδι, για να φτάσει μέχρι το τέρμα, το δαχτυλίδι του πρωταθλητή στο Ντάλας. Μια διαδρομή που περνάει μέσα από airball και τραυματισμούς, το τρίποντο στο ΣΕΦ και το ταξίδι στο NBA, τον Λάρι Μπερντ και το τηλεφώνημα του Παύλου Γιαννακόπουλου που ήρθε αργά.
«Όλα ξεκίνησαν στο Βελιγράδι, στον Ερυθρό Αστέρα το 1992-93. Η πρώτη και η σπουδαιότερη στάση, διότι μπήκαν οι βάσεις ώστε να αξιοποιήσω το ταλέντο μου. Είχα την τύχη να δουλέψω με έναν άνθρωπο, τον (ΣΣ: μετέπειτα προπονητή της Λάρισας) Πρέντραγκ Μπατνιάρεβιτς που μου έμαθε σχεδόν τα πάντα για το μπάσκετ και του είμαι ευγνώμων.
Επόμενη στάση ο ΠΑΟΚ, η ώρα της εκτόξευσης. Ο ΠΑΟΚ μου πρόσφερε απλόχερα την πλατφόρμα για να δείξω την αξία μου και να γίνω αυτός που ήθελα να γίνω. Εκεί ένιωσα στήριξη, εμπιστοσύνη, ασφάλεια και αγάπη.
Κι ας ξεκίνησα με airball στο Τελ Αβίβ, που μάλιστα ο Ζόραν Σάβιτς είχε πει ότι ήταν σαν καλοχτυπημένο κόρνερ. Με κυνηγούσαν τα airball στη ζωή μου! Και στο ντεμπούτο μου στο ΝΒΑ με τους Κινγκς, εναντίον των Σπερς, προτού βάλω το πρώτο καλάθι μου από μια πάσα στο give and go με τον Κρις Γουέμπερ, είχα κάνει ένα μεγαλοπρεπές και περήφανο airball.
Είχα δύο σοβαρούς τραυματισμούς τότε, στο Τρεβίζο και στο Περιστέρι. Δεν τρόμαξα απλώς, ειδικά στο Περιστέρι τα είδα όλα! Όταν είσαι νεαρός, νομίζεις ότι μένεις άτρωτος και δεν φοβάσαι, αλλά οι τραυματισμοί ήταν πολύ σοβαροί. Εκείνη την εποχή, πριν από 25 χρόνια, ακολουθούνταν διαφορετικές πρακτικές στην ιατρική και ανησυχούσες περισσότερο απ’ όσο σήμερα. Χρειάσθηκε να αλλάξω τον τρόπο με τον οποίο πάταγα στο γήπεδο, στο πώς έβαζα τις πατούσες μου».
«Το τρίποντο στο ΣΕΦ στον 3ο ημιτελικό με τον Ολυμπιακό το 1998 δεν σημάδεψε την καριέρα μου όσο πιστεύει ο πολύς κόσμος. Εκείνη τη στιγμή, ναι, πέταξα στα ουράνια, διότι προκριθήκαμε στον τελικό, αλλά μου μένουν τα πράγματα που δεν κατάφερα, όχι εκείνα τα οποία πέτυχα. Πανηγύριζα για τη νίκη επί του Ολυμπιακού, αλλά μετά από μερικές μέρες ήμουν σκασμένος για την ήττα μας στον πέμπτο τελικό με τον Παναθηναϊκό.
Δεν είναι κυνισμός, αλλά η αλήθεια. Τραβάω μια γραμμή και λέω 'πάμε για άλλα'. Μετά από λίγο καιρό δεν σκεπτόμουν το σουτ που έβαλα, αλλά αυτό που έχασα. Άλλα πράγματα έγιναν, άλλα δεν έγιναν.
Στο ΣΕΦ τότε κράτησα την μπάλα 15 δευτερόλεπτα πριν εκτελέσω. Δεν είναι ότι ήμουν 100% σίγουρος, κανείς παίκτης, ποτέ και πουθενά, δεν είναι σίγουρος ότι θα το βάλει. Έχεις δουλέψει όμως για τέτοιες στιγμές, έχεις προπονήσει το χέρι σου και το μυαλό σου. Πρέπει να έχεις αποδείξει ότι και να χάσεις ένα σουτ, εσύ έπρεπε να το μπουμπουνίσεις.
Στον πρώτο ημιτελικό είχαμε χάσει (66-65) ένα πόντο και ήμουν τσατισμένος, επειδή δεν έκανα το πιο κρίσιμο σουτ σε αυτό το ματς. Θύμωσα με τον εαυτό μου και τότε σκέφτηκα πως εάν τύχαινε μια τέτοια φάση στα επόμενα ματς, θα σούταρα οπωσδήποτε. Αυτό έγινε στον τρίτο ημιτελικό».
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΥ ΗΡΘΕ ΑΡΓΑ
«Το καλοκαίρι του 1998 όταν ήρθε η ώρα να φύγω από τον ΠΑΟΚ είχα τρεις προτάσεις για να μείνω στην Ευρώπη και να μην πάω στο NBA. Από την Κίντερ Μπολόνια, την Μπαρτσελόνα και την τελευταία στιγμή από τον Παναθηναϊκό. Μου τηλεφώνησαν και ο Παύλος Γιαννακόπουλος και ο Λευτέρης Σούμποτιτς, αλλά ήταν αργά και είχα πάρει πια την απόφαση μου...
Δεν το μετάνιωσα, δεν έχω μετανιώσει ποτέ για καμιά επιλογή μου. Ο,τι είναι πίσω σου, πρέπει να το κρατάς πίσω σου, πάει και τελείωσε. Άφησα πάντως πολλά λεφτά για κάνω πραγματικότητα το όνειρο του ΝΒA. Όταν πήγα στους Κινγκς υπέγραψα το συμβόλαιο του ρούκι με 3.300.000 δολάρια τον χρόνο, που με τη φορολογία ήταν πολύ λιγότερα.
Δεν κοιμόμουν, έλεγα στον εαυτό μου 'πόσο βλάκας είσαι που άφησες τόσα λεφτά'
Στην Ευρώπη ασφαλώς θα έπαιρνα περισσότερα, αλλά τα χρήματα δεν είναι το παν. Δεν έβλεπα το μπάσκετ αποκλειστικά και μόνο ως επάγγελμα. Ήταν το μεράκι μου, η κάψα μου, αυτό που κυνηγούσα από μικρό παιδί.
Ναι, έκανα δεύτερες σκέψεις μετά την επιλογή μου. Στην αρχή, που δεν έπαιζα πολύ, δεν κοιμόμουν τα βράδια και έλεγα στον εαυτό μου 'πόσο βλάκας είσαι που άφησες τόσα λεφτά και την καβάτζα στην Ευρώπη;' Είχαμε κάνει μάλιστα και ένα ραντεβού με τον Έιντελμαν και τον Καπικιόνι και σιγά σιγά η κατάσταση άρχισε βελτιώνεται και βρήκα τη θέση μου».
«Οι Κινγκς ήταν το όνειρο που πήρε σάρκα και οστά: να παίξω στο ΝΒΑ! Έβαζα διαρκώς στόχους, κάθε μέρα και έναν για να τον κυνηγήσω. Ένιωθα πως ήθελα κάθε στιγμή να τρυπάω το ταβάνι μου. Ωραία χρόνια, αλλά άσχημο τέλος. Έμαθα ότι φεύγω από την τηλεόραση. Με πείραξε, ψέματα θα σου πω;
Οι αθλητές είναι συναισθηματικά όντα κι εγώ είχα δεθεί πολύ με την ομάδα, την πόλη και τους ανθρώπους. Όσο προετοιμασμένος κι αν είσαι γι αυτό, όταν συμβεί δεν είσαι έτοιμος να το αποδεχθείς.
Ξέρεις αυτή η ιστορία μου προκάλεσε ψυχολογικά τραύματα όχι στη συνέχεια της καριέρας μου, όσο όταν ανέλαβα μαζί με τον Ντίβατς, διοικητικό πόστο στους Κινγκς. Έφτανε η trade deadline και παρακαλούσα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί για να μη μάθει κανείς παίκτης ότι φεύγει από την τηλεόραση ή από τα tweets κάποιου δημοσιογράφου.
Είναι άλλο πράγμα να παίζεις και άλλο να διοικείς. Είχα την ευκαιρία να δω το μπάσκετ από την άλλη πλευρά και να συνειδητοποιήσω πόσα πολλά πράγματα πρέπει να συμβούν για να βγει ένα αποτέλεσμα. Μπορεί να είσαι ο καλύτερος παίκτης του κόσμου και να ξέρεις πολλά καντάρια μπάσκετ, αλλά εδώ απαιτείται να έχεις ή να αποκτήσεις και επιχειρηματικές, ακόμη και πολιτικές ικανότητες».
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΛΑΡΙ ΜΠΕΡΝΤ
«Οι Πέισερς ήταν απλά ένας σταθμός, όχι κάτι ιδιαίτερο... Αλλά εκεί υπήρχε ο Λάρι Μπερντ. Τι να σου πω τώρα, μύθος. Old school. Δεν λέει πολλά, αλλά ό,τι έχει να σου πει, θα σου το πει ξεκάθαρα. Ήταν πολύ υποστηρικτικός και μας έλεγε καμιά ιστορία από το παρελθόν.
Μια μέρα μας διηγήθηκε τι είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1985 όταν οι Νικς διέλυσαν τους Σέλτικς. Έκλεισε, λέει, την πόρτα των αποδυτηρίων, ζήτησε απ’ όλους βγουν έξω, έμειναν μόνοι τους οι παίκτες, ανάμεσα τους και ο Καρλάιλ και τους είπε. "Μαλ@@ες πρέπει να ορκιστούμε εδώ και τώρα ότι δεν θα ξαναπιούμε γουλιά αλκοόλ και δεν θα κάνουμε άλλο ξενύχτι μέχρι τον Ιούνιο για να πάρουμε το πρωτάθλημα. Και το πήραν.
Όταν το καλοκαίρι του 2003 ανέλαβε τη διοίκηση των Πέισερς, ο Μπερντ αποφάσισε να διώξει από προπονητή τον Αϊζάια Τόμας. Τον κάλεσε λοιπόν στο γραφείο του, έμειναν εκεί μέσα για πέντε επτά, χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια κουβέντα και ξαφνικά ο Μπερντ σήκωσε το βλέμμα του και του λέει: 'Αυτά λοιπόν, τώρα φεύγεις!' Τόσο απλά.
Στη διακοπή για το All Star Game το 2006, εγώ έμεινα στην πόλη και ένα πρωί ζήτησα να κάνω ατομική προπόνηση με έναν από τους βοηθούς του Καρλάιλ. Ολο το Conseco Fieldhouse ήταν κατειλημμένο για τους σχολικούς αγώνες πάλης της πολιτείας και ο υπεύθυνος της εγκατάστασης με άφησε να σουτάρω στο προθερμαντήριο.
Στο άλλο μισό γήπεδο διεξάγονταν οι αγώνες της πάλης, αλλά ξαφνικά ακούσαμε ότι έπρεπε να φύγουν όλοι από το γήπεδο. “Κι εμείς;” ρώτησα τον υπεύθυνο ασφαλείας. "Όχι εσείς, μόνο τα παιδιά της πάλης" μου απάντησε και παραξενεύτηκα. Μετά από πέντε λεπτά μου λύθηκε το μυστήριο...
Μπαίνει ο Μπερντ καπνίζοντας το πούρο του, βγάζει το παλτό και το σακάκι του, μένει με το πουκάμισο και στο λόγο της τιμής μου έπαθα πλάκα. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια επαφή με το καλάθι, όχι από παλαίμαχο πενηντάρη, αλλά ούτε από εν ενεργεία σταρ. Έβαζε τρίποντα από τη γωνία, με ταμπλό, χουκ με το δεξί, χουκ με το αριστερό. Τον κοίταζα με ανοικτό το στόμα».
Ο Κάρτερ έκανε απίθανα πράγματα, ο συγχωρεμένος ο Κόμπε ήταν σκέτη μαγεία
Απ'όλην αυτήν καριέρα, ποια είναι η ιδανική πεντάδα; Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος, ποιος εκείνος που χάζευε και ποιο ματς θα ήθελε να παίξει ξανά; Ο Πέτζα παιζει small forward και διαλέγει τους άλλους τέσσερις.
«Τζέισον Κιντ, Κόμπε Μπράιαντ, Τιμ Ντάνκαν και Σακίλ Ο’ Νιλ. Εντάξει, δεν θα παρεξηγηθεί ο Ντίβατς. Ο Βλάντε δεν ήταν απλώς συμπαίκτης ή φίλος μου. Είναι ο μέντορας μου, ο αδερφός μου. Αφήνω έξω τον Τζόρνταν, αλλά όταν βρέθηκα απέναντί του, αισθάνθηκα ακριβώς αυτό που περιέγραψε ο Άιβερσον στην ομιλία του στο Hall Of Fame.
Δύο παίκτες χάζευα. Ο ένας είναι ο Βινς Κάρτερ ο οποίος έκανε απίθανα, άπιαστα πράγματα. Ο άλλος είναι ο συχωρεμένος Κόμπε. Σκέτη μαγεία…
Το ματς που θα ήθελα να ξαναπαίξω είναι ο τελευταίος τελικός της Δύσης της σεζόν 2001-02 με τους Λέικερς. Είχαμε προηγηθεί με 3-2 και χάσαμε το έκτο ματς με τέσσερις πόντους και το έβδομο με έξι στην παράταση. Θα ήθελα να ξαναπαίξω τον έκτο αγώνα, αλλά να είμαι υγιής και όχι τραυματίας, όπως τότε.
Ο πιο δύσκολος αντίπαλος όλα αυτά τα χρόνια ήταν κυρίως οι Σπερς. Είχαν πειθαρχία και πολλούς αυτοματισμούς και στην άμυνα και στην επίθεση. Φοβερή ομάδα, μπορούσε να σε σκοτώσει, χωρίς να το καταλάβεις. Έδειχνε ένα σύστημα ο Πόποβιτς πιάνοντας τον κόμπο της γραβάτας του και οι τύποι το εκτελούσαν στην εντέλεια».
ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ, Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΟΚ
Για αρκετά κυκλοφορούσε το σενάριο πως ο Πέτζα θα παίξει στην Εθνική ομάδα της Ελλάδας. Τελικά πόσο υπαρκτό ήταν;
"Για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να ζητήσω αλλαγή μπασκετικής υπηκοότητας και να περιμένω για δυο χρόνια. Δεν δέχθηκα ποτέ τέτοια πρόταση και δεν έγινε ποτέ σοβαρή κουβέντα, πέρα από φήμες. Δεν θα μπορούσε κιόλας να συμβεί κάτι τέτοιο, οι εποχές ήταν πολύ διαφορετικές και κυρίως πολύ... ευαίσθητες λόγω του πολέμου και του εμπάργκο".
Τελικά ο Πέτζα υπηρέτησε την Ελλάδα ως στρατιώτης. Παρουσιάσθηκε στις 24 Μαΐου του 2004 στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κόρινθο μαζί με τον Κώστα Βασιλειάδη, τον Σοφοκλή Σχορτσανίτη, τον Μανώλη Παπαμακάριο και τον Σάββα Ηλιάδη.
"Ένιωσα περίεργα, αλλά και πολύ υπερήφανος εκείνη την ημέρα. Μεγάλωσα σε τέτοια ατμόσφαιρα, διότι ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός και συν τοις άλλοις στη Γιουγκοσλαβία η η στρατιωτική θητεία δεν ήταν απλώς υποχρεωτική και αναπόφευκτη, αλλά όσο καιρό υπηρετούσες ήσουν ξεχασμένος απ’ όλους".
Το 2006, όταν συναντηθήκαμε στην Ιντιανάπολις, μου είχε πει ότι θα έφευγε από το ΝΒΑ στα 35-36 και θα επέστρεφε για να παίξει στον ΠΑΟΚ. Ως πλέι-μέικερ μάλιστα.
«Αυτό είχα πει ε; Για να το λες, θα είναι αλήθεια, αλλά τι πλέι μέικερ, θα ήμουν συνεχώς οφσάιντ. Ξέροντας πάντως τη νοοτροπία που επικρατεί στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα, δεν νομίζω ότι θα τα κατάφερνα. Θα είχαν πολλές απαιτήσεις από εμένα και δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ λόγω του τραυματισμού μου. Ναι, θα μπορούσα να γυρίσω και να κάνω μια... αρπαχτή, αλλά δεν είναι του χαρακτήρα μου.
Και οι διάφορες φήμες που κυκλοφορούν κατά καιρούς περί εμπλοκής του στα διοικητικά του ΠΑΟΚ;
«Δεν το έχω σκεφτεί, αν και πραγματικά συζητήθηκε κάμποσες φορές. Δεν το έχω αναλύσει σχετικά με το πώς θα μπορούσε να συμβεί... Δεν ξέρω... Το ευχάριστο είναι ότι βρέθηκε πλέον ένας άνθρωπος, ο Θανάσης Χατζόπουλος, που δείχνει σοβαρός και κατάφερε να συμμαζέψει την κατάσταση.
Δεν ξέρω αν θα μείνω για πάντα στο Σακραμέντο. Το χρέος μου αυτή τη στιγμή είναι να φροντίσω τα παιδιά μου και να προσπαθήσω να τους προσφέρω μια καλή ζωή. Μας λείπουν η Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη, οι οικογένειες μας, οι φίλοι μας, αυτό είναι σίγουρο».
Εσείς λέγατε πως ήταν περίεργο το σουτ μου, για μένα ήταν πολύ φυσιολογικό
Ο Γιάννης δεν χρειάζεται μαθήματα, τώρα τα βάζει όλα, ακόμη και τα τρίποντα
Μιλάμε για σουτ και η σκέψη είναι προφανής. Τι θα έκανε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο αν είχε το σουτ του Πέτζα; Μήπως να του κάνει μερικά μαθήματα;
«Τώρα πια τα βάζει όλα, ακόμη και τα τρίποντα. Δεν έχει ανάγκη από εμένα ή από κάποιον δάσκαλο. Σε αυτό το υψηλό επίπεδο πάντοτε υπάρχουν γύρω σου άνθρωποι για να σου δώσουν τις κατάλληλες συμβουλές και να σε βοηθήσουν να διαχειρίζεσαι τις λεπτομέρειες.
Περισσότερο από τα μπασκετικά προσόντα του, με εντυπωσιάζει η δίψα και το πάθος του. Κάθε χρόνο, κάθε μέρα, κάθε στιγμή γίνεται καλύτερος παίκτης και καλύτερος άνθρωπος. Δεν γνωριζόμαστε προσωπικά, απλώς έχουμε πει ένα 'γεια', αλλά μου αρέσει πολύ ο χαρακτήρας του και το πώς εκπροσωπεί τον εαυτό του, την ομάδα, την οικογένεια του και την χώρα του».
πηγή: sport24.gr