Όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα υγείας, αναζητάμε το αίτιο που το προκάλεσε. Σπανίως, όμως, στρεφόμαστε στην ψυχική υγεία, για να διαπιστώσουμε εάν εκείνη έχει πιθανώς συμβάλλει σε μια σωματική πάθηση.
Για αιώνες πιστευόταν σώμα και ψυχή είναι δύο ξεχωριστά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο μέρη ενός οργανισμού. Τα τελευταία χρόνια, η επιστήμη έχει στραφεί στη σχέση που συνδέει τα δύο, αναδεικνύοντας πόσο επιδραστική μπορεί να είναι μια κακή ψυχολογική κατάσταση στη σωματική υγεία.
Ισχυρά αρνητικά συναισθήματα, όπως η θλίψη ή το πένθος μπορούν να έχουν επιπτώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ το ψυχικό κόστος, όπως αναδεικνύει νέα σουηδική μελέτη. Τα ευρήματα, που δημοσιεύονται στο JAMA Network Open, υποστηρίζουν ότι αρκετά επιστημονικά στοιχεία συνδέουν την κακή ψυχολογία με αυξημένο κίνδυνο διάφορων παθήσεων, από καρδιοπάθειες και καρκίνο έως προβλήματα μνήμης, πεπτικά προβλήματα και αυτοάνοσες ασθένειες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Karolinska της Σουηδίας εξέτασαν τα δεδομένα γονέων περισσότερων από 800.000 παιδιών που γεννήθηκαν μεταξύ 1973 και 2016 και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι γονείς που πενθούν διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, η οποία με τη σειρά της ενισχύει την απειλή για πρόκληση εγκεφαλικού επεισοδίου. «Μια πληγωμένη καρδιά δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες πληγές», είναι το απλό συμπέρασμα του δρ. Dang Wei, επιδημιολόγου στο Ινστιτούτο Karolinska. «Γενικότερα, οι άνθρωποι που είχαν χάσει ένα στενό μέλος της οικογένειάς τους -παιδί, σύντροφο, γονιό ή αδέλφια- αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν παθήσεις όπως κολπική μαρμαρυγή, καρδιακή νόσο, έμφραγμα του μυοκαρδίου (καρδιακή προσβολή), εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακή ανεπάρκεια», πρόσθεσε.
Μία άλλη έρευνα, βασισμένη σε 1 εκατομμύριο άτομα στη Σουηδία και τη Δανία, διαπίστωσε ότι το πένθος θέτει τους ανθρώπους σε 41% αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, ειδικά κατά τους πρώτους 3 μήνες μετά την απώλεια και 30% αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η συσχέτιση πένθους και παθήσεων ίσχυε ανεξάρτητα από την αιτία του θανάτου του γονέα, δηλαδή οι παθήσεις που εμφανίζονταν δεν οφείλονταν σε πιθανούςς γενετικούς/ κληρονομικούς παράγοντες, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο κίνδυνος ήταν αυξημένος καθαρά εξαιτίας της ψυχολογικής επιβάρυνσης.
Το πένθος «μπορεί να εκδηλωθεί ως στρες στο σώμα, τα όργανα και το ανοσοποιητικό σύστημα», εξηγεί ο δρ. Steven Allder, σύμβουλος νευρολογίας στο Re:Cognition Health, ο οποίος ερευνά τις επιπτώσεις του συναισθηματικού τραύματος στον εγκέφαλο. «Εξηγεί ίσως γιατί οι άνθρωποι αρρωσταίνουν κατά την περίοδο του πένθους», προσθέτει.
«Τα δυνατά και οδυνηρά συναισθήματα που προκαλούνται από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, πιθανώς σε συνδυασμό με την έλλειψη ύπνου και την απουσία μιας υγιεινής ρουτίνας, ερμηνεύονται από τον εγκέφαλο ως μια στρεσογόνος κατάσταση, που τον αναγκάζει να απελευθερώνει κορτιζόλη και αδρεναλίνη, τις ορμόνες του στρες, πυροδοτώντας μια επιβλαβή συμπεριφορά προς τον εαυτό του».
Ενώ αυτή η απόκριση στο στρες λειτουργεί κανονικά ως άμυνα του οργανισμού στον επικείμενο κίνδυνο, το χρόνιο στρες μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή, προκαλώντας σοβαρή βλάβη στο ανοσοποιητικό. Αυτό καθιστά τον οργανισμό πιο επιρρεπή σε επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις, καθώς και σε αυτοάνοσες καταστάσεις.
Ο αντίκτυπος της κορτιζόλης είναι ευρύς: «Μπορεί να διαταράξει την κανονική λειτουργία κάθε συστήματος στο σώμα, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης του σακχάρου στο αίμα, της μεταβολικής λειτουργίας και της μνήμης», λέει ο δρ. Allder. Αυτό συμβαίνει επειδή η κορτιζόλη καταστέλλει μη επείγουσες λειτουργίες όπως η πέψη.
Η απελευθέρωση αδρεναλίνης, από την άλλη, ωθεί το σώμα να αυξήσει τον καρδιακό και αναπνευστικό ρυθμό, γι’ αυτό και πιστεύεται ότι προκαλεί καρδιακή βλάβη, ενώ θα μπορούσε να συνδέεται με το λεγόμενο σύνδρομο της «ραγισμένης καρδιάς», κατά το οποίο σημειώνεται ξαφνική εξασθένηση του μυός στην αριστερή κοιλία της καρδιάς, τον κύριο θάλαμο άντλησης.
Το πρόβλημα αυτό ενδέχεται να αποδειχθεί θανάσιμο. Το 90% των πενθούντων που εμφανίζουν τέτοια συμπτώματα είναι γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω, εκ των οποίων 1 στις 20 πεθαίνει στο νοσοκομείο. Σε όσους καταφέρουν να ξεπεράσουν το θανάσιμο κίνδυνο, το σχήμα της καρδιάς και η ικανότητα άντλησης συνήθως επανέρχονται εντός 3 μηνών, ωστόσο πολλοί εξακολουθούν να υποφέρουν από μακροχρόνια προβλήματα όπως πόνο, ταχυπαλμία και δύσπνοια.
«Οι άνθρωποι που πενθούν για την απώλεια κάποιου αγαπημένου τους προσώπου μπορούν να επωφεληθούν από την υποστήριξη των αγαπημένων τους προσώπων, καθώς και από επαγγελματίες υγείας», λέει ο δρ. Allder, προσθέτοντας ότι υπάρχει ένας ακόμη -άγνωστος- παράγοντας που μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά: Η σωματική άσκηση.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο BMC Public Health, στην οποία συμμετείχαν άτομα που είχαν βιώσει τον θάνατο ενός γονέα όταν ήταν μεταξύ 10 και 24 ετών, διαπίστωσε ότι η σωματική δραστηριότητα «ανακούφισε τα αποτελέσματα της θλίψης και ενίσχυσε την ανθεκτικότητα».
«Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η θλίψη είναι απλώς ένας συναισθηματικός παράγοντας, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε ένα σύνολο -σώμα, μυαλό και καρδιά- και η θλίψη μπορεί πραγματικά να επηρεάσει το σώμα», καταλήγει ο ειδικός.